Λίγες ημέρες πριν από την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, έγραφε στο Foreign Affairs ότι οι συνθήκες στην περιοχή ήταν οι πλέον ήπιες των τελευταίων δεκαετιών. Είχε δίκιο ως προς τη διαπίστωση, αλλά η εκτίμησή του ήταν ατυχής ως προς το «διάβασμα» των δυναμικών που αναπτύσσονταν σε ένα φαινομενικά ελεγχόμενο περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, η μερική ομαλοποίηση των σχέσεων Ιράν – Σαουδικής Αραβίας, η αποδοχή της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο μετά μία και πλέον δεκαετία, η αποτελεσματικότητα των συμφωνιών του Αβραάμ, βάσει των οποίων αραβικά κράτη αναγνώριζαν το Ισραήλ, και η ρεαλιστική προοπτική εξεύρεσης κοινού τόπου ανάμεσα σε Σαουδική Αραβία και Ισραήλ έδιναν νότα αισιοδοξίας ότι, αν μη τι άλλο, η Μέση Ανατολή δεν θα βρισκόταν και πάλι στο επίκεντρο του παγκοσμίου ενδιαφέροντος για αρνητικό λόγο.
Ολα αυτά, βέβαια, αγνοούσαν ή ξεχνούσαν το παλαιστινιακό ζήτημα. Ενώ στους κόλπους των Παλαιστινίων οι ισορροπίες μεταλλάσσονταν, λόγω της αδυναμίας της ηγεσίας της Παλαιστινιακής Αρχής να προσφέρει λύσεις, της απουσίας προοπτικής επίλυσης, εξαιτίας των συνεχών εποικισμών δυνάμει παλαιστινιακών εδαφών, αλλά και της κακομεταχείρισης και της απομόνωσης ενός μεγάλου μέρους του παλαιστινιακού στοιχείου. Επίσης, το συνεχώς ενδυναμωμένο Ιράν έβλεπε στις συμφωνίες αραβικών κρατών με το Ισραήλ μια αλλαγή των συσχετισμών εις βάρος του και έτσι προετοίμαζε μια θεαματική κίνηση για να τορπιλίσει την όποια σταθεροποίηση πάσχιζαν να πετύχουν άλλες δυνάμεις της περιοχής. Εν τω μεταξύ, στο Ισραήλ συντελούνταν μια στροφή προς τα άκρα, η οποία ενισχύθηκε και επιστεγάστηκε μετά την 7η Οκτωβρίου. Οταν ακόμη και μετριοπαθείς πολιτικοί προκρίνουν τη λύση της ομοσπονδίας Ιορδανίας – Παλαιστίνης και Αιγύπτου – Παλαιστίνης, γίνεται αντιληπτή η μετατόπιση προς επικίνδυνες αντιλήψεις. Σύμφωνα μάλιστα με ανάλυση του έγκριτου INSS, η κυβέρνηση του Ισραήλ έχει νεκρώσει τον τραπεζικό τομέα στα παλαιστινιακά εδάφη και έχει αποστερήσει από την Παλαιστινιακή Αρχή έσοδα από φόρους και δασμούς που της ανήκουν.
Ως προς την επόμενη ημέρα, όχι μόνο στη Γάζα, αλλά στο σύνολο της περιοχής, τέσσερις είναι οι κυριότεροι λόγοι που δεν επιτρέπουν αισιόδοξες προβλέψεις. Κατ’ αρχάς, η ανανέωση, που πλέον αποτελεί αναγκαία συνθήκη, τόσο της ισραηλινής πολιτικής σκηνής όσο και κάποιων αραβικών ηγεσιών, θα πάρει χρόνο. Ισως και μια γενιά. Ο μετασχηματισμός της Παλαιστινιακής Αρχής ώστε μια άλλη ηγεσία να διαπραγματευθεί με τους Ισραηλινούς από νέα βάση, επίσης απαιτεί χρόνο. Το διεθνές περιβάλλον, όχι μόνον ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά συνολικά τα πολλά πεδία αντιπαράθεσης ανάμεσα στους ισχυρούς του πλανήτη, καθιστούν σχεδόν αδύνατη τη στοίχιση πίσω από μια πρωτοβουλία για οριστικές διευθετήσεις. Αυτό σημαίνει ότι όσοι βρεθούν απέναντι θα την υπονομεύσουν. Επιπλέον, δεν υπάρχει μια δύναμη με αρκετή επιρροή προκειμένου να επιβάλει, εάν χρειαστεί, την ατζέντα της. Χαρακτηριστικά, οι ΗΠΑ προσπαθούν ανεπιτυχώς να προωθήσουν την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα εδώ και αρκετούς μήνες.
Τελικά, δεν είναι μόνον η αποστασιοποίηση των Αμερικανών και η στροφή τους προς την Ασία, που έχει οδηγήσει τα κράτη της περιοχής να προσεγγίζουν διαφορετικά τον ρόλο και τη θέση της Ουάσιγκτον. Πλέον, αισθάνονται ότι έχουν μεγαλύτερα περιθώρια να αντιστέκονται και να μην ευθυγραμμίζονται μαζί της. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένα εξ αυτών συμμετέχουν πλέον σε έναν σχηματισμό, αυτό των BRICS, που αμφισβητεί την υφιστάμενη διεθνή τάξη πραγμάτων. Αυτή η νέα περιφερειακή πραγματικότητα σταδιακά παγιώνεται, αν και υπάρχει περιθώριο αντιστροφής. Θα προσέθετα τρία σημεία: Πρώτον, μετά τις συμφωνίες του Αβραάμ, εκ των στόχων της αμερικανικής πολιτικής ήταν να ακολουθούσαν συμφωνίες ανάμεσα στα κράτη της περιοχής, χωρίς την παρέμβαση τρίτων. Σήμερα αυτό μοιάζει εξαιρετικά αμφίβολο. Δεύτερον, οι πλουτοπαραγωγοί χώρες του Κόλπου έχουν ενισχύσει ιδιαίτερα το αποτύπωμά τους, μέσω της οικονομικής βοήθειας και της στήριξης καθεστώτων ή ομάδων που τα ίδια ελέγχουν για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων. Και, τρίτον, η Δύση βρίσκεται σε αρνητική θέση σε σχέση με άλλες δυνάμεις, γιατί θεωρείται (αδίκως εν μέρει) διαχρονικά υπεύθυνη τόσο για τα υφιστάμενα προβλήματα όσο και για την αδυναμία διευθέτησης κρίσεων, όπως το Παλαιστινιακό. Ενώ οι υπόλοιποι εξωτερικοί παίκτες, όπως η Κίνα και η Ρωσία, μην έχοντας (φαινομενικά) ουσιαστική εμπλοκή στα περιφερειακά προβλήματα, δεν παίρνουν κάποια ευθύνη και έτσι είναι σχετικά ευπρόσδεκτοι και ο λόγος τους να βρίσκει πλέον μεγαλύτερη απήχηση.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.
(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)