Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο μηνών κυκλοφόρησαν δύο σημαντικές εκθέσεις για την ανασκόπηση της παγκόσμιας ενεργειακής σκήνης. Πρώτα ήταν η «Στατιστική Ανασκόπηση της Παγκόσμιας Ενέργειας 2024» του Energy Institute που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο, και μετά ακολούθησε η «Παγκόσμια Ενεργειακή Προοπτική 2024» της BP που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο

Οι δύο εκθέσεις «είναι καθοριστικής σημασίας για την παροχή ολοκληρωμένων δεδομένων για την παγκόσμια παραγωγή και κατανάλωση πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, καθώς και για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ)».

Μαζί παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για το πού βρίσκεται και πού πηγαίνει ο παγκόσμιος ενεργειακός τομέας.

Στατιστική Ανασκόπηση Παγκόσμιας Ενέργειας

Σύμφωνα με την Ανασκόπηση, η παγκόσμια ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας αυξάνεται ταχύτερα από ό,τι ήλπιζαν πολλοί. Αυξήθηκε κατά 2% το 2023, υψηλότερο από το μέσο όρο του 1,4% κατά τα προηγούμενα 10 χρόνια. Παρόλο που οι ΑΠΕ παρείχαν το 44% αυτής της ανάπτυξης, τα ορυκτά καύσιμα παρείχαν το υπόλοιπο.

Η αντίθεση μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών ήταν έντονη. Το 2023, η ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας μειώθηκε στην πραγματικότητα κατά περισσότερο από 1,5% στις χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά αυξήθηκε κατά 4,3% σε χώρες εκτός-ΟΟΣΑ, με τα ορυκτά καύσιμα να παρέχουν σχεδόν το 80% αυτής της αύξησης.

Στην πραγματικότητα, τα ορυκτά καύσιμα παρείχαν περίπου το 84,5% της ζήτησης πρωτογενούς ενέργειας σε χώρες εκτός-ΟΟΣΑ παρά την ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ. Η ηλιακή και η αιολική παρείχαν λιγότερο από το 6,6% της ζήτησης πρωτογενούς ενέργειας σε χώρες εκτός-ΟΟΣΑ, ακόμη και μετά την αύξηση τους κατά 18% το 2023.

Επιπλέον, η ενεργειακή απόδοση ήταν χαμηλότερη από ό,τι αναμενόταν. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αυξάνεται μόλις κατά 1% ετησίως, σε σύγκριση με το 4% που προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού.

Προφανώς, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα συνεχίσουν να είναι σημαντικά για το παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, ιδίως καθώς η διείσδυση των ΑΠΕ σε τομείς εκτός της ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολύ χαμηλή, ιδιαίτερα στην Ασία και την Αφρική. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 2,5% το 2023, περίπου το ίδιο με το 2022, και αποτέλεσε το 17,4% της παγκόσμιας ζήτησης πρωτογενούς ενέργειας, μόλις οριακά αυξημένη από το 17,3% το 2022. Με αυτόν τον ρυθμό, η ενεργειακή μετάβαση θα είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία.

Οι επενδύσεις σε ΑΠΕ και η ανάπτυξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα ευδοκιμούν. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι ΑΠΕ δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν από μόνες τους την αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας.

Σαφώς, η διατήρηση των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου και της παραγωγής τους για την υποστήριξη αυτής της ζήτησης είναι κρίσιμης σημασίας για την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια. Οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν κάνει αυτό το σημείο ξεκάθαρο, αλλά είναι σημαντικό να βλέπουμε τώρα διεθνείς τράπεζες και δανειστές να καταλήγουν σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα.

Η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας συνεχίζει να αυξάνεται, καθοδηγούμενη από χώρες εκτός-ΟΟΣΑ, και ενώ αυτό συμβαίνει, όπως έδειξε η Ανασκόπηση του EI, ο κόσμος θα χρειαστεί όλη την ενέργεια που μπορεί να ἐχειι.

Η Ανασκόπηση αναφέρει ότι το 2023 η μέση ποσότητα ενέργειας που καταναλώθηκε ανά άτομο στην Αφρική, τη Νότια Ασία και τη Νότια και Κεντρική Αμερική, που μαζί αποτελούν το 48% του παγκόσμιου πληθυσμού, ήταν 30 Gigajoules (GJ), περίπου 27% του παγκόσμιου μέσου όρου των 110 GJ /άτομο (Εικόνα 1).

Εικόνα 1: Κατανάλωση ενέργειας ανά άτομο, 2023

Πηγή: Energy Institute 2023 ‘Statistical Review of World Energy’
https://www.energyinst.org/statistical-review


Οι πληθυσμοί αυτών των χωρών αυξάνονται και μέχρι το 2050 αναμένεται να αποτελούν το 61% του παγκόσμιου πληθυσμού. Φιλοδοξούν επίσης για καλύτερο βιοτικό επίπεδο, πράγμα που σημαίνει ότι η ατομική κατανάλωση ενέργειας θα αυξηθεί και θα πλησιάσει αναπόφευκτα τον παγκόσμιο μέσο όρο. Ακόμα κι αν η χρήση ενέργειας τους μόνο διπλασιαστεί στα 60 GJ/άτομο, αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση της παγκόσμιας χρήσης ενέργειας κατά 35% έως το 2050.

Αυτοί οι κύριοι παράγοντες που εξηγούν γιατί η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας θα συνεχίσει να αυξάνεται, κυρίως σε χώρες εκτός-ΟΟΣΑ, με τις διαλειπόμενες ΑΠΕ από μόνες τους να μην μπορούν να την παράσχουν.

Σε αυτή τη βάση, η ιδέα ότι η ζήτηση πετρελαίου και φυσικού αερίου θα κορυφωθεί το 2030, όπως ισχυρίζεται ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA), φαίνεται απίθανη. Ιδιαίτερα όταν σε μεγάλο βαθμό, ο αντίκτυπος της αυξανόμενης διείσδυσης EV αναμένεται να αντισταθμιστεί από την αύξηση της ζήτησης πετρελαίου για πετροχημικά.

Τέτοιοι παράγοντες τις περισσότερες φορές αγνοούνται στις συζητήσεις για την κλιματική αλλαγή, αλλά δεν θα εξαφανιστούν – είναι πραγματικότητα. Ακόμη και το EI, ένας ισχυρός υποστηρικτής της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια, αναγνωρίζει ότι αυτοί οι λόγοι θα οδηγήσουν σε «σημαντική αύξηση της ζήτησης ενέργειας στο μέλλον». Αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για τα επιχειρήματα των ακτιβιστών για την κλιματική αλλαγή.

Αυτοί είναι επίσης οι λόγοι για τους οποίους εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως η Shell και η BP, και τώρα οι τράπεζες, υπαναχωρούν στις δεσμεύσεις τους για την ενεργειακή μετάβαση και αυξάνουν τις επενδύσεις τους σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.

Παγκόσμια Ενεργειακή Προοπτική

Σε συμφωνία με τη Στατιστική Ανασκόπηση του EI, το βασικό συμπέρασμα από την Παγκόσμια Ενεργειακή Προοπτική της BP είναι ότι οι πηγές ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα δεν αναπτύσσονται αρκετά γρήγορα ώστε να συμβαδίζουν με την παγκόσμια ζήτηση.

Εκτός από το σενάριο που διερευνά τι πρέπει να γίνει για να επιτευχθεί το «καθαρό-μηδέν» έως το 2050, η BP εξέτασε το σενάριο «τρέχουσες τάσεις», το οποίο έχει σχεδιαστεί για να συλλάβει την ευρεία τροχιά βάσει της οποίας εξελίσσονται σήμερα τα παγκόσμια ενεργειακά συστήματα. Θα επικεντρωθώ στο δεύτερο, γιατί το σενάριο καθαρό-μηδέν προδιαγράφει ένα τελικό αποτέλεσμα και λειτουργεί αντίστροφα σε ό,τι πρέπει να γίνει για να επιτευχθεί. Ως εκ τούτου, είναι μια φιλοδοξία παρά μια πραγματικότητα. Αλλά τα δύο σενάρια μπορούν επίσης να συγκριθούν για να δώσουν μια σαφέστερη αίσθηση του τι πρέπει να γίνει για να μετατοπιστεί ο κόσμος από την τρέχουσα τροχιά υψηλών εκπομπών σε μια τροχιά χαμηλών εκπομπών.

Η BP δηλώνει ότι «ο κόσμος βρίσκεται σε μια φάση της ενεργειακής μετάβασης που χαρακτηρίζεται από ‘προσθήκη ενέργειας’, κατά την οποία καταναλώνονται αυξανόμενες ποσότητες ενέργειας τόσο χαμηλών εκπομπών άνθρακα όσο και ορυκτών καυσίμων». Αυτό οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού και στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου σε χώρες εκτός-ΟΟΣΑ, καθώς και στη ζήτηση που οφείλεται στις ανάγκες ψύξης και στις αδηφάγες ενεργειακές ανάγκες των κέντρων δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης (AI).

Όπως είπε ο Spencer Dale, επικεφαλής οικονομολόγος της BP, «η πρόκληση είναι να περάσουμε, για πρώτη φορά στην ιστορία, από την τρέχουσα φάση προσθήκης ενέργειας σε μια φάση ‘αντικατάστασης ενέργειας’, στην οποία η ενέργεια χαμηλού άνθρακα αυξάνεται αρκετά γρήγορα και περισσότερο από την αύξηση της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης, επιτρέποντας τη μείωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων και μαζί με αυτές ττην μείωση εκπομπών άνθρακα». Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι τέτοιος μηχανισμός συμβαίνει, αλλά οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στην παρουσίαση της BP αναμένουν αυτό θα ξεκινήσει στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2030.

Αλλά όπως προειδοποίησε ο Spencer Dale «ο κόσμος δεν κατάφερε ποτέ να μειώσει την κατανάλωση οποιουδήποτε καυσίμου βιώσιμα και σε σταθερή βάση. Απλώς καταναλώνεται περισσότερο από όλα». Αυτό εξακολουθεί να ισχύει.

Η BP τονίζει ότι μια επιτυχημένη και διαρκής ενεργειακή μετάβαση πρέπει να αντιμετωπίσει και τα τρία στοιχεία του τριλήμματος: ενεργειακή ασφάλεια, οικονομική προσιτότητα και βιωσιμότητα, και το οικονομικό και κοινωνικό κόστος που συνεπάγεται.

Ο Spencer Dale είπε ότι «οι τρέχουσες ανησυχίες για την ενεργειακή ασφάλεια εστιάζουν την προσοχή στα οφέλη της εγχώριας παραγωγής ενέργειας και στην απόκτηση ενέργειας από ανθεκτικούς, αξιόπιστους και διαφοροποιημένους πόρους».

Με βάση τις «τρέχουσες τάσεις», κατά την BP η ζήτηση πετρελαίου συνεχίζει να αυξάνεται, κορυφώνοντας κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας στα 102 εκατομμύρια b/d και στη συνέχεια μειώνεται σταδιακά σε περίπου 77 εκατομμύρια b/d έως το 2050. Αλλά, στην πραγματικότητα, με βάση την Έκθεση Πετρελαίου του IEA τον Ιούνιο, αυτή η κορύφωση έχει ήδη ξεπεραστεί – η κατανάλωση είναι ήδη 102.9 εκατομμύρια b/d. Αυτό υποστηρίζουν και άλλες Προοπτικές, όπως της Goldman Sachs, που δείχνουν ότι η ζήτηση πετρελαίου κορυφώνεται αργότερα, στη δεκαετία του 2030 και στη συνέχεια μειώνεται σε αργό ρυθμό. Ακόμη και η Προοπτική της BP δείχνει ότι η ζήτηση πετρελαίου θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα μέχρι τη δεκαετία του 2030.

Αντίθετα, η ζήτηση φυσικού αερίου αυξάνεται καθ' όλη τη διάρκεια της Προοπτικής, κατά περίπου 20% έως το 2050, λόγω της αύξησης της ζήτησης κατά 50% σε χώρες εκτός-ΟΟΣΑ, με τη συμβολή του στην πρωτογενή ενέργεια να αυξάνεται σε πάνω από 25% (Εικόνα 2).

Σχήμα 2: Παγκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου και LNG έως το 2050

Πηγή: BP World Energy Outlook 2024
https://www.bp.com/content/dam/bp/business-sites/en/global/corporate/pdfs/energy-economics/energy-outlook/bp-energy-outlook-2024.pdf


Η ζήτηση LNG αυξάνεται δυναμικά καθ' όλη τη διάρκεια της Προοπτικής, λόγω της αυξανόμενης ζήτησης σε χώρες εκτός-ΟΟΣΑ, με την αυξανόμενη χρήση φυσικού αερίου σε αυτές τις οικονομίες να καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από εισαγόμενο LNG.

Αλλά καθώς προχωράμε στη δεκαετία του 2030 και πέρα, ​​η αβεβαιότητα για το μελλοντικό επίπεδο ζήτησης φυσικού αερίου και LNG -και φυσικά πετρελαίου- θα αυξάνεται. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από την ακραία απόκλιση μεταξύ των σεναρίων «τρέχουσας τροχιάς» και «καθαρού-μηδέν», ιδίως όσον αφορά το επίπεδο εμπορίου LNG, το οποίο αυξάνεται κατά 80% στο πρώτο αλλά μειώνεται κατά περίπου 40% στο δεύτερο.

Σύμφωνα με την BP, έως το 2050, περίπου το 80% των εκπομπών από την κατανάλωση φυσικού αερίου αναμένεται να μειωθεί μέσω της τεχνολογίας δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS).

Η προβλεπόμενη αύξηση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων σημαίνει ότι, παρόλο που οι εκπομπές θα αρχίσουν να μειώνονται αργότερα αυτή τη δεκαετία, η διαδικασία θα είναι αργή και, χωρίς τεχνολογικές προόδους και αλλαγή πολιτικής, έως το 2050 η μείωση των εκπομπών θα περιοριστεί στα 25%, κάτι που θα οδηγήσει σε μια παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας στους 2,5°C. Προκειμένου να επιτευχθεί το καθαρό-μηδέν έως το 2050, η κατανάλωση όλων των ορυκτών καυσίμων θα πρέπει να κορυφωθεί μέχρι το 2025 και να μειώνεται ραγδαία στη συνέχεια – κάτι που όπως δείχνει το σενάριο «τρέχουσες τάσεις» είναι απίθανο, παρόλο που η απανθρακοποίηση των συστημάτων ιηλεκτροπαραγωγής θα μπορούσε να βοηθήσει.

Επίσης υπάρχει ένα όριο στο πόσο γρήγορα ο κόσμος μπορεί να απανθρακοποιήσει το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα με τακτικό τρόπο, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε πολιτικές και ενέργειες που θα έχουν «υπερβολικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος», κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στο είδος της πολιτικής αντίδρασης που είδαμε κατά τη διάρκεια των ευρωεκλογών του Ιουνίου.

Καθώς μια ομαλή μετάβαση γίνεται όλο και πιο δύσκολη και ίσως αδύνατη, ο κόσμος πρέπει να επενδύσει περισσότερο στην προσαρμογή -όπως προσδιορίστηκε από το COP28.

Ο Spencer Dale ζήτησε από τους παρευρισκόμενους στην παρουσίαση της BP να προβλέψουν ποια τεχνολογία θα προκαλούσε τις μεγαλύτερες εκπλήξεις όσον αφορά την επιτάχυνση της απαλλαγής από εκπομπές άνθρακα. Η πιο δημοφιλής επιλογή ήταν η πυρηνική σύντηξη, ακολουθούμενη από βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση με τη χρήση AI.

Όπως συμπέρανε η BP, δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον, αλλά «το μόνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι τα επόμενα 25 χρόνια, το ενεργειακό σύστημα θα αλλάξει με τρόπους που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε σήμερα».

 

*Dr Charles Ellinas, @CharlesEllinas

Senior Fellow

Global Energy Center

Atlantic Council