Στόχοι της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, η οποία υλοποιείται σταδιακά από το 1999, είναι η παροχή πραγματικών επιλογών σε όλους τους καταναλωτές της Ένωσης, είτε είναι πολίτες είτε επιχειρήσεις, η παροχή νέων επιχειρηματικών ευκαιριών και η αύξηση του διασυνοριακού εμπορίου, ώστε να επιτευχθούν βελτιώσεις αποδοτικότητας, ανταγωνιστικές τιμές και υψηλότερα πρότυπα παρεχόμενων υπηρεσιών, και να ενισχυθεί ταυτόχρονα η ασφάλεια του εφοδιασμού και η αειφορία. Οι ελευθερίες που εγγυάται η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) στους πολίτες της Ένωσης –μεταξύ άλλων η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, η ελευθερία παροχής υπηρεσιών και η ελευθερία εγκατάστασης– είναι δυνατές μόνο στο πλαίσιο της εντελώς ανοικτής αγοράς, η οποία παρέχει σε όλους τους καταναλωτές τη δυνατότητα να επιλέγουν τους προμηθευτές τους ελεύθερα και σε όλους τους προμηθευτές τη δυνατότητα να προμηθεύουν τους πελάτες τους ελεύθερα.
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και η οδηγία (ΕΕ) 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αποτέλεσαν ένα ακόμα βήμα στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με επίκεντρο τους πολίτες και συνέβαλαν στους στόχους της Ένωσης για τη μετάβαση σε ένα σύστημα καθαρής ενέργειας και για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η εσωτερική αγορά φυσικού αερίου θα πρέπει να οικοδομηθεί με βάση τις ίδιες αρχές και, ειδικότερα, να διασφαλίζει ισότιμο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Ειδικότερα, η ενωσιακή ενεργειακή πολιτική θα πρέπει να απευθύνεται σε ευάλωτους πελάτες και να αντιμετωπίζει την ενεργειακή φτώχεια.
Με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η Ένωση δεσμεύτηκε να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Οι κανόνες της εσωτερικής αγοράς για τα αέρια καύσιμα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τον εν λόγω κανονισμό. Συναφώς, η Ένωση έχει καθορίσει τον τρόπο εκσυγχρονισμού των αγορών ενέργειας στο έδαφός της, μεταξύ άλλων όσον αφορά την απανθρακοποίηση των αγορών αερίου, στις ανακοινώσεις της Επιτροπής της 8ης Ιουλίου 2020 με τίτλο «Ενέργεια για μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία: Στρατηγική της ΕΕ για την ενοποίηση του ενεργειακού συστήματος» («στρατηγική της ΕΕ για την ενοποίηση του ενεργειακού συστήματος») και «Στρατηγική για το υδρογόνο για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη» («στρατηγική της ΕΕ για το υδρογόνο»), καθώς και στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Ιουλίου 2020 σχετικά με μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση της αποθήκευσης ενέργειας. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου της Ένωσης για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ταυτόχρονα εξασφαλίζοντας την ασφάλεια του εφοδιασμού και την εύρυθμη λειτουργία των εσωτερικών αγορών φυσικού αερίου και υδρογόνου.
Η παρούσα οδηγία συμπληρώνει συναφή ενωσιακά μέσα πολιτικής και νομοθετικά μέσα, ιδίως εκείνα που προτάθηκαν στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 11ης Δεκεμβρίου 2019 με τίτλο «Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία», όπως οι κανονισμοί (ΕΕ) 2023/85710, (ΕΕ) 2023/95711, (ΕΕ) 2023/180512 και (ΕΕ) 2023/240513 και οι οδηγίες (ΕΕ) 2023/95914, (ΕΕ) 2023/179115 και (ΕΕ) 2023/241316 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που αποσκοπούν να παράσχουν κίνητρα για την απανθρακοποίηση της οικονομίας της Ένωσης και τη διασφάλιση της πορείας της προς μια κλιματικά ουδέτερη Ένωση έως το 2050, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119. Κύριος στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να ευνοηθεί και να διευκολυνθεί η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, με τη διασφάλιση της ανάπτυξης αγοράς υδρογόνου και αποδοτικής αγοράς φυσικού αερίου.
Στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2022, με τίτλο «REPowerEU: Κοινή ευρωπαϊκή δράση για πιο προσιτή οικονομικά, εξασφαλισμένη και βιώσιμη ενέργεια» (REPowerEU), η οποία εκδόθηκε μετά την έναρξη της στρατιωτικής επίθεσης της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, τονίζεται η σημασία της διαφοροποίησης του εφοδιασμού με αέριο με σκοπό την σταδιακή κατάργηση την εξάρτηση της Ένωσης από τη ρωσική ενέργεια. Στην ανακοίνωση αυτή αναγνωρίζεται ότι η αύξηση της παραγωγής βιώσιμου βιομεθανίου και η ανάπτυξη ανανεώσιμου υδρογόνου θα μπορούσαν να παίξουν αποφασιστικό ρόλο και, προς το σκοπό αυτό, κλήθηκαν οι νομοθέτες να εκδώσουν ταχέως την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) .../... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου17+ ·
Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί να διευκολύνει τη διείσδυση των ανανεώσιμων αερίων, των αερίων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών και του υδρογόνου στο ενεργειακό σύστημα, η οποία θα επιτρέψει τη μετάβαση από το ορυκτό αέριο, αλλά και να δώσει στα ανανεώσιμα αέρια, τα αέρια χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών και το υδρογόνο την ευκαιρία να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των κλιματικών στόχων της ΕΕ για το 2030 και της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί επίσης να θεσπίσει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που θα επιτρέπει και θα παρέχει κίνητρα σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά να μεταστραφούν από το ορυκτό αέριο και να σχεδιάσουν τις δραστηριότητές τους για την αποφυγή φαινομένων εγκλωβισμού. και αποσκοπεί στη διασφάλιση μιας σταδιακής και έγκαιρης κατάργησης του ορυκτού αερίου, ιδίως σε όλους τους σχετικούς βιομηχανικούς τομείς και για σκοπούς θέρμανσης.
Η στρατηγική της ΕΕ για το υδρογόνο αναγνωρίζει ότι, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη έχουν διαφορετικές δυνατότητες παραγωγής ανανεώσιμου υδρογόνου, μια ανοικτή και ανταγωνιστική εσωτερική αγορά με ανεμπόδιστο διασυνοριακό εμπόριο συνεπάγεται σημαντικά οφέλη για τον ανταγωνισμό, την οικονομική προσιτότητα και την ασφάλεια του εφοδιασμού. Επιπλέον, η στρατηγική της ΕΕ για το υδρογόνο τονίζει ότι η μετάβαση σε μια ρευστή αγορά με εμπορικές συναλλαγές υδρογόνου που βασίζονται στα βασικά προϊόντα θα διευκολύνει την είσοδο νέων παραγωγών, θα είναι επωφελής για την καλύτερη ενοποίηση με άλλους φορείς ενέργειας και θα δώσει σήματα βιώσιμων τιμών για επενδυτικές και επιχειρησιακές αποφάσεις. Επομένως, οι κανόνες που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να ευνοούν την ανάδυση αγορών υδρογόνου, κόμβων εμπορικών συναλλαγών υδρογόνου που βασίζονται στα βασικά προϊόντα και κόμβων ομαλής εμπορίας. Τυχόν αδικαιολόγητοι σχετικοί φραγμοί θα πρέπει να εξαλειφθούν από τα κράτη μέλη. Το ενδεχόμενο εφαρμογής των υφιστάμενων κανόνων που αναπτύχθηκαν για τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και επέτρεψαν την αποτελεσματική διεξαγωγή εμπορικών δραστηριοτήτων και εμπορίας θα πρέπει να εξεταστεί και για την αγορά υδρογόνου, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αναγνωριστούν οι εγγενείς διαφορές των κανόνων αυτών. Ενώ η παρούσα οδηγία καθορίζει τις γενικές αρχές που ισχύουν για τη λειτουργία της αγοράς υδρογόνου, ενδείκνυται να λαμβάνεται υπόψη το στάδιο ανάπτυξης αυτής της αγοράς κατά την εφαρμογή αυτών των αρχών.
Tέλος, Σύμφωνα με τη στρατηγική της ΕΕ για το υδρογόνο, το ανανεώσιμο υδρογόνο αναμένεται να χρησιμοποιείται σε βάση ευρείας κλίμακας από το 2030 και στο εξής με σκοπό την απανθρακοποίηση ορισμένων τομέων, από την αεροπορία και τη ναυτιλία έως τους βιομηχανικούς τομείς που είναι δύσκολο να απανθρακοποιηθούν. Όλοι οι τελικοί πελάτες που είναι συνδεδεμένοι με συστήματα υδρογόνου θα πρέπει να διαθέτουν τα βασικά δικαιώματα των καταναλωτών που ισχύουν για τους τελικούς πελάτες που είναι συνδεδεμένοι με το σύστημα φυσικού αερίου, όπως το δικαίωμα αλλαγής προμηθευτή και το δικαίωμα σε ακριβείς πληροφορίες τιμολόγησης. Όταν οι πελάτες είναι συνδεδεμένοι με το δίκτυο υδρογόνου, όπως για παράδειγμα οι βιομηχανικοί πελάτες, θα πρέπει να διαθέτουν τα ίδια δικαιώματα προστασίας των καταναλωτών που ισχύουν για τους πελάτες φυσικού αερίου. Ωστόσο, οι διατάξεις για τους καταναλωτές που έχουν σχεδιαστεί για να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή οικιακών πελατών στην αγορά, όπως τα εργαλεία σύγκρισης τιμών και οι ενεργοί πελάτες, δεν θα πρέπει να ισχύουν για το σύστημα υδρογόνου.
Tέλος, σύμφωνα με τη στρατηγική της ΕΕ για το υδρογόνο, προτεραιότητα για την Ένωση είναι η ανάπτυξη ανανεώσιμου υδρογόνου που παράγεται κυρίως από αιολική και ηλιακή ενέργεια. Το ανανεώσιμο υδρογόνο που παράγεται με χρήση ενέργειας από βιομάζα εμπίπτει στον ορισμό του βιοαερίου, όπως ορίζεται στην οδηγία (ΕΕ) 2018/2001. Το ανανεώσιμο υδρογόνο είναι η πλέον συμβατή επιλογή με τον στόχο της Ένωσης για κλιματική ουδετερότητα και μηδενική ρύπανση μακροπρόθεσμα, και παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συνοχή με ένα ενοποιημένο ενεργειακό σύστημα. Ωστόσο, η παραγωγή ανανεώσιμου υδρογόνου δεν είναι πιθανό να κλιμακωθεί αρκετά γρήγορα ώστε να ανταποκριθεί στην αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης υδρογόνου στην Ένωση. Κατά συνέπεια, τα καύσιμα χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, όπως το υδρογόνο χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, μπορούν να συμβάλουν στην ενεργειακή μετάβαση σύμφωνα με τους ενωσιακούς κλιματικούς στόχους, ιδίως βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα για την ταχεία μείωση των εκπομπών των υφιστάμενων καυσίμων, και να στηρίξουν τη μετάβαση των πελατών της Ένωσης σε τομείς που είναι δύσκολο να απανθρακοποιηθούν, στους οποίους δεν διατίθενται ενεργειακά ή οικονομικά αποδοτικότερες επιλογές. Για να υποστηριχθεί η μετάβαση, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί κατώτατο όριο για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου όσον αφορά το υδρογόνο και τα συνθετικά αέρια καύσιμα χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών. Το όριο αυτό θα πρέπει να καταστεί αυστηρότερο για το υδρογόνο που παράγεται σε εγκαταστάσεις που αρχίζουν να λειτουργούν από την 1η Ιανουαρίου 2031, ώστε να ληφθούν υπόψη οι τεχνολογικές εξελίξεις και να ενθαρρυνθεί περισσότερο η δυναμική πρόοδος προς τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από την παραγωγή υδρογόνου.
*Δρ. Νομικής, Δικηγόρος Αθηνών και Μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών.