Η εβδομάδα που πέρασε πιθανώς να μείνει στην ιστορία ως η πλέον πολυτάραχη για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο προς στιγμήν απειλήθηκε με πλήρη κατάρρευση. Με επίκεντρο την Wall Street και το US Treasury οι εξελίξεις άφησαν άναυδους όχι μόνο το ευρύ επενδυτικό κοινό αλλά και τους τραπεζίτες, ιδιαίτερα αυτούς των Κεντρικών Τραπεζών σε Ευρώπη, Ιαπωνία και Ρωσία

Η εβδομάδα που πέρασε πιθανώς να μείνει στην ιστορία ως η πλέον πολυτάραχη για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο προς στιγμήν απειλήθηκε με πλήρη κατάρρευση. Με επίκεντρο την Wall Street και το US Treasury οι εξελίξεις άφησαν άναυδους όχι μόνο το ευρύ επενδυτικό κοινό αλλά και τους τραπεζίτες, ιδιαίτερα αυτούς των Κεντρικών Τραπεζών σε Ευρώπη, Ιαπωνία και Ρωσία οι οποίοι εκλήθησαν να παρέξουν και αυτοί κεφάλαια προς τις ιδιωτικές τράπεζες για να αποφευχθούν γενικευμένες χρεοκοπήσεις.

Με σημείο αναφοράς την χρεωκοπία της διεθνώς αναγνωρισμένης Αμερικανικής επενδυτικής τράπεζες Lehman Brothers και την βίαιη διάσωση του ασφαλιστικού κολοσσού AIG, η κρίση απλώθηκε στην συνέχεια στα χρηματιστήρια τα οποία εβυθίστησαν απόλυτα συντονισμένα σε όλη την υφήλιο. Γιατί απλούστατα οι αγορές δεν είχαν πεισθεί, ότι η κρίση είναι προσωρινή. Η περιορισμένη ανάκαμψη τους την περασμένη Παρασκευή οφείλεται στην σθεναρή στάση της Αμερικανικής κυβέρνησης η οποία ήτο αποφασισμένη να μην αφήσει το σύστημα να καταρρεύσει (βλέπε AIG) αλλά και να δώσει και τα απαραίτητα μαθήματα όπου χρειάζονται (Lehman Brothers).

Πολλοί υποστηρίζουν ότι μετά την τεράστια επέμβαση της Αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία διοχέτευσε σταδιακά στις εμπορικές τράπεζες το απίστευτο ποσό των $500 δισεκ. μέσα σε τέσσερις μόνο ημέρες για να ενισχύσει την ρευστότητά τους – χρήματα που θα επιστραφούν από τις τράπεζες υπό μορφή δανείων – η κρίση οδηγείται προς το τέλος της. Άλλοι πάλι το αμφισβητούν σφόδρα αφού λένε ότι το πρόβλημα είναι συστημικό και άρα επεμβάσεις της μιας ημέρας ή νύκτας δεν πρόκειται να αλλάξουν την τροπή των πραγμάτων.

Οι εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδας με σημείο αναφοράς τις χρηματαγορές στις ΗΠΑ, κλιμάκωσαν την πίεση στις πιστωτικές αγορές, οδηγώντας σε υπερδιπλασιασμό του διατραπεζικού επιτοκίου μιας ημέρας του δολαρίου (O/N LIBOR) στην αρχή της εβδομάδας, ενώ οι χρηματιστηριακές αγορές σημείωσαν απότομη και μεγάλη πτώση. Η αβεβαιότητα που εξακολουθεί να επικρατεί όσον αφορά την τύχη μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην άντληση κεφαλαίων, στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και στην εξομάλυνση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι η εμπιστοσύνη του χρηματοπιστωτικού συστήματος έφθασε στο Ναδίρ την εβδομάδα που πέρασε αφού οι τράπεζες ηρνούντο να δανείσει η μία την άλλη, όπως συνηθίζεται, μη έχοντας πλέον εμπιστοσύνη για την αποπληρωμή των δανεικών. 

Όπως παρατηρεί η διεθνής οικονομολόγος κ. Μιράντα Ξαφά σε χθεσινό άρθρο της (το οποίο το Energia.gr το αναδημοσιεύει αυτούσιο πιο κάτω) «Για να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, χρειάζεται μια πιο συστηματική προσπάθεια επιμερισμού των ζημιών μεταξύ μετόχων, ομολογιούχων και φορολογουμένων. Εκεί αποβλέπει η διαφαινόμενη δημιουργία ενός κρατικού φορέα στην Αμερική (Resolution Trust) που θα απορροφήσει τα προβληματικά σύνθετα προϊόντα και παράγωγα επιβαρύνοντας το δημόσιο χρέος».

Ορισμένοι θεωρούν ότι οι υψηλές τιμές πετρελαίου και των πρώτων υλών γενικότερα ήσαν οι προάγγελοι της κρίσης ενώ δεν είναι ολίγοι που θεωρούν την σοβαρή ανατίμηση των πρώτων υλών εντός του 2008 ως και την αιτία που προκάλεσε την κρίση, λόγω του υψηλού βαθμού κερδοσκοπίας.

Τίποτα το αναληθέστερο αφού είναι ξεκάθαρο πλέον ότι η κρίση προκλήθηκε από τα σύνθετα επενδυτικά προϊόντα που είχαν βασισθεί στην subrime αγορά στεγαστικών δανείων και στην ουσία την αδυναμία του Αμερικανικού συστήματος να υποστηρίξει μια εσαεί οικονομική ανάπτυξη βασισμένη στα μέχρι σήμερα αναπτυξιακά πρότυπα.

Αυτό που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συμβεί μέσα στους επόμενους μήνες είναι μία νέα ενίσχυση του πετρελαίου και των πρώτων υλών στις χρηματαγορές, αφού αυτά φαντάζουν ως σταθερές αξίες και ως σανίδα σωτηρίας στην φουρτουνιασμένη θάλασσα των μετοχικών τίτλων και ομολόγων. Με τα θεμελιώδη στοιχεία της αγοράς ενέργειας να μην έχουν αλλάξει ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, και με την οικονομική ανάπτυξη να εξακολουθεί να τρέχει με υψηλούς ρυθμούς στις χώρες του BRIC, οι τιμές του αργού όχι μόνο θα κρατηθούν στο επίπεδο των $100 το βαρέλι αλλά αναμένεται ότι σύντομα θα αρχίσουν να κινούνται ανοδικά προς μία νέα ζώνη στήριξης, OPEC βοηθούντος και Ρωσίας θέλοντος.