Οι Σχέσεις Μόσχας Ευρωπαϊκής Ενώσεως

Δεν είναι εύκολο να προσδιορίση κανείς τι είναι πιο ανησυχητικό: Οι εικόνες των μαχών στην Νότια Οσσετία ή αυτές των τελευταίων ημερών με τον αμερικανικό στόλο στα ανοικτά των ακτών της Γεωργίας σε απόσταση αναπνοής από τους ρωσικούς ναυστάθμους του Ευξείνου Πόντου. Πρόκειται για ένα σκηνικό Ψυχρού Πολέμου, το οποίο εξελίσσεται με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς αλλά και με την τελική κατάληξη να παραμένη απροσδιόριστη.
Του Ευθ. Π. Πέτρου
Πεμ, 4 Σεπτεμβρίου 2008 - 10:14

Δεν είναι εύκολο να προσδιορίση κανείς τι είναι πιο ανησυχητικό: Οι εικόνες των μαχών στην Νότια Οσσετία ή αυτές των τελευταίων ημερών με τον αμερικανικό στόλο στα ανοικτά των ακτών της Γεωργίας σε απόσταση αναπνοής από τους ρωσικούς ναυστάθμους του Ευξείνου Πόντου. Πρόκειται για ένα σκηνικό Ψυχρού Πολέμου, το οποίο εξελίσσεται με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς αλλά και με την τελική κατάληξη να παραμένη απροσδιόριστη.

Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, η ρωσική πλευρά πρέπει να θεωρείται κερδισμένη αφού έχει επαναβεβαιώσει την κυριαρχία της στον Καύκασο και τώρα μπορεί με άνεση να διαπραγματεύεται την αναγνώριση ή μη των νεοσυστάτων δημοκρατιών της Αμπχαζίας και της Νοτίου Οσσετίας. Ευνόητο είναι ότι πρακτικώς οι δύο αυτές περιοχές έχουν αποσπασθή οριστικώς και αμετακλήτως από την Γεωργία. Το εάν θα τύχουν διεθνούς αναγνωρίσεως ελάχιστα φαίνεται να απασχολή τους κατοίκους τους, για τους οποίους η αναγνώρισις από την Ρωσία είναι μάλλον αρκετή.

Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτή την στιγμή η αμερικανική πλευρά θα αρκεσθή στο να διασφαλίση την διαμορφωθείσα κατάσταση. Να εγγυηθή δηλαδή τα εδάφη που έχουν απομείνει στην Γεωργία, περιοριζόμενη σε μια τυπική μη αναγνώριση των τετελεσμένων στην περιοχή, καθ’ όν τρόπο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αρνείτο να αναγνωρίση την προσάρτηση των Βαλτικών Κρατών στην Σοβιετική Ένωση. Διότι εάν θελήση να πιέση προκειμένου να επανέλθουν τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση, οι εξελίξεις μπορεί να είναι επικίνδυνες.

Στο πλέγμα αυτής της καταστάσεως, ο ρόλος τον οποίο μπορεί να διαδραματίση η Ευρώπη είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Τα περιθώρια κινήσεων σε διαφορετική κατεύθυνση από αυτήν της αμερικανικής πολιτικής θα έθεταν σε άμεσο κίνδυνο την συνοχή της ΕΕ, αφού οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης δεν χάνουν ευκαιρία να επιδεικνύουν την πρόθεσή τους να παραμένουν προσδεδεμένες στο άρμα της Ουάσιγκτων. Και αυτό είναι ένα μόνον από τα δεδομένα αφού και η Βρεταννία έσπευσε δια στόματος Γκόρντον Μπράουν να τοποθετηθή, υποστηρίζοντας ότι η ΕΕ πρέπει να αναθεωρήση συνολικώς τις σχέσεις της με την Ρωσία.

Δεν παύει όμως για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η Ρωσία να είναι ο βασικός προμηθευτής πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αν και αυτό συνεπάγεται μιαν αλληλεξάρτηση, με τα σημερινά δεδομένα, οι χώρες που ελέγχουν την ενέργεια ευρίσκονται σε πλεονεκτική θέση. Οι ευρωπαϊκές χώρες άλλωστε επί πολλά χρόνια καλλιέργησαν αυτή την σχέση με την Ρωσία, στα πλαίσια των προσπαθειών να αποφύγουν την μονομερή εξάρτηση.

Είναι προφανές λοιπόν, ότι όσο και να θέλη η γαλλική προεδρία να διαμορφωθή αποφασιστικός ρόλος για την Ευρωπαϊκή Ένωση στην προσπάθεια για εκτόνωση της κρίσεως του Καυκάσου, αυτό δεν είναι καθόλου εφικτό. Θα πρέπει μάλιστα, οι ηγέτες της ΕΕ, που μετέχουν σήμερα στην έκτακτη σύνοδο κορυφής για αυτό το θέμα, να φανούν πάρα πολύ προσεκτικοί. Διότι είναι βέβαιο ότι και οι δύο πλευρές, ρωσική και αμερικανική, θα θελήσουν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα επιρροής που διαθέτουν προκειμένου να εκμεταλλευθούν προς ίδιο όφελος οιανδήποτε ευρωπαϊκή πρωτοβουλία.

Στις διεθνείς σχέσεις πρέπει να υπάρχει ρεαλισμός. Η εμμονή στην δογματική προσέγγιση περί μη αλλαγής συνόρων, πέρα από το γεγονός ότι έρχεται εν πολλοίς σε αντίθεση με βασικές αρχές της δημοκρατίας, μετά την αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου αποτελεί απλή υποκρισία. Θα πρέπει μάλιστα να αναγνωρίσουμε ότι τόσο για τις ΗΠΑ, όσο και για την Ευρώπη η υπόθεσις της πρώην Γιουγκοσλαβίας, στην οποία εντάσσεται και το Κοσσυφοπέδιο, ούτε κατ’ ελάχιστον μπορεί να συγκριθή με το στρατηγικό ενδιαφέρον που έχει ο Καύκασος για την Ρωσία.

Αυτό εξηγεί και την ταχεία κίνηση της Μόσχας. Από την οποία μπορούν να εξάγουν τα συμπεράσματά τους αυτοί που προβαίνουν σε αναλύσεις προκειμένου να εκτιμήσουν την δυνατότητα που έχει η Ρωσία να αντιδρά στρατιωτικώς. Οι αεροπορικές και ναυτικές της δυνατότητες είναι τόσο περιορισμένες που δεν επιτρέπουν υπερπόντια ανάπτυξη δυνάμεων. Οι χερσαίες δυνάμεις όμως αποδείχθηκαν αποτελεσματικές και η ηγεσία της χώρας αποφασιστική.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 01/09/2008)