Οι μεγάλες τράπεζες του κόσμου ενίσχυσαν τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, με σχεδόν 7 τρισ. δολάρια μετά την «πράσινη» Συμφωνία του Παρισιού, αποκαλύπτει νέα έρευνα. Το 2016 στη γαλλική πρωτεύουσα, 196 χώρες συμφώνησαν στον περιορισμό της παγκόσμιας θέρμανσης ως αποτέλεσμα των εκπομπών άνθρακα στο μέγιστο των 2 βαθμών Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, με ιδανικό όριο τον 1,5 βαθμό Κελσίου για την πρόληψη των χειρότερων επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης

Πολλές χώρες υποσχέθηκαν έκτοτε να μειώσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα, η τελευταία έρευνα ωστόσο δείχνει ότι ιδιωτικά συμφέροντα συνέχισαν να χρηματοδοτούν εταιρείες πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα. Οκτώ στους δέκα από τους πιο διακεκριμένους επιστήμονες του κόσμου προβλέπουν άνοδο της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά τουλάχιστον 2,5 βαθμούς Κελσίου, σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας του Guardian, αύξηση που αναμένεται να οδηγήσει σε καταστροφικές συνέπειες για τον πολιτισμό.

Ερευνητές ανέλυσαν τις 60 κορυφαίες τράπεζες του κόσμου και τις αναδοχές και τα δάνεια σε περισσότερους από 4.200 κολοσσούς και εταιρείες ορυκτών καυσίμων που προκαλούν την υποβάθμιση του Αμαζονίου και της Αρκτικής. Αυτές οι τράπεζες, όπως διαπίστωσαν, έδωσαν 6,9 τρισ. δολάρια σε εταιρείες πετρελαίου, άνθρακα και φυσικού αερίου, σχεδόν τα μισά από τα οποία –3,3 τρισ. δολάρια– διατέθηκαν για την επέκταση του κλάδου των ορυκτών καυσίμων. Ακόμη και το 2023, δύο χρόνια αφότου πολλές μεγάλες τράπεζες υποσχέθηκαν να εργαστούν για τη μείωση των εκπομπών ως μέρος του σχεδίου «Net Zero Banking Alliance», η τραπεζική χρηματοδότηση στις εταιρείες ορυκτών καυσίμων ήταν 705 δισ. δολάρια, αναφέρει η έκθεση.

Οι αμερικανικές τράπεζες ήταν οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες της βιομηχανίας, συνεισφέροντας το 30% του συνόλου που χορηγήθηκε το 2023, σύμφωνα με την έκθεση. Πρώτη στη λίστα η JP Morgan Chase, που παρείχε 40,8 δισ. δολάρια σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων το 2023, ενώ η Bank of America καταλαμβάνει την τρίτη θέση. Ο δεύτερος μεγαλύτερος χρηματοδότης ορυκτών καυσίμων στον κόσμο ήταν η ιαπωνική τράπεζα Mizuho, η οποία παρείχε στον κλάδο 37,1 δισ. δολάρια. Η Barclays με έδρα το Λονδίνο ήταν ο μεγαλύτερος χρηματοδότης ορυκτών καυσίμων στην Ευρώπη, με 24,2 δισ. δολάρια, ακολουθούμενη από την ισπανική Santander με 14,5 δισ. δολάρια και τη γερμανική Deutsche Bank με 13,4 δισ. δολάρια. Συνολικά, οι ευρωπαϊκές τράπεζες προσέφεραν λίγο περισσότερο από το ¼ της συνολικής χρηματοδότησης ορυκτών καυσίμων το 2023.

Ο Tομ Γκόλντουθ, εκτελεστικός διευθυντής του Indigenous Environmental Network, που συνέγραψε τη μελέτη, δήλωσε: «Οι χρηματοδότες και οι επενδυτές ορυκτών καυσίμων συνεχίζουν να πυροδοτούν τη φλόγα της κλιματικής κρίσης. Σε συνδυασμό με γενιές αποικιοκρατίας, οι επενδύσεις της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων και των τραπεζικών ιδρυμάτων σε ψευδείς λύσεις δημιουργούν αβάσιμες συνθήκες για όλα τα έμβια όντα στη Μητέρα Γη. Ως αυτόχθονες πληθυσμοί, παραμένουμε στην πρώτη γραμμή της κλιματικής καταστροφής και η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων στοχεύει τα εδάφη μας ως ζώνες θυσίας για να συνεχίσει την εξόρυξη».

Οι επικριτές της έκθεσης είπαν ότι η μεθοδολογία της δεν μπορεί να προσφέρει λεπτομερή γνώση για το τι χρηματοδοτείται και από ποιον. Εκπρόσωποι των Barclays, Bank of America, JP Morgan Chase, Deutsche Bank και Santander τόνισαν ότι υποστηρίζουν τη μετάβαση των πελατών του ενεργειακού τομέα προς πιο βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα.

(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)