Το σχέδιο επέτυχε να αποτρέψει μια μείζονα κρίση στις χρηματαγορές και αυτό είναι θετικό. Αυτό, όμως, είναι και το μοναδικό καλό που έχω να σχολιάσω. Τώρα που έχουν παρέλθει κάποιες ημέρες και δεν βλέπουμε τα πράγματα από την ίδια οπτική γωνία, ας εξετάσουμε κάποιες από τις οικονομικές επιπτώσεις του σχεδίου διάσωσης.

Το σχέδιο επέτυχε να αποτρέψει μια μείζονα κρίση στις χρηματαγορές και αυτό είναι θετικό. Αυτό, όμως, είναι και το μοναδικό καλό που έχω να σχολιάσω. Τώρα που έχουν παρέλθει κάποιες ημέρες και δεν βλέπουμε τα πράγματα από την ίδια οπτική γωνία, ας εξετάσουμε κάποιες από τις οικονομικές επιπτώσεις του σχεδίου διάσωσης. Πρώτα απ’ όλα δεν αναφέρει συγκεκριμένες εγγυήσεις για τη χρηματαγορά. Κάτι τέτοιο ασφαλώς δεν είναι απαραίτητο όταν πρόκειται για σχέδιο διάσωσης ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος. Στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε εγγύηση για τη χρηματαγορά είναι άρρητη εφ’ όσον όλοι οι άλλοι κάνουν το ίδιο.

Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορούν λογικά να προκύψουν ζητήματα μεταξύ χωρών. Διαφορετικά θα ήταν εντελώς παράλογο να εκδοθούν κρατικές εγγυήσεις για τη διασυνοριακή τραπεζική αγορά της Ζώνης Ευρώ. Δυστυχώς, όμως, είναι και πάλι παράλογο, καθώς δεν είναι αλήθεια πως μπορούμε να σώσουμε όλες τις τράπεζες.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά πως στην Ευρώπη οι σημαντικές για το σύστημα τράπεζες ανέρχονται σε 44 και αυτές πρέπει να σώσουμε αν πτωχεύσουν. Η εκτίμησή της αυτή είναι κοντά στην αλήθεια. Από αυτές τις 44 τράπεζες, μόνο στη Γερμανία είναι σημαντικές για το σύστημα 2.003 τράπεζες, καθώς δεν συμφωνούμε ως προς τον ορισμό της σημαντικής για το σύστημα τράπεζας. Συμβαίνει να θεωρεί η γερμανική κυβέρνηση σημαντικές για το σύστημα όλες τις τράπεζες. Εφ’ όσον το τραπεζικό σύστημα είναι de facto αναξιόπιστο στο σύνολό του (όχι όλες οι τράπεζες αλλά…) αυτό θα ήταν απαγορευτικά δαπανηρό. Ο αριθμός 500 δισ. ευρώ είναι μόνο για τις εφημερίδες. Μέχρι στιγμής μόνον 100 δισ. ευρώ είναι πραγματικά χρήματα, ποσοστό της τάξης του 4% του ΑΕΠ, τα υπόλοιπα είναι de facto ανοικτή πολιτική υπόσχεση. Θα κοστίσει όσο χρειαστεί. Το σύνολο ενεργητικού του γερμανικού τραπεζικού συστήματος είναι σχεδόν 8.000 δισ. ευρώ, οπότε αν και όταν επιδεινωθούν περαιτέρω οι αγορές πίστωσης και αν μας πλήξει η ύφεση, δεν υπάρχει εγγύηση ότι τα 500 δισ. ευρώ θα φτάσουν για να αποτρέψουν τη χρεοκοπία.

Εχουμε, επομένως, δύο επιλογές. Εξακολουθούμε να προσπαθούμε να σώσουμε όλες τις τράπεζες ανεξαρτήτως του πόσο σημαντικές είναι για το σύστημα, οπότε έχουμε μετατρέψει επιτυχώς έναν πιστωτικό κίνδυνο του ιδιωτικού τομέα σε κίνδυνο φερεγγυότητας για τον δημόσιο τομέα. Θα έχουμε κάνει αυτό που έκανε η Ισλανδία αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα. Διαφορετικά θα εγγυηθούμε μόνον όσες τράπεζες είναι σημαντικές για το σύστημα, αυτό που στην πραγματικότητα είμαστε σε θέση να κάνουμε αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι ίσως θελήσουμε να ξοδέψουμε και κάτι για κανένα φορολογικό κίνητρο ώστε να αμβλύνουμε αυτή τη ραγδαία ύφεση. Στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν είναι ασφαλής κάθε τράπεζα και κατά συνέπεια μπορεί να προκύψουν ζητήματα μεταξύ χωρών. Τότε θα χρειαστούμε κάποια ρητή εγγύηση για τις χρηματαγορές.

Αυτά συνεπάγονται ότι πρέπει να ενδώσουμε στην αναπόδραστη συλλογιστική ενός πανευρωπαϊκού σχεδίου διάσωσης του τραπεζικού κλάδου. Αν το είχαμε κάνει από την αρχή, θα ήταν πολύ φθηνότερο καθώς κοστίζει λιγότερο να σώσει κανείς 44 παρά 8.000 τράπεζες, που είναι ο συνολικός αριθμός των τραπεζών στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εγώ υποθέτω πως κάποια στιγμή θα εμφανιστεί ένα σχέδιο σαν αυτό, αλλά θα έρθει επικουρικά στα εθνικά σχέδια, οπότε θα είναι ακόμα χειρότερες οι επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά.

Ο πλέον λογικός τρόπος για να βρει κανείς διέξοδο από αυτό το δίλημμα είναι η αύξηση του πληθωρισμού. (Οι εναλλακτικές είναι κυρώσεις υπό τη μορφή φόρων ή περικοπές των δαπανών.) Για τις ΗΠΑ το πιθανότερο είναι να λυθεί το πρόβλημα με την αύξηση του πληθωρισμού. Το κατά πόσον θα συμβεί το ίδιο και στην Ευρώπη, δεν είναι βέβαιο. Σαφώς η ΕΚΤ δεν πρόκειται να γίνει συνένοχος με τη θέλησή της, αλλά πραγματικά αν κληθούν να επιλέξουν ανάμεσα στην προοπτική μιας εθνικής χρεοκοπίας και εκείνη μιας ανόδου του πληθωρισμού σε μεγάλους αλλά μονοψήφιους αριθμούς, ακόμη και οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί ενδέχεται να επιλέξουν το δεύτερο. Μπορεί να υπάρξει κάποια ευελιξία, οπότε είναι δυνατόν να εξεταστούν κάποιες ενδιάμεσες λύσεις.

Τα σχέδια αυτά, όμως, θέτουν ορισμένα πολύ σοβαρά μακροπρόθεσμα ζητήματα για τα δημόσια οικονομικά και τη νομισματική σταθερότητα, εκτός κι αν λήξει σύντομα η πιστωτική κρίση. Και αυτό δεν θα συμβεί.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15/10/2008)