Ένα πρόβλημα που απασχολεί το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ εξοχήν όσους δραστηριοποιούνται στο επιχειρείν, είναι οι υπέρογκες αυξήσεις στα τιμολόγια ενέργειας τα προηγούμενα χρόνια

Το υψηλό κόστος ενέργειας μπορεί να αντιμετωπιστεί με την εγκατάσταση συστημάτων ΑΠΕ από επιχειρήσεις, την κατάργηση του πλαφόν στα διμερή συμβόλαια των βιομηχανιών με παραγωγούς, την επιτάχυνση της έγκρισης του μηχανισμού κρατικής ενίσχυσης των βιομηχανικών PPAs, την επαναφορά των χρεώσεων ΥΚΩ στα προ κρίσης επίπεδα και την ειδική πρόβλεψη για προστασία των επιχειρήσεων από την πιθανή αύξηση των τιμών” αναφέρει η διοίκηση του Συνδέσμου.

Να σημειωθεί ότι ο ΣΒΕ είναι πια κοινωνικός εταίρος, ο μόνος μάλιστα κοινωνικός εταίρος της περιφέρειας και βασικός εκπρόσωπος της περιφερειακής βιομηχανίας. “Δουλεύουμε για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα του χώρου και να βελτιώσουμε το επιχειρηματικό περιβάλλον. Κι αφετέρου να λαμβάνουμε μέρος στις συλλογικές διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, συμμετέχοντας γόνιμα στον δημόσιο διάλογο για την οικονομία και την κοινωνία μας. Να συν-διαμορφώνουμε, δηλαδή, την ελληνική κοινωνία” αναφέρει η διοίκησή του ΣΒΕ που τονίζει ότι τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε εκτεταμένη αποβιομηχάνιση της χώρας, ωστόσο, παραμένουν, ακόμη, “ηρωικές” επιχειρήσεις που συνεχίζουν σε πείσμα των καιρών να επιμένουν, κόντα σε προκλήσεις μεγάλες, όπως η έλλειψη υποδομών, το ακριβό κόστος χρήματος, η έλλειψη εργατικού δυναμικού. 

Χαρακτηριστικά, η Λουκόια Σαράντη, τόνισε, ότι σε μεγάλο μέρος της ελληνικής περιφέρειας, διαπιστώνονται σημαντικές ελλείψεις, ενώ η κακή ποιότητα των δικτύων και του ηλεκτρικού ρεύματος αποτελούν μόνιμο πρόβλημα, προτείνοντας την ενίσχυση της χωρητικότητας του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, την αναβάθμιση των υποδομών internet υψηλών ταχυτήτων, την γενικότερη αναβάθμιση των υποδομών.

Είπε, δε, ότι σε μια εποχή με αλλεπάλληλες κρίσεις η διαρκής αβεβαιότητα αποτελεί τη νέα κανονικότητα, “μια και περάσαμε από την υγειονομική κρίση στην ενεργειακή κρίση, από τις πυρκαγιές στις πλημμύρες, ενώ τις δυσάρεστες γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία διαδέχθηκαν πρόσφατα αυτές στη Μέση Ανατολή”

“Δυστυχώς, αυτή είναι η σύγχρονη πραγματικότητα και σε αυτή καλείται η ελληνική οικονομία, και κατ᾽ επέκταση η ελληνική βιομηχανία, να την κατανοήσει και να προσαρμοστεί το ταχύτερο δυνατό δημιουργώντας ένα πλαίσιο σταθερότητας και ανάπτυξης” συμπληρωσε.

"Η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας αποτελεί αδήριτη ανάγκη, ούτως ώστε να επιταχυνθεί η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Ο στόχος της αύξησης των εξαγωγών στο 60% του ΑΕΠ έως το 2030 εξαρτάται απολύτως από την ενίσχυση της εξωστρέφειας του παραγωγικού συστήματος της χώρας και την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Χρειάζεται όμως, πέρα από την ταχύτατη εξειδίκευση της «Εθνικής Στρατηγικής για τη Βιομηχανία», δημιουργία φιλικού νομοθετικού πλαισίου για τις επενδύσεις και κωδικοποίηση του, ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης και μείωση της φοροδιαφυγής. Είναι σημαντικό να δοθεί μια ανάσα στις επιχειρήσεις, με κατάργηση ειδικών τελών και επιβαρύνσεων -όπως π.χ. η εισφορά ποσοστού 0,6% της ΑΝΕ 128 στα δάνεια” αναφέρει ο ΣΒΕ εστιάζοντας στο ντεχνολογικό χάσμα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βόρειας Αμερικής, που εξακολουθεί να υφίσταται και πλήττει την πατρίδα μας.

“Αυξημένη χρηματοδότηση σε ερευνητικά προγράμματα σχετικά με την τεχνολογική ανάπτυξη, παροχή ειδικών και αυξημένων κινήτρων για προσέλκυση ξένων επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας, δημιουργία προγραμμάτων ανάσχεσης του brain drain και προσέλκυσης Ελλήνων του εξωτερικού και αλλοδαπών στελεχών υψηλής εξειδίκευσης, είναι προτάσεις που μπορούν να μειώσουν το «τεχνολογικό έλλειμμα» της χώρας μας” τονίζει ο ΣΒΕ.

Η ΕΕ

Υπενθυμίζεται ότι η ίδια η Κομισιόν στο έγγραφο προετοιμασίας για τις πρόσφατες συναντήσεις του Eurogroup έθετε μετ΄ επιτάσεως τα ζητήματα ayt;a. Όπως ανέφερε, ειδικότερα, το ειδικό ενημερωτικό σημείωμα της Κομισιόν:  “Οι τιμές της ενέργειας έχουν μειωθεί από την κορύφωσή τους, αλλά είναι πιθανό να είναι υψηλότερες από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν, με μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες”.  “Στοιχεία από την έρευνα επενδύσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων δείχνει μια ισχυρή αύξηση του ποσοστού των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι το ενεργειακό κόστος αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για το μακροπρόθεσμο επενδυτικό τους σχέδιο, καθώς αυξάνεται από 28% στο 59% των επιχειρήσεων της ΕΕ μέσα σε ένα έτος”, υπογράμμιζε η Κομισιόν.  

“Η υιοθέτηση ενός οικονομικού μοντέλου λιγότερο εξαρτώμενου από την ενέργεια και τον άνθρακα μπορεί να είναι επωφελής, αν και συνοδεύεται από προκλήσεις: κατά τη διάρκεια της στροφής, οι αλλαγές στην παραγωγή θα συνεπάγονται απώλειες θέσεων εργασίας, έστω και σε συνθήκες στενότητας των αγορών εργασίας”, υπογράμιζε η Κομισιόν.

Να σημειωθεί ότι από την πλευρά του χθες  ο  Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, ο οποίος συμμετείχε στις τελευταίες συνεδριάσεις του Eurogroup και του ECOFIN στις Βρυξέλλες, μιλώντας για το θέμα του αντικτύπου των τιμών ενέργειας στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, έθεσε τα θέματα του συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών, της ενίσχυσης των δράσεων για την ενεργειακή κάλυψης τη ΝΑ Ευρώπης αλλά και της άρσης φαινομένων “εσωτερικού ανταγωνισμού” στην ΕΕ. Χαρακτηριστικά, τόνισε ότι “η ενεργειακή κρίση αναδεικνύει με επιτακτικό τρόπο την ανάγκη μιας πραγματικά κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στην ενέργεια. Οι ανάγκες της οικονομίας το επιβάλλουν”.

Στην παρέμβαση του, πάντως, στη συνεδρίαση του Eurogrup, ο κ. Χατζηδάκης ανέφερε ότι η ΕΕ πρέπει να κινηθεί σε 2 άξονες: Ο πρώτος είναι κοινός προγραμματισμός για τα ενεργειακά δίκτυα με κέντρα παραγωγής γεωγραφικά κατανεμημένα. Και ο δεύτερος είναι ο ενιαίος οικονομικός σχεδιασμός για να υπάρχουν οικονομίες κλίμακος και να σταματήσει το φαινόμενο της έμμεσης υπονόμευσης των σχεδίων μιας χώρας από άλλες. 

Ο κ. Χατζηδάκης σημείωσε ότι σε αυτό το πλαίσιο είναι σκόπιμο να προωθηθεί η ενεργειακή διασύνδεση της Ευρώπης με τις χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου (Αίγυπτο, Ισραήλ), τονίζοντας ότι πέρα από την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετούνται και τα γεωπολιτικά συμφέροντα της ΕΕ.