Εχοντας πλέον εισέλθει αμετάκλητα στην εποχή της ενεργειακής μετάβασης, ο προβληματισμός των κρατών και των κυβερνήσεων αφορά τους όρους υπό τους οποίους θα διεξαχθεί η μετάβαση και τους τρόπους με τους οποίους θα αντιμετωπιστούν οι πρακτικές προκλήσεις που τη συνοδεύουν. Τέτοιες σαφείς προκλήσεις είναι α) η αντιμετώπιση του ιδιαίτερα υψηλού κόστους που επιβάλλει η συνολική αναδιάρθρωση και εξηλεκτρισμός των ενεργειακών συστημάτων, β) οι τεράστιες απαιτήσεις της εφοδιαστικής αλυσίδας σε παγκόσμιο επίπεδο και γ) ο χρόνος που θα απαιτηθεί εν μέσω της εξελισσόμενης κλιματικής αλλαγής, που με τη σειρά της επιβαρύνει περιστασιακά αλλά και υπέρογκα τους εθνικούς προϋπολογισμούς.
Το αυξημένο κόστος ενέργειας και ο παγκόσμιος πληθωρισμός έχουν επιτείνει το πρόβλημα σε παγκόσμιο αλλά και ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς έχουν αποδυναμώσει τις εθνικές οικονομίες και κατά συνέπεια τα διαθέσιμα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης. Η μη δεδομένη πρόσβαση στις απαραίτητες πρώτες ύλες, ο περιορισμένος αριθμός απαραίτητων εργοστασίων παραγωγής εξοπλισμού και πλωτών μέσων υποστήριξης, καθώς και οι δυσκολίες και καθυστερήσεις στην ανάπτυξη των διεθνών δικτύων δημιουργούν συχνά απαισιοδοξία και καθυστερούν την υλοποίηση των πράσινων έργων.
Στον αντίποδα μιας γενικότερης υποβόσκουσας απαισιοδοξίας, η Ελλάδα προτάσσει μια σειρά κρίσιμων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει σε επίπεδο ανάπτυξης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) (βλ. θαλάσσιο αιολικό δυναμικό, πρωταθλήτριες εταιρείες στην εφοδιαστική αλυσίδα, ναυπηγεία, λιμάνια και ναυτιλία), καθώς και εντυπωσιακά επιτεύγματα στον βαθμό και ρυθμό διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό της σύστημα. Μπορούμε συνεπώς να ισχυριστούμε ότι η Ελλάδα ατενίζει το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία σε σχέση με άλλους Ευρωπαίους εταίρους της.
Η αισιοδοξία μας για το μέλλον και τη μετάβασή μας σε ένα ενεργειακό μείγμα μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) δεν σταματάει στις επιτυχίες των έργων ΑΠΕ, αλλά επεκτείνεται μέσα από την ανάπτυξη τεχνολογιών δέσμευσης, επαναχρησιμοποίησης και αποθήκευσης του CO2, είτε, όπως συχνά αναφέρονται, έργων CCUS (Carbon Capture Utilization & Storage). Πρόκειται για τεχνολογίες που όχι απλώς μειώνουν τις εκπομπές που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα, αλλά και που πρακτικά αφαιρούν διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, συνεισφέροντας στην απόλυτη μείωση των επιπέδων συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και την επίτευξη των κλιματικών μας στόχων. Η ταχεία ανάπτυξη των σχετικών τεχνολογιών επιτρέπει σήμερα τη δέσμευση έως και του 90% του εκπεμπόμενου διοξειδίου του άνθρακα και τη μόνιμη γεωλογική αποθήκευση του CO2 στο υπέδαφος, ενώ μελλοντικά αναμένουμε την ωρίμανση τεχνολογιών που θα επιτρέπουν και την επαναχρησιμοποίηση του άνθρακα υπό άλλες χρήσιμες μορφές του (π.χ. δημιουργία ανθρακονημάτων κ.λπ.).
Η προοπτική και σημασία των τεχνολογιών CCUS για την επίτευξη των κλιματικών στόχων αναγνωρίστηκε πρόσφατα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τη νομοθεσία για τον μηδενισμό των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα από τη βιομηχανία (Net Zero Industry Act, NZIA), όπου και τίθενται ιδιαίτερα φιλόδοξοι στόχοι προκειμένου η Ευρώπη να αναπτύξει έργα CCS: 50 εκατ. τόνοι έως το 2030 και 250 εκατ. τόνοι έως το 2040, όταν το 2022 σε όλο τον κόσμο υπήρχαν έργα συνολικής αποθηκευτικής ικανότητας μόλις 46 εκατ. τόνων.
Σήμερα οι τεχνολογίες CCS (Carbon Capture & Storage) αναπτύσσονται στη βαριά βιομηχανία (τσιμεντοβιομηχανία, διυλιστήρια, μεταλλουργία, βιομηχανία ορυκτών, χημική βιομηχανία και λιπάσματα) που, είτε λόγω χημικών διεργασιών για την παραγωγή των προϊόντων της, είτε λόγω χρήσης ορυκτών καυσίμων ως πρώτη ύλη ή ως καύσιμο για θερμοπαραγωγή, παράγει σημαντικές ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα. Για την ανάπτυξη της τεχνολογίας απαιτούνται τα ακόλουθα βασικά στάδια: α) δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα στην πηγή του, β) υγροποίηση ή/και συμπύκνωση για μεταφορά, γ) μεταφορά μέσω αγωγών ή πλοίων, δ) προσωρινή αποθήκευση και ε) εισπίεση σε κατάλληλους γεωλογικούς σχηματισμούς για μόνιμη αποθήκευση.
Η ενεργειακή μετάβαση θα χρειαστεί την επένδυση τεράστιων κονδυλίων και τη διαμόρφωση σειράς πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Ελλάδα και σε αυτό το πεδίο έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο αναλαμβάνοντας έγκαιρα πρωτοβουλίες για την ωρίμανση του πρώτου έργου CCS στη χώρα μας και μόλις του δεύτερου σχετικού έργου στη Μεσόγειο. Ηδη από το 2021, κατόπιν πρωτοβουλίας της διαχειρίστριας εταιρείας του Πρίνου, της Energean, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), με την υποστήριξη της ΕΔΕΥΕΠ, προέβλεψε την κατανομή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τη μετατροπή των εξαντλημένων ταμιευτήρων πετρελαίου του Πρίνου σε γεωλογικές αποθήκες CO2. Ακολούθησαν το 2022 σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες από το ΥΠΕΝ και η ανάθεση στην ΕΔΕΥΕΠ του ρόλου της αρμόδιας αρχής για την έκδοση αδειών έρευνας και αποθήκευσης CO2. Την 1η Οκτωβρίου του ίδιου έτους, μετά από αίτηση της Energean, η ΕΔΕΥΕΠ εξέδωσε την πρώτη άδεια έρευνας, 18μηνης διάρκειας, για αποθήκευση CO2 στην περιοχή του Πρίνου, ενώ έως το τέλος του 2023 τρεις ελληνικές εταιρείες είχαν εξασφαλίσει χρηματοδότηση για τρία έργα από το Ταμείο Καινοτομίας (Innovation Fund). Με τα έργα IRIS της Motor Oil, IFESTOS του Titan και OLYMPUS του Ηρακλή (a member of Holcim Group), συνολικού όγκου άνω των 3,5 εκατ. τόνων το έτος, η Ελλάδα κατατάσσεται 2η στην Ευρώπη, λίγο πιο πίσω από τη Γερμανία που έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση για έργα δέσμευσης 4 εκατ. τόνων διοξειδίου του άνθρακα. Πρόσφατα η HELLENiQ ENERGY υπέβαλε και αυτή νέα πρόταση χρηματοδότησης, που εάν εγκριθεί θα προσθέσει δυναμικό δέσμευσης για ακόμη ένα εκατ. τόνους τον χρόνο, ανεβάζοντας το σύνολο σε περισσότερο από 4,5 εκατ. τόνους.
Παρά όμως τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί με ταχύτατους ρυθμούς, η πρόκληση για τη χώρα παραμένει, καθώς οι ανάγκες δέσμευσης και αποθήκευσης υπερβαίνουν σημαντικά τον διαθέσιμο αποθηκευτικό χώρο. Το έργο του Πρίνου αποτελεί το μοναδικό ώριμο και συνεπώς ρεαλιστικό έργο μόνιμης γεωλογικής αποθήκευσης στη χώρα μας. Η συνολική αποθηκευτική του ικανότητα εκτιμάται σε περισσότερο από 60 εκατ. τόνους, με την εκτιμώμενη μέγιστη ετήσια δυνατότητα εισπίεσης να φθάνει τα 3 εκατ. τόνους. Η αποθηκευτική μας δυνατότητα υπολείπεται συνεπώς ήδη κατά 1,5 εκατ. τόνους σε ετήσια βάση των αντίστοιχων έργων δέσμευσης. Το έλλειμμα αυτό είναι μάλιστα πολύ μεγαλύτερο εάν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα απελευθερώνει ετησίως περίπου 33 εκατ. τόνους CO2 στην ατμόσφαιρα από βιομηχανικές δραστηριότητες. Οι βιομηχανικές εκπομπές συγκεντρώνονται κυρίως στην Κεντρική Ελλάδα, γύρω από την ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου της Αττικής, όπου οι εκπομπές CO2 ανέρχονται στα 14,7 εκατ. τόνους ετησίως (εντός μιας ακτίνας 100 χλμ). Αντίστοιχα, στη Βόρεια Ελλάδα οι περιφέρειες της Μακεδονίας και Θράκης συμβάλλουν με βιομηχανικές εκπομπές ~ 5 εκατ. τόνων CO2 ετησίως. Το υπόλοιπο των εκπομπών κατανέμεται στην υπόλοιπη χώρα και εντοπίζεται κυρίως στους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς, για τους οποίους υπάρχει προγραμματισμός για την προοδευτική τους αντικατάσταση από καθαρές πηγές ΑΠΕ.
Για την ανάπτυξη και λειτουργία ενός συστήματος δέσμευσης, συλλογής, μεταφοράς και αποθήκευσης ρύπων CO2 υπάρχουν δύο βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν: (α) Το συνολικό κόστος διαχείρισης των ρύπων δεν πρέπει να υπερβαίνει τον φόρο διοξειδίου του άνθρακα που θα πληρώσει μια ανταγωνιστική βιομηχανία που επιλέγει να μη λάβει μέτρα μείωσης των εκπομπών της και (β) να υπάρχει ο διαθέσιμος αποθηκευτικός χώρος. Η μείωση του κόστους επιτυγχάνεται μέσα από τα προγράμματα επιχορηγήσεων, όπως αυτά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Καινοτομίας, την ανάπτυξη κοινών δικτύων αγωγών για μεταφορά και προσωρινή αποθήκευση, και την πρόσβαση σε λιμάνια όπου μπορούν να ελλιμενιστούν μεγαλύτερα τάνκερ μεταφοράς υγροποιημένου CO2 προκειμένου να επωφεληθούμε από οικονομίες μεγάλης κλίμακας. Ταυτόχρονα, μέσα από την υιοθέτηση ειδικών χρηματοοικονομικών εργαλείων (Carbon Contracts for Difference, CCfD) το κράτος θα μπορούσε να μειώσει τον επιχειρηματικό κίνδυνο για την επίσπευση των εν λόγω επενδύσεων.
Από την άλλη πλευρά, η διαθεσιμότητα και πρόσβαση σε αποθηκευτικούς χώρους είναι μια μεγαλύτερη πρόκληση καθώς ο Πρίνος ουσιαστικά αποτελεί ένα κρατικό μονοπώλιο, το οποίο δεν μπορεί να εξυπηρετήσει όλες τις άμεσες ανάγκες της εγχώριας αγοράς. Δυστυχώς, παρά τις ενέργειες της ΕΔΕΥΕΠ και άλλων ερευνητικών φορέων της χώρας για την εξεύρεση δεύτερης περιοχής κατάλληλης να λειτουργήσει ως μόνιμη γεωλογική αποθήκη, οι έρευνες που θα απαιτηθούν και ο χρόνος για τις αναγκαίες μελέτες δεν μας επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι ότι μια δεύτερη αποθήκη εντός της ελληνικής επικράτειας θα ήταν λειτουργική σε σύντομο χρονικό διάστημα. Συνεπώς οφείλουμε να αξιολογήσουμε εναλλακτικές λύσεις σε γειτονικές χώρες, όπως η Αίγυπτος και η Ιταλία, οι οποίες διαθέτουν εξαντλημένα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Στο μεσοδιάστημα θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια να επιτύχουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται τη μέγιστη ετήσια εισπίεση CO2 στο κοίτασμα του Πρίνου και να διασφαλίσουμε έναν μηχανισμό πρόσβασης στην αποθήκη, ο οποίος θα προστατεύει τη βιομηχανία από έναν δυνητικό ανταγωνισμό που μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικά υψηλές τιμές για το διάστημα που δεν υπάρχει κάποια λειτουργική εναλλακτική λύση.
Οι τεχνολογίες CCS προσφέρουν μια μεγάλη ευκαιρία για την αντιμετώπιση των εκπομπών CO2 και πραγματικές λύσεις για τις ελληνικές βιομηχανίες που αντιμετωπίζουν μια τεράστια πρόκληση διαχείρισης των ρύπων τους, το κόστος των οποίων θα μπορούσε να καταστεί μη διαχειρίσιμο εάν ο φόρος διοξειδίου του άνθρακα αυξηθεί περαιτέρω, σύμφωνα με τις περισσότερες σχετικές εκτιμήσεις. Υπό την έννοια αυτή θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ανάπτυξη ενός εθνικού σχεδίου και προγραμματισμού για τη διαχείριση των ρύπων με τεχνολογίες CCS θα μπορούσε να αποτελέσει και μια πολιτική προτεραιότητα με στόχο τη διασφάλιση των κλιματικών στόχων και την ταυτόχρονη στήριξη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας. Η ενεργειακή μετάβαση που οραματίζεται το Net Zero Industry Act θα χρειαστεί την επένδυση τεράστιων κονδυλίων τα επόμενα χρόνια και τη διαμόρφωση σειράς πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ηδη, λόγω της ταχύτητας με την οποία έχει κινηθεί η Ελλάδα και οι επιχειρήσεις της, έχουμε δυσανάλογη ισχύ στη διαμόρφωση των πολιτικών γύρω από το CCS. Η μεγάλη πρόκληση της ενεργειακής μετάβασης απαιτεί να συνεχιστούν οι πρωτοβουλίες σε επιχειρηματικό επίπεδο αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Εχει σημασία λοιπόν να συνεχίσουμε να κινούμαστε συντονισμένα για να προσφέρουμε λύσεις στην Ευρώπη και στις επιχειρήσεις μας.
*Ο κ. Αριστοφάνης Στεφάτος είναι διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥΕΠ.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")