Η κατάρρευση του ευρωπαϊκού τομέα χάλυβα της προηγούμενης δεκαετίας, φαίνεται τώρα να έρχεται και στις ευρωπαϊκές εταιρείες λιπασμάτων, καθώς οι Ευρωβουλευτές δε δείχνουν αποφασιστικοί ως προς το αν θα πρέπει να συμπεριλάβουν τα φθηνότερα λιπάσματα από τη Ρωσία στον κατάλογο των απαγορευμένων εισαγωγών. Όπως και με τον χάλυβα της ΕΕ πριν από μια δεκαετία, όταν η Ευρώπη απέτυχε να αντιμετωπίσει την αθέμιτη στρατηγική ανταγωνισμού της Κίνας, πολλά από τα εργοστάσια λιπασμάτων της Ευρώπης έχουν ήδη κλείσει ή έχουν μειωμένη παραγωγική ικανότητα.
Ενεργειακή και διατροφική κυριαρχία
Το EURACTIV μίλησε σε βάθος με τον νέο πρόεδρο της Fertilizers Europe, Leo Alders, ο οποίος δήλωσε μεταξύ άλλων: «Εάν η Ευρώπη θέλει να διασφαλίσει τη διατροφική κυριαρχία, πρέπει να διατηρήσει ανθεκτικές εγχώριες αλυσίδες παραγωγής με ελαχιστοποιημένη εξάρτηση από τις εισαγωγές. Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η αύξηση των εισαγωγών λιπασμάτων από τη Ρωσία έχει αποδυναμώσει την επισιτιστική ασφάλεια της ΕΕ. Ένας λόγος είναι ότι ο τομέας των λιπασμάτων είναι μεγάλος καταναλωτής ενέργειας».
Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσίασε σημαντικές μεταβολές στις εισαγωγές λιπασμάτων από τη Ρωσία κατά τη διάρκεια του 2022-23. Οι εισαγωγές αζώτου στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά 34% σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο. Οι εισαγωγές ουρίας εκτινάχθηκαν κατά 53%, διπλασιάζοντας ουσιαστικά τις ποσότητες που είχαν καταγραφεί την περίοδο 2020-2021. Η Ρωσία συνέβαλε σημαντικά, με το 40% των εισαγωγών ουρίας να προέρχεται από εκεί.
Αν και η τάση επιβραδύνθηκε ελαφρώς κατά την τρέχουσα περίοδο, η ρωσική ουρία εξακολουθεί να αποτελεί σχεδόν το ένα τρίτο των συνολικών εισαγωγών.
Η Ευρώπη κατάφερε να μειώσει γρήγορα την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία. Ωστόσο, το επίτευγμα αυτό είχε σημαντικό κόστος τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις βιομηχανίες. Η βιομηχανία λιπασμάτων ανησυχεί τώρα έντονα για την επανάληψη του ίδιου προτύπου εξάρτησης για τα λιπάσματα.
Η εισαγωγή λιπασμάτων από τη Ρωσία, ή άλλες περιοχές, στην Ευρώπη δεν αφορά μόνο το όφελος από το χαμηλότερο εξωτερικό ενεργειακό κόστος, αλλά υπάρχει και ο σημαντικός κίνδυνος υψηλότερου περιβαλλοντικού κόστους. Τα εισαγόμενα λιπάσματα τείνουν να έχουν πολύ υψηλότερο αποτύπωμα άνθρακα (περίπου 50-60% υψηλότερο) σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή παραγωγή.
Φόρουμ στρατηγικού διαλόγου
Στα τέλη Ιανουαρίου, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, εγκαινίασε τον Στρατηγικό Διάλογο για το μέλλον της γεωργίας, ένα νέο φόρουμ που πρωτοανακοινώθηκε στην ομιλία της για την κατάσταση της Ένωσης το 2023. Στόχος του Στρατηγικού Διαλόγου είναι να διαμορφώσει ένα συλλογικό όραμα για το γεωργικό και διατροφικό σύστημα της ΕΕ, αντιμετωπίζοντας ακανθώδεις προκλήσεις όπως η εξασφάλιση δίκαιων μέσων διαβίωσης για τους γεωργούς, η βιώσιμη γεωργία, η αξιοποίηση της γνώσης και της τεχνολογίας και η προώθηση ενός ανταγωνιστικού διατροφικού συστήματος της ΕΕ.
Ο Alders, επίσης διευθύνων σύμβουλος της LAT Nitrogen, μίλησε στο EURACTIV μετά τη συμμετοχή του στο φόρουμ με την πρόεδρο von der Leyen.
Εξήγησε ότι οι συζητήσεις για τον Στρατηγικό Διάλογο διεξάγονται σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού, όπου η ανάγκη για τρόφιμα θα αυξηθεί, αλλά ταυτόχρονα, λόγω της κλιματικής αλλαγής, η καλλιεργήσιμη γη θα μειωθεί. Αυτό, λέει, σημαίνει ότι υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερη αποδοτικότητα και τα θρεπτικά συστατικά θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη αυτής της αποδοτικότητας.
«Καθώς οι θερμοκρασίες αυξάνονται, αλλάζει το μέλλον μας. Αναδύονται hotspots σε όλη την Ευρώπη, κυρίως στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Κατά συνέπεια, θα παράγουν λιγότερο, οπότε χρειαζόμαστε πραγματικά μια πολιτική που να διασφαλίζει ότι τα τρόφιμα θα μπορούν να παράγονται στην Ευρώπη στο μέλλον».
Αποφυγή της πόλωσης
Η πρόεδρος της Κομισιόν δήλωσε πως ένας στόχος του φόρουμ ήταν να αποφευχθεί η πόλωση γι’ αυτό και θέλει να τους συγκεντρώσει όλους μαζί ώστε να συζητήσουν πώς μπορούν να διευρυνθούν οι συμμαχίες στον γεωργικό τομέα.
Ο Alders μιλώντας στο Euractiv παρατήρησε τα εξής: «Αν υπάρχει ένας συγκεκριμένος στόχος, αυτός είναι να επιτευχθεί ένα τελικό σημείο όπου θα επιτευχθεί συναίνεση για το τι πρέπει να αλλάξει στην Ευρώπη, και αυτό που ένιωσα στην πρώτη συνάντηση είναι ότι όλοι στην αίθουσα ήταν ευθυγραμμισμένοι ως προς τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης. Μιλήσαμε πολύ για την ανάγκη να αναλάβουμε δράση για την κλιματική αλλαγή, να καταστήσουμε τον τομέα πιο βιώσιμο και να εργαστούμε για την ανταγωνιστικότητα όλων των ενδιαφερομένων στην αλυσίδα αξίας.»
Η πορεία απεξάρτησης από τον άνθρακα
Καθώς η Ευρώπη έχει ήδη δεσμευτεί να χρηματοδοτήσει τη διαδρομή της απαλλαγής από τον άνθρακα, η κατεύθυνση είναι σαφής, αλλά ο Alders λέει ότι η χρηματοδότηση δεν καλύπτει πλήρως το κόστος μετατροπής.
«Αν θέλετε να κάνετε τα λιπάσματα της Ευρώπης πράσινα, θα απαιτηθούν πολλές τεχνολογικές μετατροπές», είπε.
«Η τεχνολογική μετατροπή απαιτεί πολλά κεφάλαια, γεγονός που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της γεωργίας, σε μια εποχή που η ανταγωνιστικότητα των τροφίμων στην Ευρώπη βρίσκεται ήδη υπό πίεση – οι Βρυξέλλες και το Παρίσι είδαν την ωμή πλευρά αυτής της πίεσης τις τελευταίες ημέρες με μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεις στους δρόμους», πρόσθεσε ο ίδιος.
Πολλές προκλήσεις παραμένουν
Ο Alders δήλωσε ότι ως τομέας η βιομηχανία λιπασμάτων προσφέρει μια εργαλειοθήκη ψηφιακής γεωργίας, λιπασμάτων αυξημένης απόδοσης και συμβουλευτικών υπηρεσιών για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι ο τομέας επιθυμεί να δει μια ειδική ροή χρηματοδότησης για τη χρηματοδότηση καθαρών λιπασμάτων, η οποία συνδέεται επίσης με την αποδοτικότητα των θρεπτικών συστατικών.
«Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των θρεπτικών συστατικών, πιστεύουμε ότι η Ευρώπη μπορεί ακόμη να βελτιώσει πολλά και αναμένουμε πρόοδο με το σχέδιο διαχείρισης θρεπτικών συστατικών της ΕΕ, το οποίο βρίσκεται υπό ανάπτυξη», παρατήρησε.
Μιλώντας μετά την ειδική συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 1ης Φεβρουαρίου, η Πρόεδρος von der Leyen εξήρε τη δυναμική των Ευρωπαίων γεωργών, περιγράφοντας την πρόκληση που αντιμετωπίζουν ως «μια πολύ σύνθετη προσπάθεια».
Η ίδια δήλωσε τα εξής: «Το 2022, η παραγωγικότητα βελτιώθηκε κατά 13%, χάρη στις προσπάθειές τους. (…) Πέρυσι πάλι, οι εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων αυξήθηκαν κατά 5%. Έτσι, νομίζω ότι είναι δίκαιο να πούμε ότι οι αγρότες μας έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα απέναντι στις πρόσφατες κρίσεις. Όμως, πολλές προκλήσεις παραμένουν».
(από euractiv.gr)