και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρόφαση, στη λογική ότι η απειλή σκληρής ανταπάντησης υποχρέωσε το Ισραήλ να συμβιβαστεί με την πρόταση Μπάιντεν, την οποία μέχρι σήμερα υπονόμευε. Ή, τουλάχιστον, θα έδινε τη δυνατότητα στην Τεχεράνη να δικαιολογήσει μια ηπιότερη αντίδραση από αυτή για την οποία μας προδιαθέτει εδώ και σχεδόν 20 ημέρες.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα απέδιδε στον πόλεμο νεύρων που ασκεί στο Ισραήλ τη στροφή Νετανιάχου, που, και για προσωπικούς λόγους, δείχνει απρόθυμος να τερματίσει τον πόλεμο στη Γάζα. Η αλήθεια είναι ότι το Τελ Αβίβ βρίσκεται σε αναμονή και προετοιμάζεται για ηχηρά χτυπήματα εκ μέρους του Ιράν και των πληρεξουσίων του. Ισως, τελικά, η παραπάνω άποψη να εκφράζει περισσότερο ευσεβείς πόθους των δυτικών αλλά και μετριοπαθών ηγεσιών στην περιοχή, ακόμη και κύκλους εντός του ίδιου του Ιράν. Δηλαδή, ακόμη και αν η κατάπαυση του πυρός γινόταν εκατέρωθεν σεβαστή, ενδεχομένως να μην οδηγούσε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Είναι εύλογα αντιληπτές οι δυσκολίες απαρέγκλιτης τήρησης της όποιας συμφωνίας, όχι μόνο λόγω της αμοιβαίας δυσπιστίας ανάμεσα σε Χαμάς και Ισραήλ, αλλά και επειδή η κατάσταση είναι τέτοια που αρκεί μια προβοκάτσια ή ένας λάθος υπολογισμός για να τινάξει στον αέρα μία συμφωνία, που από τη φύση της θα είναι εύθραυστη.
Υπάρχουν, όμως, λόγοι που μας κάνουν να αισιοδοξούμε ότι δεν θα προκύψει μια μεγαλύτερη εστία έντασης στην περιοχή και αφορούν την κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό του Ιράν. Κατ’ αρχάς, μπορεί μεν ο ψυχολογικός πόλεμος εναντίον του Ισραήλ και των συμμάχων του καλά να κρατεί, από την άλλη, όσο περνούν οι ημέρες χάνεται το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ενώ η συγκέντρωση πολλών δυνάμεων, κυρίως αμερικανικών, περιορίζει εκ των πραγμάτων την αποτελεσματικότητα των όποιων χτυπημάτων, εφόσον αυτά πρόκειται να γίνουν σε στρατιωτικούς και όχι σε πολιτικούς στόχους. Αν συνέβαινε το δεύτερο, η Τεχεράνη θα ρίσκαρε μια δικαιολογημένα σφοδρή απάντηση από πλευράς Ισραήλ, στην οποία άλλωστε η ηγεσία του δεύτερου κάλλιστα προσβλέπει. Το Ιράν έχει ήδη υπερεκτείνει τις δικές του επιχειρησιακές και οικονομικές δυνατότητες με τη διάσωση του καθεστώτος Ασαντ στη Συρία, την παραμονή σιιτικών πολιτοφυλακών στο Ιράκ, την υποστήριξη που παρέχει σε Χαμάς, Χεζμπολάχ και Χούθι. Και οπωσδήποτε δεν επιθυμεί την αποδυνάμωση των στενότερων συμμάχων του.
Και όλα αυτά σε περιβάλλον οικονομικών κυρώσεων από πλευράς Δύσης, που έχει στρέψει το Ιράν στην Ανατολή και ειδικότερα στην αγκαλιά της Κίνας, αλλά έχουν δημιουργήσει σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα στο εσωτερικό. Υπάρχει και μια νέα γενιά, πολύ δυναμική και πολυπληθής, που δεν βοηθάει το καθεστώς των μουλάδων, γιατί επιζητεί την αλλαγή, ακόμη και την ανατροπή του.
Τα αποτελέσματα των πρόσφατων προεδρικών εκλογών και κυρίως το ηχηρό μήνυμα της αποχής, που στις προτελευταίες εκλογές έφτασε στην Τεχεράνη σχεδόν το 90%, κλονίζουν εσωτερικά το καθεστώς. Μάλιστα, η εκλογή Πεζεσκιάν, του μετριοπαθέστερου εκ των τριών υποψηφίων, άλλαξε τους συσχετισμούς εις βάρος των σκληροπυρηνικών, αν και η πρόσφατη παραίτηση Ζαρίφ, αντιπροέδρου της κυβέρνησης, δείχνει ότι τα πιο ακραία στοιχεία, εκμεταλλευόμενα τη δολοφονία Χανίγια, προσπαθούν να επανακάμψουν. Αυτές οι εγχώριες ζυμώσεις και κατ’ επέκταση η διελκυστίνδα ανάμεσα σε σκληροπυρηνικούς και μετριοπαθείς (ενώ ο Χαμενεΐ βρίσκεται σε αποδρομή) πλήττουν την ενότητα, την ταχύτητα λήψης αποφάσεων, ακόμη και την αποτελεσματικότητα του ιρανικού καθεστώτος, κάτι που φαίνεται να είναι σε γνώση του Ισραήλ. Η Τεχεράνη, παρότι έχει προκληθεί και παρά τις απειλές της για εκδίκηση, πέραν των εσωτερικών διεργασιών, είναι αναγκασμένη να σταθμίσει τις συνέπειες, οι οποίες προφανώς εξαρτώνται από το μέγεθος και τη φύση της απάντησής της. Το μεγαλύτερο πρόβλημά της φαίνεται να είναι η επικράτηση των εξτρεμιστών στην πλευρά του Ισραήλ. Διότι η τωρινή ηγεσία αυτού, και οι σύμμαχοί της, φαίνεται πρόθυμη να πάει ακόμη και σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με το Ιράν. Μάλιστα, η εμφανής αδυναμία των Αμερικανών να επηρεάζουν καταλυτικά τις αποφάσεις των Ισραηλινών, ανησυχεί ακόμη περισσότερο την Τεχεράνη. Διότι ο αμετροεπής Νετανιάχου, που επενδύει στον πόλεμο και ενισχύεται από αυτόν (η τελευταία δημοσκόπηση δείχνει να προηγείται για πρώτη φορά μετά τον Οκτώβριο του Γκαντζ), πιθανόν να πιστεύει ότι είναι τώρα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε το Ισραήλ να εξουδετερώσει μια και καλή τον κίνδυνο που συνιστούν το Ιράν και οι περιφερειακοί σύμμαχοι. Αυτή η πεποίθηση φτάνει μέχρι και τα προληπτικά χτυπήματα εις βάρος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, γιατί από τη στιγμή που μετά την 7η Οκτωβρίου η ασφάλεια των Ισραηλινών και μάλιστα με κάθε κόστος έγινε και πάλι η απόλυτη προτεραιότητα, σε βάθος χρόνου αυτή θα ετίθετο σε κίνδυνο, αν το Ιράν αποκτούσε πυρηνικά όπλα.
Εντέλει, οι εξτρεμιστικές αντιλήψεις της ισραηλινής κυβέρνησης, που μοιάζει ικανή για όλα, καθώς και η μεταβατική φάση στην οποία βρίσκεται το Ιράν, όπως και η συνειδητοποίηση ότι η περιοχή δεν «σηκώνει» περαιτέρω εντάσεις και αστάθεια, μετριάζουν σημαντικά (χωρίς να αποκλείουν) τις πιθανότητες ευθείας στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.
Από kathimerini.gr