Μοχλός Πιέσεως τα Ελληνοτουρκικά

Τα πρόσφατα επεισόδια στα θαλάσσια σύνορα της χώρας, όπου σκάφη της τουρκικής ακτοφυλακής ευρέθησαν να μετέχουν ή να καλύπτουν την μεταφορά λαθρομεταναστών, αποτελούν μικρή μόνον ένδειξη του γεγονότος ότι η εξ ανατολών γείτων αποτελεί την διαρκή απειλή, την οποία δεν πρέπει να ξεχνούμε κατά τον οιονδήποτε σχεδιασμό της εξωτερικής μας πολιτικής.
Του Ευθ. Π. Πέτρου
Τετ, 17 Σεπτεμβρίου 2008 - 10:18

Τα πρόσφατα επεισόδια στα θαλάσσια σύνορα της χώρας, όπου σκάφη της τουρκικής ακτοφυλακής ευρέθησαν να μετέχουν ή να καλύπτουν την μεταφορά λαθρομεταναστών, αποτελούν μικρή μόνον ένδειξη του γεγονότος ότι η εξ ανατολών γείτων αποτελεί την διαρκή απειλή, την οποία δεν πρέπει να ξεχνούμε κατά τον οιονδήποτε σχεδιασμό της εξωτερικής μας πολιτικής.

Η διαρκής έντασις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελεί εύκολο μοχλό πιέσεως η έντεχνος χρήσις του οποίου από συγκεκριμένα κέντρα του εξωτερικού, μπορεί ευκόλως να αποπροσανατολίση την διεθνή στρατηγική και τους στόχους μας. Επιπροσθέτως οι εσωτερικές αντιπαλότητες και η εντεινομένη μάχη των πόλων εξουσίας στην Άγκυρα μπορεί να εύρουν προσωρινή εκτόνωση σε ελληνοτουρκικές κρίσεις.

Το οξύμωρο είναι βέβαια ότι στις περιπτώσεις αυτές, οι πρώτοι που σπεύδουν να παρέμβουν πυροσβεστικώς είναι οι ίδιοι διεθνείς κύκλοι, που σε άλλες περιπτώσεις υποδαυλίζουν την ένταση…

Στην προκειμένη περίπτωση, θα έπρεπε να μας απασχολήση το τι μπορεί να υποκρύπτη η απροκάλυπτη συμμετοχή τουρκικών κρατικών αρχών σε καταφανώς παράνομη δραστηριότητα. Ασφαλώς ούτε έγιναν ξαφνικά απρόσεκτοι και τους πιάνουμε, ούτε και είναι η πρώτη φορά που εμπλέκονται στην προώθηση λαθρομεταναστών προς την Ελλάδα. Είτε δια θαλάσσης, είτε δια ξηράς.

Ένα ενδεχόμενο που δεν αποκλείεται είναι, είτε για λόγους εσωτερικούς είτε διότι έτσι εξυπηρετείται μια ευρύτερη σκοπιμότης, να θέλουν να υποδαυλίσουν μιαν ένταση. Οπότε θα πρέπει να επιδείξουμε εξαιρετική αυτοσυγκράτηση αφ’ ενός, και να προετοιμασθούμε για περισσότερες προκλήσεις στο άμεσο μέλλον.

Μπορεί όμως οι ενέργειες αυτές να αποσκοπούν στην βολιδοσκόπηση της αποφασιστικότητός μας και να είναι προετοιμασία για άλλες κινήσεις, στρατηγικής ενδεχομένως σημασίας. Οπότε θα πρέπει η αντίδρασίς μας να είναι άμεση προκειμένου να αποθαρρυνθούν από του να συνεχίσουν.

Έχουν άραγε αυτά τα ερωτήματα απασχολήσει τα αρμόδια υπουργεία και κλιμάκια; Έχουν κινητοποιηθή οι μηχανισμοί χειρισμού κρίσεως ή οι εξελίξεις επαφίενται στην ψυχραιμία ή το θάρρος ενός τοπικού διοικητού, ο οποίος ούτε κατά διάνοιαν μπορεί να έχη υπ’ όψει του την πλήρη εικόνα της καταστάσεως. 

Προκειμένου όμως, σε κεντρικό τουλάχιστον επίπεδο να υπάρχη ολοκληρωμένη εκτίμησις των δεδομένων, θα έπρεπε να έχουμε ανατρέξει στην ιστορία των μεταπτώσεων των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, κατά την τελευταία 35ετία τουλάχιστον. Και τούτο προκειμένου να προσδιορίσουμε την σχέση των περιόδων εντάσεως με το πλέγμα των διεθνών προβλημάτων, αλλά και την εκάστοτε στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι σε αυτά.

Το εύκολο συμπέρασμα, στο οποίο για την ώρα θα περιορισθούμε, είναι ότι σε περιόδους ομαλότητος για την διεθνή κοινότητα είναι εύκολο να παραμείνουν υπό έλεγχο και τα ελληνοτουρκικά. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν υπάρχουν ευρύτερες περιπλοκές. Πόσο μάλλον που σήμερα ευρισκόμεθα προ του ενδεχομένου καταλυτικών γεωπολιτικών ανακατατάξεων, με θρυαλλίδα τα γεγονότα του Καυκάσου.

Δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ορισμένα πράγματα δεδομένα. Έτσι ουδέποτε ο σχεδιασμός μας, ούτως ή άλλως ρηχός και βραχυπρόθεσμος, έχει λάβει υπ’ όψη του τις ενδεχόμενες περιπλοκές εξ αιτίας της Τουρκίας. Φθάνει που αφήσαμε την εκκρεμότητα του Σκοπιανού, το οποίο σήμερα έχει προστεθή στις δυνατότητες που έχουν κάποια κέντρα για την άσκηση πιέσεων εις βάρος μας.

Τώρα όμως είμεθα υποχρεωμένοι να λάβουμε αποφάσεις, από τις οποίες θα εξαρτηθή σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της Βαλκανικής. Ευρισκόμεθα στο σταυροδρόμι των αναδυομένων ενεργειακών οδών και στο μεταίχμιο ανακατατάξεων, οι οποίες ήδη έχουν δείξει την ανεπάρκεια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ως ρυθμιστού γεωπολιτικών δεδομένων στην περιοχή αμέσου ενδιαφέροντος της γηραιάς ηπείρου.

Όσο για το ΝΑΤΟ, το μόνο βέβαιο είναι ότι θα συνεχίση την προσπάθεια υποστηρίξεως της αμερικανικής πολιτικής για διείσδυση στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, ενώ θα εντείνεται η εφαρμογή του αμφιλεγομένου προγράμματος της αντιβαλλιστικής ασπίδος. Ίσως να μην είναι ευρύτερα γνωστό, αλλά η Ελλάς περιλαμβάνεται στην αμέσως επομένη φάση αναπτύξεως του προγράμματος αυτού. Είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτό; Θα επιλέξουμε να έλθουμε σε ρήξη με τους Αμερικανούς, αρνούμενοι να μετάσχουμε στο πρόγραμμα; Έχει αναζητήσει κανείς την εξισορροπητική λύση, η οποία οπωσδήποτε υπάρχει; Ή μήπως απλώς ελπίζουμε ότι η καταιγίς θα μας προσπεράση;

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 15/09/2008)