Το άρθρο 4 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ (εφεξής: ΣΛΕΕ) αναγνωρίζει την συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ της ΕΕ και των χωρών μελών της ΕΕ για την περίπτωση καθορισμού ζώνης αλιείας, (υποθαλάσσιων) ενεργειακών πόρων αλλά και ΑΟΖ.
Επιπλέον, το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού λειτουργίας του διεθνές δικαστηρίου της Χάγης δεν επιτρέπει την συμμετοχή ως τρίτος παρεμβαίνων υπερεθνική νομική οντότητα όπως είναι η ΕΕ σε διαδικασία οριοθέτησης θαλάσσιας ζώνης χώρας μέλους της ΕΕ όπως είναι η Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει επειδή υφίσταται συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ της ΕΕ και της χώρας μέλους της ΕΕ για την περίπτωση καθορισμού ζώνης αλιείας, (υποθαλάσσιων) ενεργειακών πόρων αλλά και ΑΟΖ.
Το ΔΕΕ οφείλει να είναι αποκλειστικά αρμόδιο βάσει δοτής αποκλειστικής αρμοδιότητας και σε καμία περίπτωση άλλο διεθνές δικαστήριο όπως της Χάγης, του Αμβούργου ή ad hoc συσταθέν διεθνές δικαστήριο του άρθρου 286 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS). Το άρθρο 282 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS) δεν επιτρέπει χώρα μέλος της ΕΕ δηλαδή την Ελλάδα να προσφύγει στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, του Αμβούργου ή ad hoc συσταθέν διεθνές δικαστήριο του άρθρου 286 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS) σε περίπτωση που ανήκει σε περιφερειακή Συνθήκη Βλ. ΕΟΚ ή ΕΕ.
Σε αυτήν την δικαστική απαγόρευση συνηγορεί επίσης το άρθρο 344 αλλά και το άρθρο 216 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ ως δεσμευτικό δίκαιο για την Ελλάδα ως χώρα μέλος της ΕΕ. Επίσης Η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982 με την επικύρωση αυτής τον Ιούνιο του 1998 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για λογαριασμό της τότε ΕΟΚ και νυν ΕΕ και με την γραπτή συναίνεση όλων των χωρών μελών αυτής, κατέστη δεσμευτικό κοινοτικό κεκτημένο για όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ όπως η Ελλάδα με αποτέλεσμα να υφίσταται αποκλειστική δοτή αρμοδιότητα του ΔΕΕ για επίλυση διαφορών που ανήκουν στο ενωσιακό δίκαιο μετά την επικύρωση της τον Ιούνιο του 1998 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS) από την πρώην ΕΟΚ.
Για τις υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην ΕΕ όπως είναι η Τουρκία και η Αλβανία ισχύει το εξής: Η Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ με την Τουρκία το 1963 και η Συμφωνία Σύνδεσης ΕΕ με την Αλβανία το 2009 αποτελούν μια ειδική κατηγορία «sui generis» του ενωσιακού δικαίου και σε περίπτωση θαλάσσιας διαφοράς μεταξύ των υποψηφίων χωρών αυτών προς ένταξη στην ΕΕ με χώρα μέλος της ΕΕ να υφίσταται δοτή αποκλειστική αρμοδιότητα στο ΔΕΕ. Ειδικά στην περίπτωση της Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ με την Τουρκία το 1963, το άρθρο 25 παράγραφος 2 προβλέπει ρητώς αυτήν την δοτή αρμοδιότητα του ΔΕΕ. Το ζήτημα το επιλαμβάνεται το Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΟΚ–Τουρκίας και δύναται να το παραπέμψει στο ΔΕΕ. Σε περίπτωση που το πολιτικό αυτό όργανο αρνηθεί να το πράξει, τότε η Ελλάδα -έχοντας έννομο συμφέρον από την αμφισβήτηση της Τουρκίας στην θαλάσσια ελληνική κυριαρχία- δύναται με δική της πρωτοβουλία να κινήσει την διαδικασία ενώπιον του ΔΕΕ χωρίς της έγκριση της Τουρκίας, αλλά και επειδή είναι ισότιμο μέλος αυτού του Συμβουλίου Σύνδεσης.
Η Ελλάδα ως χώρα μέλος της ΕΕ σε περίπτωση που θελήσει να προβεί σε υπογραφή συνυποσχετικού με την Τουρκία με περιεχόμενο τον καθορισμό ΑΟΖ με σκοπό την παραπομπή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, τότε η Ελλάδα σε τέτοιο ενδεχόμενο θα παραβιάσει όλα τα παραπάνω δεσμευτικά για αυτή που απορρέουν από το υπερισχύον ενωσιακό δίκαιο. Ωστόσο, το διεθνές δικαστήριο της Χάγης δύναται ως εξόχως πολιτικό δικαστήριο και όχι νομικό δικαστήριο να αρνηθεί την αρμοδιότητα του ακόμη και σε περίπτωση υπογραφής συνυποσχετικού Ελλάδος-Τουρκίας, διότι όπως αναφέρθηκε από τον Ιούνιο του 1998 η Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS) κατέστη ενωσιακό δίκαιο με νομική ισχύ υπεράνω του δευτερογενούς ή παράγωγου ενωσιακού δικαίου, δηλαδή ευρωπαϊκού κανονισμού ή ευρωπαϊκής οδηγίας και πλέον η ερμηνεία της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS) που εμπεριέχει νομικές έννοιες όπως η ΑΟΖ, η Υφαλοκρηπίδα, ζώνη αλιείας, υποθαλάσσιοι ενεργειακοί πόροι ανήκει αποκλειστικά στο ΔΕΕ βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 1 της Συνθήκης της Λισσαβόνας.
Συμπερασματικά, ως μοναδική νομική λύση για την Ελλάδα ως χώρα μέλος της ΕΕ η οποία θα είναι πλήρως συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο ως υπερισχύον δίκαιο τόσο στην ΕΕ αλλά όσο και στην ελληνική επικράτεια συνίσταται η υποχρεωτική δικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ στις εξής περιπτώσεις: α) η εφαρμογή της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΟΚ με την Τουρκία το 1963 βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2, β) βάσει του άρθρου 273 της ΣΛΕΕ μεταξύ Ελλάδος και Κυπριακής Δημοκρατίας ως χώρες μέλη της ΕΕ υπογραφής συνυποσχετικού διαιτησίας στο ΔΕΕ και με την ενεργό συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως εκπρόσωπος της ΕΕ αλλά και χωρών μελών της ΕΕ διότι υφίσταται από το 2004 εκκρεμότητα θαλάσσιας οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και ζητημάτων του άρθρου 4 της ΣΛΕΕ όπως καθορισμού ζώνης αλιείας αλλά και (υποθαλάσσιων) ενεργειακών πόρων.
Τέλος, δικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας γ) συνίσταται η ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2014/89/ΕΕ της 23ης Ιουλίου 2014 περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό σε περίπτωση που η Τουρκία αμφισβητήσει τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών που θα πραγματοποιήσει η Ελλάδα βάσει της εν λόγω ευρωπαϊκής οδηγίας. Στην περίπτωση αυτή την παραπομπή στο ΔΕΕ μπορούν να ζητήσουν η Ελλάδα και η Τουρκία, εφόσον αποδείξουν έννομο συμφέρον αλλά και επειδή την ερμηνεία και την εφαρμογή της ευρωπαϊκής οδηγίας ως ενωσιακό δίκαιο μόνο το ΔΕΕ μπορεί να πράξει.
Η Ελλάδα λόγω της μη ενσωμάτωσης της ευρωπαϊκής αυτής οδηγίας από την 1η Ιανουαρίου 2017 παραβιάζει το ευρωπαϊκό δίκαιο βάσει του άρθρου 258 ( ΣΛΕΕ) και για το λόγο αυτό έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο ΔΕΕ, την 21 Δεκεμβρίου 2023 και δια του τρόπου αυτού επιβεβαιώνεται πλήρως η αποκλειστική δοτή αρμοδιότητα του ΔΕΕ σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις.
*Δικηγόρος Αθηνών, Δρ. Νομικής Πανεπιστημίου του Αμβούργου, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών, ειδικός εισηγητής σε θαλάσσιες ζώνες στο Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ)