Ειδικότερα, σε χθεσινό workshop της εταιρείας CLOU – Midea και του Ομίλου ERKA Energy, ο καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Μηχανικών Υπολογιστών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Παντελής Μπίσκας παρουσίασε στοιχεία που δείχνουν ότι ως το το φθινόπωρο του 2025 η απόρριψη της παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ θα σημειώσει άνοδο κατά 40%. Ωστόσο, αν και τότε τοποθετείται η λειτουργία των πρώτων μονάδων αποθήκευσης ενέργειας στην Ελλάδα, το πρόβλημα δεν θα εξαλειφθεί, καθώς τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι, ως το 2030, θα χρειαστούν περικοπές “πράσινης” ηλεκτροπαραγωγής αυξημένες κατά 15%.
Η απόρριψη παραγωγής ηλεκτρισμού από ΑΠΕ, και κατά βάσιν από φωτοβολταϊκά, οφείλεται στο ότι οι μονάδες του συγκεκριμένου είδους “πράσινης ενέργειας” κορυφώνουν την παραγωγή τους τις μεσημεριανές ώρες. Αυτό έχει ως συνέπεια να υπάρχει πλεόνασμα προσφοράς, που υπερκαλύπτει και την εσωτερική ζήτηση αλλά και την ανάγκη εξαγωγών. Η περίσσεια ενέργειας οδηγεί τον ΑΔΜΗΕ να προχωρά σε απόρριψη των συγκεκριμένων ποσοτήτων ώστε να διασφαλιστεί η ευστάθεια του συστήματος και να αποσοβηθεί ο κίνδυνος μπλακ άουτ.
Είναι ευνόητο ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί με την έναρξη λειτουργίας των πρώτων μονάδων αποθήκευσης, ωστόσο μέχρι τότε θα έχουν προστεθεί και άλλες μονάδες ΑΠΕ στο σύστημα της χώρας. Έτσι, η ανάλυση του καθηγητή Μπίσκα δείχνει ότι, από τα 5,4 GW εφέτος το Πάσχα, οι απορρίψεις θα φτάσουν στα 5 με 6 GW την περίοδο Σεπτεμβρίου – Νοεμβρίου 2024, ενώ το αντίστοιχο διάστημα του 2025 θα αυξηθούν στα 8 GW περίπου.
Εξάλλου, όπως τόνισε ο καθηγητής του ΑΠΘ, αν και το ΕΣΕΚ θέτει ως στόχο για την αποθήκευση ενέργειας επιπλέον 3,1 GW ως το 2030, η επίτευξή του δεν θα σταθεί ικανή να περιορίσει τις περικοπές “πράσινης” ενέργειας κάτω από το 15%.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι παράγοντες της αγοράς θεωρούν πως οι απορρίψεις της παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ με τη συνεπαγόμενη αβεβαιότητα στην εξυπηρέτηση δανείων των επενδυτών θα ενισχύσει τις τάσεις εξαγορών και, άρα, συγκεντροποίησης της αγοράς.