Η ανακοίνωση της Volkswagen ότι σκοπεύει να κλείσει δύο εργοστάσιά της στη Γερμανία, για πρώτη φορά στα σχεδόν 90 χρόνια της ιστορίας της, είναι μια συμβολική στιγμή όχι μόνο για την εταιρεία που μας έδωσε τον Σκαραβαίο, αλλά και για ολόκληρη τη Γερμανία

Πρόκειται για μια στιγμή-ορόσημο στη βιομηχανική πτώση της Γερμανίας και ένα πλήγμα στην εικόνα της χώρας ως υπερδύναμης των αυτοκινήτων.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ανακοίνωση της Volkswagen ήρθε αμέσως μετά από ένα άλλο σοκ για τη Γερμανία και τους πολιτικούς της, αυτό της μεγάλης ανόδου της άκρας Δεξιάς στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν την περασμένη Κυριακή σε δύο κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.

Πρόκειται για εξελίξεις –οικονομικές και πολιτικές– που αντανακλούν την πραγματικότητα ότι το project της επανένωσης είχε υψηλό κόστος. Το αντιμεταναστευτικό AfD και οι λαϊκιστές της Αριστεράς ανεβαίνουν «πατώντας» πάνω στο χάσμα Ανατολικής – Δυτικής Γερμανίας και το πολιτικό κατεστημένο της χώρας αδυνατεί να τους σταματήσει.

Ενόψει και των εκλογών του 2025, το ερώτημα είναι εάν οι Γερμανοί πολιτικοί μπορούν να αντιμετωπίσουν τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων. Και πολλά θα εξαρτηθούν από το κατά πόσον η Γερμανία μπορεί να επιτύχει ένα νέο οικονομικό θαύμα: να μεταμορφωθεί από εξαγωγέας αυτοκινήτων σε μια υπερδύναμη της καθαρής ενέργειας, διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στα τσιπ και στις μπαταρίες.

Σύμφωνα με το Bloomberg, η πτώση της Volkswagen είναι αποτέλεσμα των ίδιων των προβλημάτων του μοντέλου της Γερμανίας και θέτει υπό αμφισβήτηση την ικανότητα της χώρας να διατηρήσει την ηγετική θέση της στην Ευρώπη.

«Εν μέρει, η Volkswagen προκάλεσε μόνη της τα προβλήματά της λόγω των κακών επιχειρηματικών της αποφάσεων, αλλά η εταιρεία είναι και ένα καλό παράδειγμα των τεράστιων δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Γερμανία ως επιχειρηματικό κέντρο», λέει στο Bloomberg ο Κάρστεν Μπρέσκι, οικονομολόγος της ING. «Η Γερμανία χάνει ανταγωνιστικότητα εδώ και χρόνια και αυτό επηρεάζει και τα πρώην πετράδια του στέμματος της γερμανικής οικονομίας».

Η αυτοκινητοβιομηχανία παράγει περίπου το 4% της συνολικής προστιθέμενης αξίας στη γερμανική οικονομία, καθώς και ένα 4% ακόμη, εάν συνυπολογιστούν σχετικοί τομείς, όπως οι βιομηχανίες των μετάλλων και των ελαστικών. Και την ίδια στιγμή τα αυτοκίνητα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της μοντέρνας ταυτότητας της Γερμανίας.

Η ιστορία της ίδιας της VW ταυτίζεται με εκείνη της μεταπολεμικής Γερμανίας, της ανόδου κόντρα σε όλες τις δυσκολίες, του οικονομικού θαύματος που μετέτρεψε έναν κατεστραμμένο τόπο στη μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης.

Με την έλευση του 21ου αιώνα η Volkswagen κατάφερε με τη βοήθεια της ζήτησης από την όλο και μεγαλύτερη μεσαία τάξη της Κίνας να αποφύγει την τύχη των μεγαλύτερων ανταγωνιστών της από το Ντιτρόιτ.

Ομως σήμερα η εξάρτησή της από τους Ασιάτες καταναλωτές αποδεικνύεται προβληματική. Η άνοδος των κινεζικών εργοστασίων και οι αλλεπάλληλες κρίσεις, από την πανδημία έως την ενεργειακή κρίση, πλήττουν όχι μόνο τη Volkswagen, αλλά και ολόκληρη τη γερμανική βιομηχανία. Και φέρνουν στην επιφάνεια το ερώτημα πόσο ελκυστική είναι η Γερμανία για τις επιχειρήσεις.

Οι υποδομές της υποφέρουν καθώς η δημοσιονομική σύνεση κράτησε τις επενδύσεις σε χαμηλά επίπεδα εδώ και δεκαετίες, ενώ οι επιχειρήσεις διαμαρτύρονται συχνά για τη γραφειοκρατία.

Η απάντηση της κυβέρνησης του Ολαφ Σολτς, σε μια προσπάθεια να μετριάσει τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων στα ανατολικά, ήταν σε μεγάλο βαθμό να δίνει γενναιόδωρες κρατικές επιδοτήσεις στις εταιρείες που άνοιγαν εργοστάσια εκεί.

Ομως αυτή η προσέγγιση δεν λύνει το πρόβλημα της απώλειας ανταγωνιστικότητας μακροπρόθεσμα. Οπως λέει ο βουλευτής του CDU Γενς Σπαν, «η Volkswagen είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου».

Από την άλλη, η Mόνικα Σνίτζερ, οικονομολόγος που συμβουλεύει την κυβέρνηση, προειδοποιεί ότι είναι πολύ νωρίς για να διαγράψει κανείς τη Γερμανία. «Οι γερμανικές εταιρείες μπορούν να συνεχίσουν να πετυχαίνουν εάν διαπρέπουν με τις πιο πρόσφατες τεχνολογίες και τα προϊόντα υψηλής ποιότητας, διατηρώντας παράλληλα το κόστος υπό έλεγχο. Η Γερμανία εξακολουθεί να έχει πολλούς ηγέτες στην παγκόσμια αγορά, ειδικά μεταξύ των λεγόμενων κρυφών πρωταθλητών της, οι οποίοι κυριαρχούν σε εξειδικευμένες αγορές».

Στάσιμο θα παραμείνει φέτος το ΑΕΠ της χώρας, προβλέπει το ινστιτούτο Ifo

Μηδενική ανάπτυξη για τη γερμανική οικονομία αναμένει για το τρέχον έτος το ινστιτούτο οικονομικών ερευνών Ifo του Μονάχου, το οποίο αναθεώρησε σήμερα την προηγούμενη εκτίμησή του για ανάπτυξη της τάξης του 0,4%.    
 
Στη σημερινή ανακοίνωσή του το ινστιτούτο «διορθώνει επίσης την πρόβλεψή του για το 2025, από 1,5% σε 0,9%». «Η γερμανική οικονομία έχει κολλήσει και μαραζώνει στην ύφεση, ενώ σε άλλες χώρες γίνεται αισθητή η ανάκαμψη. Εχουμε μια δομική κρίση. Γίνονται ελάχιστες επενδύσεις, ειδικά στον κλάδο της μεταποίησης, και η παραγωγικότητα παραμένει εδώ και χρόνια στάσιμη.

Εχουμε και οικονομική κρίση, με την κατάσταση στις παραγγελίες να είναι δυσμενής. Η αύξηση της αγοραστικής δύναμης δεν οδηγεί σε αύξηση της κατανάλωσης, αλλά, αντιθέτως, σε περισσότερη αποταμίευση, επειδή οι άνθρωποι είναι αναστατωμένοι», εξήγησε ο επικεφαλής των προβλέψεων του Ifo, Τίμο Βολμερσχόιζερ.    

Το ποσοστό αποταμίευσης είναι τώρα 11,3%, σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο δεκαετίας πριν από την πανδημία, που ήταν 10,1%. 

Την ίδια ώρα ο ρυθμός του πληθωρισμού θα μειωθεί από το 5,9% του 2023 στο 2,2% φέτος, και στη συνέχεια θα περιοριστεί στο 2% και στο 1,9% για κάθε ένα από τα επόμενα δύο χρόνια. 
Το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί από 5,7% πέρυσι σε 6% για το τρέχον έτος, στη συνέχεια θα πέσει στο 5,8% και τελικά θα φτάσει στο 5,3% σε δύο χρόνια. 

Το έλλειμμα του εθνικού προϋπολογισμού είναι πιθανό να φτάσει στο 2% της οικονομικής παραγωγής για το 2024 και να μειωθεί στο 1,3% και στο 0,9% το 2025 και το 2026 αντίστοιχα.

(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)