Ίσως επειδή η παρούσα οικονομική κρίση έχει τη σφραγίδα των μεγάλων κρίσεων του προηγούμενου αιώνα, όπως αυτή της δεκαετίας του 1930, η οποία γέννησε τον «κεΐνσιανισμό», η δραματική επιστροφή του Τζον Μέιναρντ Κέινς σηματοδοτεί σήμερα το τέλος μιας εποχής.

Ίσως επειδή η παρούσα οικονομική κρίση έχει τη σφραγίδα των μεγάλων κρίσεων του προηγούμενου αιώνα, όπως αυτή της δεκαετίας του 1930, η οποία γέννησε τον «κεΐνσιανισμό», η δραματική επιστροφή του Τζον Μέιναρντ Κέινς σηματοδοτεί σήμερα το τέλος μιας εποχής. Ετσι δεν είναι τυχαίο πως στη μητρόπολη του καπιταλισμού το προτεινόμενο σχέδιο διάσωσης «Τara», δηλαδή το σχέδιο διάσωσης των προβληματικών τραπεζών με την απορρόφηση των τοξικών στοιχείων ενεργητικού, έχει ισχυρή δόση «κεϊνσιανισμού». Ο Κέινς ασχολήθηκε με την οικονομική ύφεση και τους κύκλους ανόδου και καθόδου της οικονομίας, εκτιμώντας πως δεν είναι δυνατόν να αυτοϊαθεί μια οικονομία, και μόνο με κρατική παρέμβαση μπορεί να επέλθει ισορροπία. Πρότεινε λοιπόν την άνοδο των δημοσίων δαπανών σε περιόδους κρίσεων για να καλυφθεί μέρος του ελλείμματος ζήτησης το οποίο υπό προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει την οικονομία μακριά από μια θέση ισορροπίας, ενώ η αύξηση των ελλειμμάτων στις κρίσεις αυτά θα χρηματοδοτούνται από πλεονάσματα στις καλύτερες εποχές.

Τα τελευταία 10 χρόνια είδαμε μια τεράστια αύξηση της ανάπτυξης των αναδυόμενων οικονομιών και σημαντικές αλλαγές στη δημογραφική σύνθεση των ανεπτυγμένων οικονομιών, ενώ η τεχνολογία επιτάχυνε την παγκοσμιοποίηση και έδωσε ώθηση στη διαρθρωτική παραγωγικότητα και στην κερδοφορία. Ασυμμετρία σημειώθηκε όμως στο χρηματοοικονομικό σύστημα, που είχε τις ρίζες της στον συνδυασμό και στην αλληλεπίδραση της υπερβάλλουσας ρευστότητας και της έξαρσης της τιτλοποίησης χρεών, τα οποία έθεσαν με τη σειρά τους το κόστος και τη διαθεσιμότητα των πιστώσεων σε τέτοια επίπεδα που υπερτροφοδότησαν την πιστωτική επέκταση και τη «φούσκα» στην αγορά κατοικίας, ενώ παράλληλα οι δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν ως προς το διαθέσιμο εισόδημα.

Καθώς η κρίση πλέον άρχισε να εξελίσσεται, όποια μορφή του σχεδίου «Τara» και αν επιλεγεί, έστω και αν βοηθήσει βραχυχρόνια τις μετοχές, θα οδηγήσει σε αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος των ΗΠΑ γύρω στα 1,5 τρισ. δολάρια (σχεδόν 10% του ΑΕΠ), ενώ το δημόσιο χρέος θα εκτιναχθεί σε 11,5 τρισ. δολάρια, που υποδηλώνουν νέο σκηνικό.

Το σχέδιο, λένε σήμερα οι οικονομολόγοι, θα καταφέρει τελικά να θέσει τις βάσεις για την επούλωση των πληγών, αλλά, όπως δείχνει η ιστορική εμπειρία, αυτό θα πάρει μερικά χρόνια και όχι μερικά τρίμηνα. Παράλληλα, ένας πιο περιορισμένος χρηματοοικονομικός τομέας θα προκύψει, που αυτό σημαίνει μικρότερες πηγές χρηματοδότησης για τα νοικοκυριά, αλλά και για τις επενδύσεις. Ετσι ο κόσμος δείχνει να επιλέγει χαμηλότερη ανάπτυξη με αντιστάθμισμα τη μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα.


(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 26/09/2008)