Οι έμμεσοι φόροι, κατά κύριο λόγο, να είναι καλά και το 2025 θα γεμίσουν και πάλι τα δημόσια ταμεία. Συγκεκριμένα περισσότερα από 2,5 δισ. ευρώ φορολογικά έσοδα αναμένεται να φέρει στα κρατικά ταμεία το 2025 η ακρίβεια που θα συνεχίσει να πλήττει τα νοικοκυριά. Σε μικρότερο βαθμό, πρόσθετα έσοδα θα φέρει και η ανάπτυξη της οικονομίας 

σε ένα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, το οποίο κατατέθηκε χθες στην Βουλή. Η μεγάλη υπέρβαση στα φορολογικά έσοδα στην οποία επενδύει η Κυβέρνηση οφείλεται κατά κύριο λόγο στην έμμεση φορολογία μέσω του ΦΠΑ και των ΕΦΚ, που μπορεί να στηρίζει την καλή εικόνα του προϋπολογισμού το 2025, εξακολουθεί όμως να αφαιρεί χρήματα από τις τσέπες των πολιτών, οι οποίοι πλήττονται από την συνεχιζόμενη ακρίβεια. Όπως αποδεικνύεται περίτρανα, η ακρίβεια τρέφει τους φόρους του κράτους, αλλά αδειάζει τις τσέπες των Ελλήνων πολιτών. Μόνο τα έσοδα από ΦΠΑ θα είναι αυξημένα κατά 1,2 δισ. ευρώ, ενώ 878 εκατομμύρια πάνω θα είναι ο φόρος εισοδήματος.

Όπως αποδεικνύεται περίτρανα, αυτοί που θα βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη καταβάλλοντας μεγαλύτερους φόρους είναι οι καταναλωτές λόγω των ανατιμήσεων και τα νοικοκυριά που θα πληρώσουν υψηλότερο φόρο εισοδήματος. Μάλιστα, τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα υπολογίζονται παρά τις μειώσεις φόρων, όπως η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και η μείωση του ΕΝΦΙΑ για την ασφάλιση ακινήτων και τα κίνητρα για συγχωνεύσεις.

Το προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπει ότι συνολικώς οι φορολογικές εισπράξεις θα διαμορφωθούν στα 68,2 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 2,474 δισ. ευρώ ή 3,7% έναντι του 2024. Τα έσοδα από φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να ανέλθουν στο ποσόν των 37.798 δισ. ευρώ, ηυξημένα κατά 1.528 δισ. ευρώ ή 4,2% έναντι του 2024. Τα έσοδα από ΦΠΑ αναμένεται να ανέλθουν στο ποσόν των 26.508 δισ. ευρώ, ηυξημένα κατά 1.254 δισ. ευρώ έναντι του 2024, και οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης προβλέπονται στο ποσόν των 7.239 δισ. ευρώ και είναι αυξημένοι κατά 47 εκατ. ευρώ έναντι του 2024. Ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων προβλέπεται να διαμορφωθεί στο ποσόν των 15.052 δισ. ευρώ, ηυξημένος κατά 878 εκατ. ευρώ έναντι του 2024, ως απόρροια της νέας αυξήσεως του κατώτατου μισθού. Μειωμένοι κατά 39 εκατομμύρια ευρώ θα είναι οι τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας, καθώς θα διαμορφωθούν σε 2.395 δισ. ευρώ, λόγω της μειώσεως του ΕΝΦΙΑ κατά 20% στους ιδιοκτήτες που θα ασφαλίσουν τις κατοικίες τους, με φορολογητέα αξία έως 500.000 ευρώ, για φυσικές καταστροφές. Από τους λοιπούς φόρους επί παραγωγής προβλέπονται έσοδα ύψους 456 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 141 εκατ. ευρώ έναντι της εκτιμήσεως του 2024, κυρίως λόγω της καταργήσεως του τέλους επιτηδεύματος στους ελεύθερους επαγγελματίες.

Την ίδια στιγμή, με την ανάπτυξη να προσγειώνεται το 2025 στο 2,3%, τα βλέμματα είναι στραμμένα σε ένα ακραίο σενάριο, μια κλιμάκωση της συγκρούσεως στη Μέση Ανατολή που μπορεί να προκαλέσει ανατροπές σε βασικά μεγέθη της οικονομίας με άμεση συνέπεια την αναθεώρησή τους, στο τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού που θα κατατεθεί στα τέλη Νοεμβρίου.

Όπως αναφέρεται στο προσχέδιο, οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις μακροοικονομικές προβλέψεις για το 2024 και το 2025, περιλαμβάνουν το ενδεχόμενο κλιμακώσεως των γεωπολιτικών κρίσεων στην Ουκρανία και στην Μέση Ανατολή καθώς και πιθανές νέες εστίες γεωπολιτικών εντάσεων, με αντίκτυπο στο διεθνές εμπόριο και στην πορεία αποκλιμακώσεως του πληθωρισμού.

Στην ίδια κατηγορία, η εκδήλωσις νέων ακραίων κλιματικών φαινομένων ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις.

Το ενδεχόμενο πιο επίμονου πληθωρισμού και η διατήρησις περιοριστικής νομισματικής πολιτικής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θα επιδρούσε, επίσης, αρνητικά στην ανάπτυξη, ενώ μία σημαντικά περιοριστική δημοσιονομική πολιτική σε μεγάλες οικονομίες της ΕΕ θα επιδρούσε αρνητικά στις ξένες επενδύσεις και στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.

Ταυτοχρόνως, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο που αξιολόγησε το προσχέδιο αναφέρεται σε δύο ακόμη κινδύνους:

– Στην μεγαλύτερη του αναμενόμενου επιβράδυνση των οικονομιών της Βορείου Ευρώπης, που είναι οι σημαντικώτεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδος και θα μπορούσε να περιορίσει την δυνατότητα της χώρας να χρηματοδοτήσει τυχόν πρόσθετα μέτρα έκτακτης δημοσιονομικής στηρίξεως.

– Μη αναμενόμενες δυσκολίες στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.

Ταυτοχρόνως, ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει μέτρα πρόσθετου δημοσιονομικού κόστους συνολικού ύψους 1,1 δισ. ευρώ τα οποία ανεκοίνωσε ο Πρωθυπουργός στην ΔΕΘ. Μεταξύ των σημαντικωτέρων παρεμβάσεων η μείωσις των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα από την 1η Ιανουαρίου 2025 με κόστος 440 εκατ. ευρώ για τον προϋπολογισμό και ισόποσο όφελος για εργαζομένους και επιχειρήσεις, η νέα αύξηση των συντάξεων με ετήσιο κόστος 401 εκατ. ευρώ (825 εκατ. στην διετία), η κατάργησις του τέλους επιτηδεύματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες με όφελος 238 εκατ. ευρώ, οι αυξήσεις των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων (από τον Απρίλιο ακολουθώντας την προσαρμογή του κατώτατου μισθού) με κόστος 143 εκατ. ευρώ για τον προϋπολογισμό αλλά και η μονιμοποίησις της επιστροφής του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο με δημοσιονομικό κόστος 100 εκατ. ευρώ.

Από την άλλη πλευρά, η εισαγωγή (το 2024) και η αναμόρφωσις (το 2025) του τέλους ανθεκτικότητος στην κλιματική κρίση σε αντικατάσταση του φόρου διαμονής αναμένεται να ενισχύσει κατά 405 εκατ. ευρώ τα έσοδα του προϋπολογισμού, επιβαρύνοντας ισόποσα ξενοδόχους και ιδιοκτήτες ακινήτων στην βραχυχρόνια μίσθωση.

Ακόμη, το 2025 το Χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται να υποχωρήσει στο 149,1% ΑΕΠ. Για την εξυπηρέτηση του Χρέους ο Προϋπολογισμός κατέβαλε τόκους 6,98 δισ. ευρώ το 2024, ποσόν που αντιστοιχεί στο 3% του ΑΕΠ, ενώ το 2025 η σχετική δαπάνη προβλέπεται να μειωθεί οριακώς στα 6,9 δισ. ευρώ, ήτοι 2,8% του ΑΕΠ.

Η δανειακή στρατηγική που θα ακολουθήσει την επόμενη χρονιά ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, μεταξύ άλλων, προβλέπει περιορισμένο εύρος εκδόσεων, λόγω των χαμηλών χρηματοδοτικών αναγκών αλλά και της πρόωρης αποπληρωμής των δανείων 8 δισ. ευρώ. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, η στόχευση της δανειακής στρατηγικής θα είναι η διασφάλιση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, η περαιτέρω παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητος με διατήρηση κατά το δυνατόν της ήδη εκτεταμένης φυσικής ωρίμανσής τους, η μείωση των περιθωρίων δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και η περαιτέρω διασφάλιση της συνέπειας του Ελληνικού Δημοσίου ως κρατικού εκδότη με χαρακτηριστικά χώρας της Ευρωζώνης.