Ο Μπομπ Γούντγουορντ δεν είναι ένας τυχαίος δημοσιογράφος. Είναι ο άνθρωπος που, μαζί με τον Καρλ Μπέρνστιν, αποκάλυψαν το 1972 στην Washington Post το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που έριξε την κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον. Συνεπώς ό,τι κι αν έγραφε, σε ένα «αποκαλυπτικό βιβλίο», θα προκαλούσε αμέσως τεράστιο διεθνές ενδιαφέρον. Πόσο μάλλον εάν αυτές

οι αποκαλύψεις αφορούν παρασκηνιακές συνομιλίες του Τζο Μπάιντεν με την Κάμαλα Χάρις, του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τις «προσωπικές» και συχνά απροσδόκητες απόψεις του αμερικανού προέδρου για ηγέτες, όπως ο ρώσος ομόλογός του και ο Μπενιαμίν Νετανιάχου.

O 81χρονος Γούντγουορντ συνεργάζεται έως σήμερα με την Washington Post, η οποία προδημοσιεύει κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο, που έχει τον τίτλο «War» και θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία την επόμενη εβδομάδα. Πρόκειται για το τέταρτο βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα, από τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ το 2016.

Το βιβλίο ξεδιπλώνει το υπόβαθρο των διεθνών κρίσεων –από την πανδημία του κορονοϊού, ως την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την κλιμακούμενη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή– μπροστά από το οποίο διαμορφώθηκε η πολυετής πολιτική διαμάχη μεταξύ του Τραμπ και Μπάιντεν στο παρελθόν και τώρα, μεταξύ του Τραμπ και της Κάμαλα Χάρις.

Στο τέλος του βιβλίου, ο Γούντγουορντ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Μπάιντεν, παρά τα λάθη του, επέδειξε «σταθερή και αποφασιστική ηγεσία», ενώ ο Τραμπ έχει επιδείξει απερισκεψία και έχει προτάξει το προσωπικό του συμφέρον, πράγματα που τον καθιστούν, κατά την εκτίμηση του Γούντγουορντ, «ανίκανο να ηγηθεί της χώρας».

Μέλη της εκστρατείας του Τραμπ εξέδωσαν μια επιθετική δήλωση για το βιβλίο: «Καμία από τις κατασκευασμένες ιστορίες του Μπομπ Γούντγουορντ δεν είναι αληθινή». Αυτό, ίσως προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη αξιοπιστία στο δημοσιογράφο.

Οταν ο Πούτιν παραλάμβανε τεστ κορονοϊού made in the USA

Οταν ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν πρόεδρος, το 2020, και ενώ τα τεστ για τον κορονοϊό ήταν σε τρομακτική έλλειψη τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, έστειλε κρυφά μεγάλες παρτίδες από αυτά προσωπικά στον Βλαντίμιρ Πούτιν, γράφει ο Γούντγουορντ.

Οπως εξηγεί στο βιβλίο και περιγράφει η Washington Post, ο Πούτιν είχε τρομοκρατηθεί στην ιδέα ότι θα μπορούσε να κολλήσει τη θανατηφόρα ασθένεια. Δέχτηκε τα τεστ, αλλά είπε στον Τραμπ να μην αποκαλύψει ότι του τα είχε δώσει, ανησυχώντας για τις πολιτικές συνέπειες που θα μπορούσε να υποστεί ο πρόεδρος των ΗΠΑ.

«Σε παρακαλώ, μην πεις σε κανέναν ότι μου τα έστειλες αυτά», είπε ο Πούτιν στον Τραμπ, σύμφωνα με τον Γούντγουορντ. Η απάντηση του Τραμπ ήταν: «Δεν με νοιάζει. Καλά».

Το βιβλίο υποδηλώνει επίσης ότι ο Τραμπ και ο Πούτιν μπορεί να έχουν μιλήσει έως και επτά φορές από τότε που ο Τραμπ έφυγε από τον Λευκό Οίκο το 2021. Σε μια περίπτωση, φέτος, ο Τραμπ έδιωξε έναν βοηθό του από το γραφείο του στο κλαμπ του στο Μαρ-α-Λάγκο, ώστε να μπορέσει να πραγματοποιήσει ένα ιδιωτικό τηλεφώνημα με τον Πούτιν.

O Τζέισον Μίλερ, στέλεχος της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, ήταν διστακτικός όταν ο Γούντγουορντ τον ρώτησε για τις επαφές του πρώην προέδρου με τον Πούτιν, λέγοντας τελικά: «Δεν έχω ακούσει ότι μιλάνε, οπότε θα απέφευγα να τοποθετηθώ».

Ο Μπάιντεν βρίζει τον Πούτιν και τον Νετανιάχου

Το «War» περιγράφει τον Μπάιντεν ως έναν προσεκτικό ηγέτη, αλλά γράφει ότι κατ’ ιδίαν έδειχνε ότι η υπομονή του είχε εξαντληθεί με τους «δύσκολους» ξένους ηγέτες, ιδιαίτερα τον Πούτιν και τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Ο Μπάιντεν χαρακτήριζε τον Πούτιν την «επιτομή του κακού» και τον αποκαλούσε στους συμβούλους του «αυτός ο γαμ…ς ο Πούτιν».

Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες πίστευαν εξαρχής ότι η φυλετική εχθρότητα –η ιδέα ότι οι Ουκρανοί ήταν κατώτερος λαός από τους Ρώσους– ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στα σχέδια του Πούτιν για την Ουκρανία, όπως εξηγεί το «War». Σύμφωνα με τον Γούντγουορντ, η Αβριλ Χέινς, διευθύντρια της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών, είπε για τον Πούτιν: «Είναι ένας από τους πιο ρατσιστές ηγέτες του κόσμου».

Ο θυμός του Μπάιντεν για τον Νετανιάχου έβραζε την άνοιξη του 2024, γράφει ο Γούντγουορντ, καθώς ο αμερικανός πρόεδρος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός του ισραηλινού πρωθυπουργού δεν ήταν στην πραγματικότητα να νικήσει τη Χαμάς αλλά να προστατεύσει τον εαυτό του. «Αυτός ο γιος της σκύλας, ο Μπίμπι Νετανιάχου, είναι κακός. Είναι κακός τύπος!», φέρεται να είπε ο Μπάιντεν στους συμβούλους.

Η διπλή προσέγγιση της Χάρις με τον Νετανιάχου

Η Κάμαλα Χάρις είχε μια προσωπική συνάντηση με τον Νετανιάχου τον Ιούλιο, λίγο αφότου ορίστηκε υποψήφια των Δημοκρατικών για την προεδρία. Στις δηλώσεις που έκανε μετά τη συνάντηση, φάνηκε να διαχωρίζει τη θέση της από της από την προσέγγιση του Μπάιντεν στον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα, μιλώντας σε υψηλούς τόνους για το κόστος της στρατιωτικής εκστρατείας και ζητώντας να «μη σιωπήσει» ο κόσμος για τα δεινά των Παλαιστινίων.

Η δημόσια τοποθέτησή της εξέπληξε και εξόργισε τον Νετανιάχου, επειδή ερχόταν σε αντίθεση με την πιο φιλική προσέγγισή της κατά τη διάρκεια της ιδιωτικής τους συνομιλίας, αναφέρει ο Γούντγουορντ. Στο βιβλίο αναφέρεται η δήλωση του Ισραηλινού πρέσβη στην Ουάσινγκτον, Μάικλ Χέρτζογκ,: «Θέλει να είναι σκληρή δημοσίως. Αλλά ιδιωτικά δεν ήταν τόσο σκληρή.».

Το επεισόδιο είναι ένα από τα πολλά που περιλαμβάνονται στο βιβλίο για τη Χάρις, η οποία εμφανίζεται ως η πιστή υπαρχηγός του Μπάιντεν, χωρίς όμως να μπορεί να τον επηρεάσει σε σημαντικές αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής.

Ο τρόμος για τα ρωσικά πυρηνικά

Ο Γούντγουορντ αναφέρεται λεπτομερώς στις επιτυχίες των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, που επέτρεψαν στην Ουάσινγκτον να προβλέψει τα ρωσικά σχέδια για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας στις αρχές του 2022. Οπως γράφει, οι Αμερικάνοι είχαν και έναν δικό τους άνθρωπο μέσα στο ίδιο το Κρεμλίνο.

Ωστόσο, συνεχίζει το βιβλίο, με τις πληροφορίες που λάμβανε, η κυβέρνηση Μπάιντεν άρχισε να τρομοκρατείται μπροστά στο ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει η Ρωσία το πυρηνικό της οπλοστάσιο. Το φθινόπωρο του 2022, αυτή η επιλογή φαινόταν πάρα πολύ πιθανή, καθώς οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ ανέφεραν ότι ο Πούτιν σκεφτόταν σοβαρά τη χρήση ενός τακτικού πυρηνικού όπλου. Εκτιμούσαν την πιθανότητα στο 50%, που είναι πολύ κακό.

Τότε άρχισε, γράφει ο Γούντγουορντ, μια «ξέφρενη προσπάθεια επαναφοράς της Μόσχας από το χείλος του γκρεμού». Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, όταν η Ρωσία φάνηκε να θέτει τις βάσεις για την κλιμάκωση, κατηγορώντας την Ουκρανία ότι προετοιμάζεται να πυροδοτήσει μια «βρώμικη βόμβα», ο υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ Λόιντ Οστιν αρνήθηκε κατηγορηματικά τις κατηγορίες της Ρωσίας σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον υπουργό Αμυνας του Κρεμλίνου, Σεργκέι Σοϊγκού. Ο Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπάιντεν, έδωσε εντολή στην ομάδα του ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, να καλέσει αμέσως στο Κίεβο τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας και να την πείσει ότι η Ουκρανία δεν σκοπεύει να κάνει κάτι τέτοιο.

Ο ίδιος ο Μπάιντεν, την ίδια στιγμή, αποκάλυψε δημοσίως το σχέδιο της Ρωσίας, ενώ ιδιωτικά στηριζόταν στον κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, για να τονίσει στον Πούτιν τις τρομερές συνέπειες της χρήσης πυρηνικών όπλων.

Η πανταχού επιρροή του Σαουδάραβα διαδόχου

Ο διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, ο διαβόητος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, γνωστός με τα αρχικά του MBS, δεν παίζει μεγάλο ρόλο στο βιβλίο του Γούντγουορντ, γράφει η WP, αλλά η επιρροή του είναι εμφανής σε κρίσιμες στιγμές, κάτι που παραδέχονται τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικανοί.

Ο Μπιν Σαλμάν, επί του παρόντος πρωθυπουργός της Σαουδικής Αραβίας, έχει μεγάλη σημασία ως ο de facto ηγέτης της πλουσιότερης χώρας του αραβικού κόσμου. Καλλιέργησε στενούς δεσμούς με τον Τραμπ, ο οποίος επισκέφτηκε το Ριάντ ως πρώτο του σταθμό στο εξωτερικό όταν έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ. Επαιξε, επίσης, ρόλο σε θέματα που παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον για τον Μπάιντεν, ειδικά για τις προμήθειες πετρελαίου και τις προοπτικές εξομάλυνσης των σχέσεων με το Ισραήλ.

Ο Γούντγουορντ συνοψίζει την άποψη του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Αντονι Μπλίνκεν, για τον διάδοχο ως εξής: «Ο MBS δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κακομαθημένο παιδί».

Ενας από τους σημαντικούς συνομιλητές του βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας ήταν ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής της Νοτίου Καρολίνας Λίντσεϊ Γκράχαμ. Ο Γκράχαμ κρατούσε ενήμερους τους βοηθούς του Μπάιντεν για τις προθέσεις του διαδόχου ως προς την πιθανή εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, σύμφωνα με τον Γούντγουορντ, και επίσης διευκόλυνε την επικοινωνία του σαουδάραβα ηγέτη με τον Τραμπ. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του, τον περασμένο Μάρτιο, στη Σαουδική Αραβία, ο Γκράχαμ πρότεινε στον διάδοχο να τηλεφωνήσουν στον Τραμπ. Εκείνος δέχτηκε και η συνομιλία έγινε με ανοιχτή ακρόαση.

Σε προηγούμενο ταξίδι, ο Γκράχαμ είχε ζητήσει από τον διάδοχο να επικοινωνήσει με τον Σάλιβαν, ώστε ο γερουσιαστής να ενημερώσει ταυτόχρονα και τους δύο για μια συζήτηση που είχε με τον Νετανιάχου.

«Γεια, είμαι εδώ με τον Λίντσεϊ», είπε ο Μπιν Σαλμάν στον Σάλιβαν, όταν εκείνος σήκωσε το τηλέφωνο.

 

Protagon.gr