Και μάλιστα, αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα, καθώς το πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτοδιατροφικών προϊόντων των τελευταίων ετών οφείλεται εν μέρει σε συγκυριακούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα η αύξηση της τιμής του ελαιολάδου λόγω μειωμένης παραγωγής στην Ισπανία. Κάτι που, αν μη τι άλλο, σημαίνει ότι την επόμενη χρονιά μπορεί να μην επαναληφθεί η αύξηση των εξαγωγών ούτε σε αυτόν τον τομέα. Τα στοιχεία ήδη του πρώτου τριμήνου 2024 δείχνουν επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών τροφίμων και ζώντων ζώων, σε 5% έναντι 15,7% το α΄ τρίμηνο του 2023.
Στην πραγματικότητα, η πορεία των εξαγωγών τα τελευταία χρόνια είναι ένας «καθρέφτης» του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, ένα παραγωγικό μοντέλο που τελικά, παρά τη βαριά και βαθιά οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, δεν άλλαξε όσο θα έπρεπε. Και αυτό διότι, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), οι άμεσες ξένες επενδύσεις μπορεί να αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια, αλλά κατευθύνθηκαν κυρίως στον τουριστικό κλάδο και στον κλάδο των ακινήτων και όχι στον κατεξοχήν παραγωγικό κλάδο, που είναι η βιομηχανία.
Αναμφίβολα, από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) προκύπτει ότι η εικόνα των εξαγωγών σήμερα είναι πολύ καλύτερη ακόμη και από αυτή προ οικονομικής κρίσης. Αλλωστε, το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα ήταν ένα από τα βασικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Το 2008 οι συνολικές εξαγωγές αγαθών της Ελλάδας ανέρχονταν σε 17,36 δισ. ευρώ και οι εισαγωγές σε 60,72 δισ. ευρώ, με συνέπεια το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου να έχει εκτιναχθεί στα 43,36 δισ. ευρώ. Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, το έλλειμμα μειώθηκε αισθητά με τη χαμηλή εσωτερική ζήτηση να παίζει καθοριστικό ρόλο: τόσο διότι προκάλεσε μείωση των εισαγωγών, όσο διότι αρκετές ελληνικές εταιρείες, ακριβώς λόγω της μειωμένης κατανάλωσης εντός Ελλάδας, αναζήτησαν και βρήκαν διέξοδο για τα προϊόντα τους εκτός συνόρων. Το 2015, τη χρονιά που επιβλήθηκαν τα capital controls, οι εξαγωγές ανέρχονταν συνολικά σε 25,50 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές είχαν υποχωρήσει στα 42,60 δισ. ευρώ, με το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου τη χρονιά εκείνη να διαμορφώνεται στα 17,10 δισ. ευρώ.
Οι εξαγωγές των αγροτοδιατροφικών προϊόντων ήταν σε αξία σχεδόν τριπλάσιες το 2023 σε σύγκριση με το 2008, φτάνοντας τα 10,85 δισ. ευρώ από 4,01 δισ. ευρώ και σημειώνοντας την περίοδο 2008-2022 μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 6,7%, ενώ μόνο το 2023 σε σύγκριση με το 2022 η αύξηση ήταν 9,5%. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των εξαγωγών των λοιπών προϊόντων, πλην αγροτοδιατροφικών, ήταν την περίοδο 2008-2022 χαμηλότερος, της τάξης του 5,6%. Ειδικά δε το 2023 οι εξαγωγές των λοιπών αγαθών, πλην πετρελαιοειδών και αγροτοδιατροφικών προϊόντων, κατέγραψαν σημαντική μείωση 4,2%.
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, είμαστε τελευταίοι στις κατά κεφαλήν εξαγωγές μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών με παρόμοιο ή και μικρότερο πληθυσμό από εμάς (π.χ. Πορτογαλία, Σουηδία, Τσεχία, Ισραήλ, Αυστρία, Ελβετία, Ουγγαρία). Επίσης, χώρες που πέρασαν παρόμοια οικονομική κρίση με την Ελλάδα (π.χ. Πορτογαλία) έχουν αυξήσει τις εξαγωγές τους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι το έχει πράξει η ελληνική οικονομία.
Από τα στοιχεία δε για τις εξαγωγές αγροτοδιατροφικών προϊόντων προκύπτει ότι από τις 17 βασικές κατηγορίες, η Ελλάδα παραμένει έντονα ελλειμματική στις 10 εξ αυτών. Το μεγαλύτερο έλλειμμα, 1,52 δισ. ευρώ το 2023, παρατηρείται στα προϊόντα κρέατος, συμπεριλαμβανομένων και των ζώντων ζώων. Εάν, δε, προστεθεί σε αυτά και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο ζωοτροφών (περίπου 600 εκατ. ευρώ), τότε η επιβάρυνση στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αγροτοδιατροφικών προϊόντων υπερβαίνει τα 2 δισ. ευρώ, ποσό σχεδόν ίσο με το πλεόνασμα από τα οπωροκηπευτικά (2,032 δισ. ευρώ το 2023).
Εκτός από τα οπωροκηπευτικά, μεγάλη αύξηση καταγράφηκε το 2023 στην αξία των εξαγωγών ελαιολάδου (σε 1,437 δισ. ευρώ 1,047 δισ. ευρώ το 2022), κάτι που οφείλεται στη μεγάλη πτώση της παραγωγής στην Ισπανία και όχι σε μια σταθερά υψηλή τιμή που θα μπορούσε να έχει το ελληνικό ελαιόλαδο στις διεθνείς αγορές εάν ήταν τυποποιημένο. Οπως σημειώνει το ΚΕΠΕ, κάτι ανάλογο ισχύει και με το βαμβάκι, το οποίο, ενώ ως πρώτη ύλη έχει δυνατότητα να επιτύχει υψηλές τιμές στην παγκόσμια αγορά, η αξία αυτή χάνεται λόγω σοβαρών ελλείψεων στη διαχείρισή του (τυποποίηση-ταξινόμηση).
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")