Τα στατιστικά στοιχεία και οι εκτιμήσεις των εμπόρων καταδεικνύουν πως η εγχώρια κατανάλωση είναι αδύναμη. Ο ανταγωνισμός με τρόφιμα, ενέργεια και στέγαση. Ποια είναι τα δεδομένα

Ως «τραινάκι» με διαδρομή που εμπεριέχει κάποιες «κορυφές», αλλά και «κοιλάδες», παρομοιάζεται η εξέλιξη της εγχώριας ιδιωτικής κατανάλωσης όπως προκύπτει από τα στοιχεία των προηγούμενων μηνών αλλά και το γενικότερο αίσθημα.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο κύκλος εργασιών για τις επιχειρήσεις -πλην τροφίμων και καυσίμων - τον Μάιο 2024 ανήλθε σε 1,01 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 4% σε σχέση με τον Μάιο 2023 που είχε διαμορφωθεί σε 0,98 δισ. ευρώ και εμφανίζει κάμψη 4,8% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2024 οπότε ήταν 1,07 δισ. ευρώ.

Το στοιχείο είναι ενδεικτικό αν αναλογιστεί πως και οι προηγούμενοι μήνες υστερούσαν και η αγορά είχε εναποθέσει ελπίδες στην Πασχαλινή εορταστική περίοδο (που φέτος έπεσε αργότερα), αλλά και στις τουριστικές ροές.

Χωρίς ακόμη να έχουν δημοσιευθεί τα στατιστικά στοιχεία του φετινού καλοκαιριού, ορισμένες ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα πως η εγχώρια κατανάλωση, ακόμη και με την προσθήκη της «εισαγόμενης» τουριστικής κίνησης είναι ισχνή. Είναι χαρακτηριστικό πως οι φετινές θερινές εκπτώσεις ξεκίνησαν πρόωρα, πριν κλείσει ο Ιούνιος. 

Η αναθεωρημένη δε πρόβλεψη της Jumbo για το σύνολο του έτους (η οποία εν πολλοίς είχε διατυπωθεί ως «κακό σενάριο» ήδη από την αρχή της χρήσης), επιβεβαίωσε ως ένα βαθμό την ισχνή ζήτηση.

Η διοίκηση του ομίλου εστίασε ασφαλώς στα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, τις επιπτώσεις στο κόστος αλλά και στο ενδεχόμενο καθυστερημένης παράδοσης εμπορευμάτων. Ωστόσο, οι επιδόσεις του Ιουλίου καταδεικνύουν επίσης την επιρροή της συγκρατημένης ζήτησης.

Στην Ελλάδα οι πωλήσεις αυξήθηκαν μόλις 3%, στην Κύπρο μειώθηκαν εντυπωσιακά κατά 10% (είναι η αγορά που κατά τη διοίκηση του ομίλου δέχεται ισχυρή επίπτωση από τις συγκρούσεις στη Γάζα), στη Βουλγαρία παρέμειναν στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, ενώ στη Ρουμανία αυξήθηκαν κατά 7% ωστόσο μετά την προσθήκη και νέων καταστημάτων στο δίκτυο της αλυσίδας.

Πέρα από τα παραπάνω οι παράγοντες του λιανεμπορίου αναφέρουν εδώ και μήνες πως η ζήτηση – παρά τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τις αυξήσεις κατώτατων μισθών- παραμένει ισχνή, γεγονός που αποδίδουν στην απορρόφηση των εισοδημάτων από το αυξημένο κόστος διαβίωσης. Συγκρατημένες προσδοκίες έχουν εκφράσει οι επικεφαλής μεγάλων λιανεμπορικών ομίλων, όπως ο Β. Φουρλής σημειώνοντας πως είναι ορατή η πίεση στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα από τρόφιμα, ενέργεια και ενοίκια.

Συγκρατημένη ζήτηση καταγράφεται ακόμη και για προϊόντα που παραδοσιακά κινούνται τις περιόδους μεγάλων αθλητικών γεγονότων, όπως π.χ. οι τηλεοράσεις, όπως ανάφερε προσφάτως ο διευθύνων σύμβουλος της Public, Ρ. Μπουρλά. Το λιανεμπόριο ηλεκτρικών και οικιακών ειδών προσβλέπει ασφαλώς στην ισχυρή οικοδομική δραστηριότητα, ωστόσο αναμένει και το νέο πρόγραμμα «Αλλάζω Συσκευή ΙΙ» προκειμένου να στηριχθεί σ’ ένα ακόμη επιδοτούμενο πρόγραμμα πριν τη λήξη της χρονιάς.

Οι τιμές

Πάντως είναι επίσης σαφές πως πέρα από την ακρίβεια στα τρόφιμα και στην ενέργεια οι τιμές των μη διαρκών καταναλωτικών αγαθών έχουν πάρει την άγουσα – παρά την προσπάθεια συγκράτησης τιμών από μεγάλους παίκτες της αγοράς- γεγονός που αποτυπώνεται και στα περιθώρια κέρδους των εταιρειών που δείχνουν ανθεκτικά.

Ασφαλώς οι μεγάλες λιανεμπορικές επιχειρήσεις κινούνται με τη δύναμη των δικτύων, των υπηρεσιών, των ανταγωνιστικών τιμών και της επωνυμίας τους, ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο με το μικρομεσαίο λιανεμπόριο, ιδίως αυτό που δραστηριοποιείται εκτός μεγάλων αγορών και εμπορικών κέντρων.
Αναλογικά ωστόσο όλες οι επιχειρήσεις εμπορίου με τη σειρά τους επιβαρύνονται με αυξημένο κόστος λειτουργίας (ενέργεια, μισθοί, επιτόκια δανεισμού και υπηρεσίες μεταφοράς) με αποτέλεσμα ο ισχνός τζίρος να επιδεινώνει την κερδοφορία τους.

Σ’ αυτό το περιβάλλον, μένει να φανεί ποιες άμυνες θα επιδείξουν καθώς και πότε η εγχώρια κατανάλωση θα αποκτήσει χαρακτηριστικά ρυθμισμένης και ώριμης αγοράς.

(από euro2day.gr)