Η επικείμενη απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας εντός του 2025 -όπως διαβεβαιώνουν οι αρμόδιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι- φέρνει στην επιφάνεια ένα ζήτημα που απασχολεί έντονα τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές αγορές: τη βιωσιμότητα των επενδύσεων σε ΑΠΕ. Οι εκτιμήσεις του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς Κύπρου (ΔΣΜΚ) «δείχνουν» περικοπές ΑΠΕ της τάξεως του 28% κατά μέσο όρο

για το 2025, ενώ ήδη τον περασμένο Απρίλιο οι περικοπές εκτοξεύτηκαν στα επίπεδα του 70%. Το παράδοξο είναι ότι στην Ελλάδα, όπου η διείσδυση των ΑΠΕ είναι πολύ υψηλότερη από της Κύπρου -αγγίζει πλέον το 60% στο εθνικό ενεργειακό μείγμα- οι περικοπές κυμαίνονται σε χαμηλά μονοψήφια ποσοστά.

Το ζήτημα ανέδειξε με δραματικούς τόνους ο Σύνδεσμος Εργοληπτών Ηλεκτρολόγων Κύπρου (ΣΕΗΚ) στην πρόσφατη συζήτηση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ενέργειας. Σε σημείωμά του, ο εκπρόσωπος του ΣΕΗΚ Τάσος Παρασύρης τονίζει ότι το ποσοστό αυτό είναι «ανεπίτρεπτο» πλέον για τη βιωσιμότητα οποιασδήποτε επένδυσης σε φωτοβολταϊκά συστήματα.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι οι περικοπές ενέργειας από ΑΠΕ ξεκίνησαν ουσιαστικά από το 2021 και έκτοτε δεν ελήφθη καμία σοβαρή πολιτική πρωτοβουλία για να υπάρξει αντιμετώπιση του θέματος, ενώ οι εξελίξεις και αντίστοιχα οι αδειοδοτήσεις προχωρούσαν με ταχύτατους ρυθμούς και χωρίς κάποιο όριο από τις αρμόδιες αρχές.

Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι, με αυτά τα επίπεδα περικοπών, οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα καταστούν μη βιώσιμες όταν απελευθερωθεί η κυπριακή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Όσο η αγορά παραμένει «κλειστή», με τις συμβατικές μονάδες να κρατούν τα «ηνία» της ηλεκτροπαραγωγής ωθώντας τις τιμές της ανανεώσιμης ενέργειας σε τριπλάσια επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, το πρόβλημα κρύβεται κάτω από το χαλί.

Σύντομα, όμως, η Κύπρος θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τη δέσμευσή της για ηλεκτροπαραγωγή μέσω ΑΠΕ σε ποσοστό 42,5% στο τελικό μείγμα, σύμφωνα τους αναθεωρημένους στόχους «Fit for 55» για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Τότε, οι τιμές των ΑΠΕ θα πιεστούν σημαντικά προς τα κάτω, ώστε να συγκλίνουν με τα ευρωπαϊκά επίπεδα, και οι παραγωγοί ενέργειας από φωτοβολταϊκά θα έρθουν αντιμέτωποι με ένα εκρηκτικό κοκτέιλ -υψηλές περικοπές σε συνδυασμό με πολύ χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.

Η ηλεκτρική διασύνδεση της Κύπρου με το ευρωπαϊκό σύστημα δίνει διέξοδο στους παραγωγούς ΑΠΕ, περιορίζοντας δραστικά τις αναγκαίες περικοπές. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τη μελέτη κόστους-οφέλους που έχει στα χέρια του το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας για τον Great Sea Interconnector, οι περικοπές δεν θα υπερβαίνουν τα επίπεδα του 5-8% έως το 2040.

Αντιθέτως, με την ανάπτυξη μπαταριών -που αποτελεί το εναλλακτικό εξεταζόμενο σενάριο- οι περικοπές δεν θα πέσουν κάτω από τα επίπεδα του 18-20%. Ο λόγος είναι ότι η ηλεκτρική διασύνδεση διασφαλίζει αμφίρροπες ροές ενέργειας μεταξύ Κύπρου και Ευρώπης, δίνοντας τη δυνατότητα εξαγωγής της περίσσειας ενέργειας από φωτοβολταϊκά προς τα γειτονικά ευρωπαϊκά κράτη.

Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές ότι μόνο με την ηλεκτρική διασύνδεση διασφαλίζεται η βιώσιμη ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Κύπρο, καθώς το επίπεδο περικοπών δεν θέτει σε ρίσκο την επένδυσή των ιδιωτών παραγωγών.  Δεν είναι τυχαίο ότι, με πρόσφατη δημόσια παρέμβασή της, η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων της Κύπρου παρέχει την αμέριστη στήριξή της στο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης, δεδομένου ότι μεταξύ των μελών της περιλαμβάνονται σημαντικοί επενδυτές των ΑΠΕ.

Σε αναλυτικό υπόμνημά της προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Χριστοδουλίδη, η ΟΕΒ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «έχουμε την ευκαιρία να άρουμε την ενεργειακή μας απομόνωση, να μπούμε στην πορεία προς ισορρόπηση στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας με τον χαμηλότερο συντελεστή της Ευρώπης, να γίνουμε σημαντικοί για τους εταίρους μας στην Ε.Ε. και να αναδείξουμε έμπρακτα και τον περιφερειακό μας ρόλο». Αναφέρει δε χαρακτηριστικά ότι «μόνο οφέλη για την χώρα μας, τις επιχειρήσεις και για τους πολίτες μπορεί να φέρει μελλοντικά η διασύνδεση. Ας μη χάσουμε την ευκαιρία».