Διαβάζοντας το άρθρο του κ. Μάνου «η Προτεραιότητα του Περιβάλλοντος», διαπίστωσα ότι ανήκω μάλλον στους φίλους του, που βρίσκουν την άποψη του περί αναδιάταξης του κράτους «ώστε να υπηρετεί κατά προτεραιότητα ό, τι συνδέεται με Περιβάλλον, Ιστορία-Πολιτισμό, Ηλιο και Θάλασσα», ενδιαφέρουσα. Είναι προφανές ότι οι κλιματικές αλλαγές, είναι ένα μέγιστο ζήτημα το οποίο ευαισθητοποιεί το σύνολο της κοινωνίας, και ότι o τρόπος αντιμετώπισής του είναι ένα στοίχημα για τις κυβερνήσεις, που στοχεύουν στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας με αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος.

Διαβάζοντας το άρθρο του κ. Μάνου «η Προτεραιότητα του Περιβάλλοντος», διαπίστωσα ότι ανήκω μάλλον στους φίλους του, που βρίσκουν την άποψη του περί αναδιάταξης του κράτους «ώστε να υπηρετεί κατά προτεραιότητα ό, τι συνδέεται με Περιβάλλον, Ιστορία-Πολιτισμό, Ηλιο και Θάλασσα», ενδιαφέρουσα.

Είναι προφανές ότι οι κλιματικές αλλαγές, είναι ένα μέγιστο ζήτημα το οποίο ευαισθητοποιεί το σύνολο της κοινωνίας, και ότι o τρόπος αντιμετώπισής του είναι ένα στοίχημα για τις κυβερνήσεις, που στοχεύουν στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας με αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος.

Θα τολμήσω να συνεισφέρω, δίνοντας απάντηση στο ερώτημα που θέτει ο κ. Μάνος στο άρθρο του «Η προστασία του περιβάλλοντος ή τα συμφέροντα της ΔΕΗ και των βιομηχανιών;».

Καταρχήν, το ερώτημα θα ήταν σωστότερο να είναι «Η προστασία του περιβάλλοντος ή η ηλεκτροπαραγωγή;», αφού είναι γνωστό σε όσους έχουν την ελάχιστη τεχνική γνώση ότι η εξ ολοκλήρου παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποκλείεται και η χρήση καυσίμων υγρών ή στερεών συνοδεύεται αναπόφευκτα με επιπτώσεις στο περιβάλλον, έστω και μικρές.

Δεύτερον, πρέπει να γίνει σαφές ότι η ΔΕΗ και οι υπόλοιποι ηλεκτροπαραγωγοί δεν παράγουν ένα προϊόν, αλλά ένα κοινωνικό αγαθό, που η αξία του είναι πολύτιμη, αλλά η τιμή του πρέπει να είναι χαμηλή.

Δεν είναι συμφέρον της ΔΕΗ, αλλά συμφέρον των καταναλωτών τους οποίους προμηθεύει, στον σχεδιασμό της να υπάρχει μια ισόρροπη αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της οικονομικότητας. Παρόλο που η προσωπική άποψη του κ. Μάνου είναι σαφής, δηλαδή, «να ακριβύνει το ρεύμα» καταστρατηγώντας αυτήν την ισορροπία και δίνοντας προτεραιότητα και προβάδισμα στην προστασία του περιβάλλοντος, δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι ασπάζονται και συμμερίζονται την άποψή του, τα εκατομμύρια καταναλωτών της Ελλάδας.

Ο Ελληνας πολίτης δεν θέλει ΜΟΝΟ καθαρό περιβάλλον, θέλει επίσης να έχει ηλεκτρικό ρεύμα, όποτε το ζητήσει και σε χαμηλή τιμή. Εάν η προστασία του περιβάλλοντος δεν αντιμετωπισθεί ταυτόχρονα με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, δεν μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα της ενέργειας με υπευθυνότητα, έγκαιρο προγραμματισμό και ειλικρινή ενημέρωση όλων των ενδιαφερομένων μερών.

Το ζητούμενο είναι, το κατάλληλο σημείο ισορροπίας μεταξύ των τριών πυλώνων της ενεργειακής πολιτικής, δηλαδή της ασφάλειας εφοδιασμού, της οικονομικότητας και της προστασίας του περιβάλλοντος, σημείο το οποίο δεν θα προκρίνει απόλυτα τον ένα σε βάρος των άλλων δύο.

Για τον προσδιορισμό του σημείου αυτού ισορροπίας, η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει υιοθετήσει μηχανισμούς που ειδικά για το CO2 είναι το Σχήμα Εμπορίας Δικαιωμάτων (ΣΕΔ) (Emission Trading Scheme ΕΤS) με το οποίο οι επιχειρήσεις πληρώνουν ένα τίμημα σε ευρώ για κάθε τόνο CO2 που εκπέμπουν.

Ετσι, οι επιχειρήσεις προσαρμόζουν την επενδυτική τους στρατηγική και επιλέγουν εκείνο το μείγμα τεχνολογιών, που οδηγεί στο χαμηλότερο συνολικό κόστος ενέργειας και CO2. Το κόστος αυτό θα πρέπει να αντανακλάται και στα τιμολόγια με τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά ενέργειας και τα οποία προφανώς περιέχουν και το κόστος CO2 που αντιστοιχεί στις τεχνολογίες και στα καύσιμα που χρησιμοποιούν.

Με τον τρόπο αυτό προσδιορίστηκε και η Στρατηγική παραγωγής της ΔΕΗ για την περίοδο 2008-2014, η οποία περιλαμβάνει ένα μείγμα 3.200 MW θερμοηλεκτρικών σταθμών, 600 MW υδροηλεκτρικών σταθμών και 950 MW ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Ειδικότερα, η υλοποίηση των επενδύσεων της ΔΕΗ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε συνδυασμό με την απόσυρση πεπαλαιωμένων μονάδων, θα εξασφαλίσει μείωση από θερμικούς σταθμούς στο διασυνδεδεμένο σύστημα: του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) κατά 25%, του διοξειδίου του θείου (SO2) κατά 91%, των οξειδίων αζώτου (NOx) κατά 39% και των αιωρούμενων σωματιδίων (PM) κατά 56% σε σχέση με το 2006.

Η ΔΕΗ πιστεύει, ότι με το μείγμα τεχνολογιών και καυσίμων που περιέχει η Στρατηγική της αυτή, συνεισφέρει στη ζητούμενη αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος, εξυπηρετώντας εξίσου και τους άλλους δύο στόχους της, την κάλυψη των αναγκών των καταναλωτών μας και τη συγκράτηση του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος σε χαμηλά επίπεδα.

Τελικά, το ζητούμενο δεν είναι αν η ΔΕΗ θα υπάρχει ή δεν θα υπάρχει σε «10 έως 15 χρόνια από σήμερα». Αυτό ελάχιστα ενδιαφέρει τον κ. Μάνο και ίσως και τους καταναλωτές.

Το ζητούμενο είναι να συνυπάρχει «Περιβάλλον, Ιστορία - Πολιτισμός, Ηλιος και Θάλασσα», με ηλεκτρική ενέργεια αρκετή να καλύψει τις ανάγκες όλων, και με τιμές που θα επιτρέπουν όχι μόνο στους εύπορους τουρίστες να απολαμβάνουν το θαυμάσιο περιβάλλον μας, αλλά θα εξασφαλίζει την μελλοντική ευημερία και στους Ελληνες καταναλωτές.

Ο Νίκος Χατζηαργυρίου Αντιπρόεδρος και Αναπλ. Διευθύνων Σύμβουλος ΔΕΗ Α. Ε.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10/10/2008)