Τον περασμένο Ιανουάριο, ο Λευκός Οίκος είχε ανακοινώσει την παύση των αδειοδοτήσεων για τα νέα έργα εξαγωγών LNG προς κράτη που δεν έχουν Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε αναστάτωση τόσο στην αγορά φυσικού αερίου, όσο και στους επενδυτές. Τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μαζί με τη Βρετανία αποτελούν τον μεγαλύτερο εισαγωγέα αμερικανικού ΥΦΑ, πλήττονται ιδιαίτερα από αυτή την αλλαγή καθώς οι δύο όχθες του Ατλαντικού και διαχρονικοί σύμμαχοι δεν έχουν συνάψει ακόμα κάποια ΣΕΕ. Παρόμοια είναι η εικόνα στις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας, οι οποίες βασίζονται στο LNG για την ενεργειακή τους μετάβαση.
Το κενό αυτό έρχονται να καλύψουν Καναδάς και Μεξικό, δύο κράτη επίσης πλούσια σε ορυκτά καύσιμα. Μέχρι στιγμής, τα δύο κράτη έχουν συγκεντρώσει δεκάδες δις δολάρια σε επενδύσεις για την ανάπτυξη των βιομηχανιών LNG. Οι επενδύσεις αυτές είναι απαραίτητες καθώς οι δύο χώρες έπονται στο κομμάτι των υποδομών σε σχέση με τις ΗΠΑ, οι οποίες μετατράπηκαν στον παγκόσμιο ηγέτη φυσικού αερίου χάρη στη σχιστολιθική επανάσταση. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, Καναδάς και Μεξικό ενδιαφέρονται περισσότερο για τις ασιατικές αγορές, οι οποίες έχουν και πιο μακροπρόθεσμο περιθώριο ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, τα νέα έργα τους κατασκευάζονται στις δυτικές ακτές στον Ειρηνικό, σχεδιάζοντας έτσι να παρακάμψουν και τη Διώρυγα του Παναμά.
Ωστόσο, οι προβλέψεις καταδεικνύουν πως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να κυριαρχούν, παρέχοντας 325,83 εκατομμύρια τόνους ετησίως μέχρι το 2040. Αντιθέτως, οι δύο γειτονικές χώρες βρίσκονται πολύ μακριά, με τον Καναδά να παρέχει 36,2 εκατομμύρια τόνους ετησίως και το Μεξικό 36,7 εκατομμύρια τόνους μέχρι το 2040. Η εικόνα αυτή δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τον κομβικό ρόλο που θα διαδραματίσουν οι ΗΠΑ στην αγορά φυσικού αερίου τις επόμενες δεκαετίες.