Μαλθακή ή Συνετή Ευρώπη;

Aπό τα χρόνια του Ιμπν Xαλντούν (1332-1406), του Εντουαρντ Γκίμπον (1737-1794) και του Αρνολντ Τόινμπι (1889-1975) πολλοί ιστορικοί έχουν αναλώσει τις σταδιοδρομίες τους στη μελέτη του φαινομένου της ανόδου, παρακμής και πτώσης των πολιτισμών. Παραλληλίζοντας έθνη και αυτοκρατορίες με ζώντες οργανισμούς, κατέγραψαν τη μοίρα τους από τη γέννηση, την ανάπτυξη, και την ενηλικίωσή τους, μέχρι τη σταδιακή τους αποδυνάμωση, τη γήρανση και τον θάνατό τους.
Tου Θεόδωρου Κουλουμπή
Τρι, 14 Οκτωβρίου 2008 - 12:04

Aπό τα χρόνια του Ιμπν Xαλντούν (1332-1406), του Εντουαρντ Γκίμπον (1737-1794) και του Αρνολντ Τόινμπι (1889-1975) πολλοί ιστορικοί έχουν αναλώσει τις σταδιοδρομίες τους στη μελέτη του φαινομένου της ανόδου, παρακμής και πτώσης των πολιτισμών. Παραλληλίζοντας έθνη και αυτοκρατορίες με ζώντες οργανισμούς, κατέγραψαν τη μοίρα τους από τη γέννηση, την ανάπτυξη, και την ενηλικίωσή τους, μέχρι τη σταδιακή τους αποδυνάμωση, τη γήρανση και τον θάνατό τους. Κοινή παραδοχή των μελετητών «ανόδου και παρακμής» ήταν ότι ο πολιτισμός φθείρει τις κοινωνίες, οι οποίες με αυταρέσκεια και εσωστρέφεια καταναλώνουν υλικά και πνευματικά αγαθά, διασκεδάζουν αμέριμνες και πλαδαρές, και σιγά-σιγά χάνουν την αρχική ορμή και τη μαχητικότητά τους. Ετσι νέοι παράγοντες ισχύος, οι επιθετικοί «νομάδες» του Χαλντούν, κυριεύουν και εκτοπίζουν τους στατικούς λαούς των γραμμάτων και των τεχνών. Κλασικές περιπτώσεις μας προσφέρουν η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του Βυζαντίου.

Στη μεταψυχροπολεμική εποχή έχει ανοίξει ένας ενδιαφέρον διάλογος -κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες- σχετικά με την ανθεκτικότητα και την ανάγκη διατήρησης των ισχυρών ευρωατλαντικών σχέσεων. Ο γνωστός νεοσυντηρητικός αναλυτής, Ρόμπερτ Κέιγκαν (Robert Kagan), προφανώς ακολουθώντας ασυναίσθητα τους συλλογισμούς του Χαλντούν, ταξινόμησε τους σύγχρονους Αμερικανούς στον αστερισμό του Αρη (του θεού του πολέμου) και τους μεταπολεμικούς Ευρωπαίους στον αστερισμό της Αφροδίτης (της θεάς της αγάπης). Η πρότασή του ήταν ότι η μοναδική υπερδύναμη θα έπρεπε να διατηρεί τη στρατιωτική της υπεροχή, να μη διστάζει να παίρνει μόνη της τις δύσκολες αποφάσεις, και να μην αφήνει κουρασμένους και διστακτικούς εταίρους να βραχυκυκλώνουν την παγκόσμια αποστολή της για την ανατροπή εχθρικών καθεστώτων και την εγκαθίδρυση δημοκρατικών πολιτευμάτων. Αλλά, όπως ευφυώς είχε παρατηρήσει σε πρόσφατο συνέδριο ο Βύρων Θεοδωρόπουλος, ο Κέιγκαν δεν έλαβε υπόψη του τη μεγάλη σύνθεση που μας προσφέρει η θεά Αθηνά, που ταυτόχρονα προστάτευε την ισχύ αλλά και τη σοφία.

Το 2003, καθώς η Γαλλία και η Γερμανία κρατούσαν αποστάσεις από τις αυθαίρετες αποφάσεις του Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους να επιτεθεί στο Ιράκ, ο τότε υπουργός άμυνας των ΗΠΑ (Ντόναλντ Ράμσφελντ) αποφάσισε να εισβάλει και αυτός στο χώρο της «ευρωταξινόμησης». Εξειδικεύοντας το θεώρημα του Κέιγκαν, διαχώρισε τους κατοίκους της γηραιάς ηπείρου σε «παλαιούς» και «νέους». Κατά τον Ράμσφελντ, οι παλαιοί Ευρωπαίοι (με την εξαίρεση των Βρετανών που στήριξαν τον Αμερικανό πρόεδρο στο θέμα του Ιράκ) είχαν τραυματιστεί από τις εμπειρίες του 2ου παγκοσμίου πολέμου και είχαν απολέσει το αγωνιστικό τους ένστικτο. Η νέα Ευρώπη, αντιθέτως, απαρτιζόταν από πρώην σοβιετοκρατούμενες χώρες του Συμφώνου Βαρσοβίας που ήταν αποφασισμένες να ριχτούν στη μάχη υπέρ της πρόσφατα αποκτηθείσας ελευθερίας τους.

Αυτό που διέφυγε από την προβληματική του πρώην υπουργού άμυνας των ΗΠΑ ήταν η ιστορική αντιμετώπιση των εννοιών «παλαιά» και «νέα»: η παλαιά Ευρώπη (από τον Ατλαντικό ώς τα Ουράλια) στα πρώτα ογδόντα εννέα χρόνια του 20ού αιώνα σημαδεύτηκε από δύο παγκόσμιους πολέμους με δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς, από τον ψυχρό πόλεμο κάτω από τη φονική απειλή της πυρηνικής ισορροπίας του τρόμου, από τις σπασμωδικές δράσεις και αντιδράσεις της αποικιοκρατίας, από εθνικιστικές και αλυτρωτικές συγκρούσεις, και από την ανάπτυξη διχαστικών και επεκτατικών ιδεολογιών όπως ο φασισμός και ο κομμουνισμός. Η νέα Ευρώπη έκανε την πρώτη της εμφάνιση μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο στη δυτική πλευρά της τόσο ταλαιπωρημένης ηπείρου. Ο άξονας της νέας Ευρώπης δημιουργήθηκε από τους Γάλλους και τους Γερμανούς που μόλις πρόσφατα είχαν αλληλοσφαγιαστεί. Το πείραμα της δημιουργίας μιας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς ακολούθησε την ιστορική σύλληψη σοφών ηγετών όπως οι Ζαν Μονέ και Ρομπέρ Σουμάν. Μακροχρόνιες γαλλογερμανικές εδαφικές διαφορές παρακάμφθηκαν με τη μέθοδο της συνδιαχείρισης πρώτων υλών, όπως ο άνθρακας και ο χάλυβας. Τα εσωτερικά σύνορα της εκκολαπτόμενης Κοινότητας αποστρατιωτικοποιήθηκαν και εξασφαλίστηκε η ελεύθερη διακίνηση του εργατικού δυναμικού, του κεφαλαίου και των διοικητικών στελεχών των επιχειρήσεων.

Χρόνια αργότερα, μετά τη χρεοκοπία του σοβιετικού μπλοκ, την επανένωση της Γερμανίας και την πολυδιάσπαση της Σοβιετικής Ενωσης, η Ευρωπαϊκή Ενωση των 15 επέλεξε να ασκήσει την επιρροή της στο απελευθερωμένο τμήμα της γηραιάς ηπείρου επιστρατεύοντας τον μοχλό της «διεύρυνσης» και φτάνοντας αισίως στα 27 κράτη-μέλη στις αρχές του 2007. Η διεύρυνση βασίστηκε σε μια απλή εξίσωση: υποψήφιες χώρες επιθυμούσαν διακαώς να εξασφαλίσουν την ένταξή τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια και ως αντάλλαγμα τους ζητήθηκε να προσαρμοστούν στα πολιτικά, οικονομικά και νομικά κριτήρια του λεγόμενου κοινοτικού κεκτημένου. Στα ταραγμένα χρονικά της ευρωπαϊκής ιστορίας η άσκηση καθοριστικής επιρροής -χωρίς την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ή οικονομικών κυρώσεων- αποδείχθηκε μια πραγματικά επαναστατική εξέλιξη στο πεδίο των διακρατικών σχέσεων. Ετσι οι παραδοσιακές θεωρίες περί ανόδου και πτώσης των πολιτισμών που προαναφέραμε άρχισαν να κλονίζονται.

Καθώς ο πλανήτης μας κλείνει την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, ένα ερώτημα κομβικής σημασίας αφορά τη μελλοντική σχέση της Ευρώπης με τη βόρεια Αμερική.

Αρκετοί στοχαστές προβλέπουν (και μερικοί προτιμούν) τη χαλάρωση των παραδοσιακών δεσμών ευρωατλαντικής φιλίας και συμμαχίας της τελευταίας πεντηκονταετίας. Στις ΗΠΑ νεοσυντηρητικοί αναλυτές επαναλαμβάνουν ρυθμικά το σύνθημα ότι οι διεθνείς θεσμοί και οι συμμαχίες περιορίζουν την ελευθερία κινήσεων της «μοναδικής υπερδύναμης». Στην Ευρώπη, αντιστοίχως, αυξάνονται οι φωνές υπέρ μιας στρατιωτικά και πολιτικά ανεξάρτητης ευρωπαϊκής αμυντικής διάταξης που θα μπορούσε να «ανταγωνιστεί και να εξισορροπήσει» τις ΗΠΑ. Ομως, σε ένα κόσμο που αντιμετωπίζει υπαρξιακές απειλές από την καταστροφή του περιβάλλοντος, την διεθνή τρομοκρατία, την εξάπλωση όπλων μαζικής καταστροφής, την εκρηκτική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, την πείνα, τις ασθένειες, τη λαθρομετανάστευση, και την παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική κρίση, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια του αμοιβαίου απομονωτισμού. Μάλλον, τα μεγάλα κέντρα παγκόσμιας στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος (συντονισμένα καλύτερα μέσα από ενισχυμένους θεσμούς όπως η ομάδα των οκτώ -ή των δέκα, αν προστεθούν η Κίνα και η Ινδία) αξίζει να επανεξετάσουν τη δομή και τις λειτουργίες της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας του 19ου αιώνα που εξασφάλισε στην Ευρώπη μια μακροχρόνια περίοδο σχετικής ειρήνης. Η ανάλογη αύξηση των μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μια νέα εποχή Παγκόσμιας Συμφωνίας που θα κάνει τη διαφορά ανάμεσα στην επιβίωση και την καταστροφή του ανθρώπινου είδους.

Ο καθηγητής Θεόδωρος Κουλουμπής είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/10/2008)