Η πλήρης οικονομική κατάρρευση αποφεύχθηκε αλλά η πιστωτική κρίση δεν έχει τελειώσει ακόμα. Eπειτα από μία νέα δραματική παρέμβαση, οι κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο αντιμετωπίζουν πλέον κατά πρόσωπο το διττό πρόβλημα που πλήττει τις τράπεζες. Το πρόβλημα της ρευστότητας και τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων. Οι κινήσεις στις οποίες προέβησαν ενίσχυσαν τα χρηματιστήρια και σταθεροποίησαν τις πιστωτικές αγορές.

Η πλήρης οικονομική κατάρρευση αποφεύχθηκε αλλά η πιστωτική κρίση δεν έχει τελειώσει ακόμα. Eπειτα από μία νέα δραματική παρέμβαση, οι κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο αντιμετωπίζουν πλέον κατά πρόσωπο το διττό πρόβλημα που πλήττει τις τράπεζες. Το πρόβλημα της ρευστότητας και τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων. Οι κινήσεις στις οποίες προέβησαν ενίσχυσαν τα χρηματιστήρια και σταθεροποίησαν τις πιστωτικές αγορές.

Αλλά στις 15 και τις 16 Οκτωβρίου οι χρηματαγορές σημείωσαν εκ νέου ελεύθερη πτώση εξαιτίας της ανησυχίας που δημιουργήθηκε ότι δηλαδή οι τράπεζες ναι μεν σώθηκαν αλλά αυτό έγινε πολύ αργά προκειμένου να αποφευχθεί μία παγκόσμια ύφεση.

Για την ώρα τουλάχιστον η κατάρρευση του τραπεζικού κλάδου δείχνει να έχει αποφευχθεί. Προκειμένου να γίνει αυτό χρειάστηκαν συνδυασμένες ενέργειες από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ασίας.

Οι αγορές χρήματος δέχθηκαν τις κινήσεις αυτές με επιφύλαξη αλλά υπήρχαν απτά δείγματα βελτίωσης. Το διατραπεζικό επιτόκιο προσφοράς του Λονδίνου, το Libor, για τα τρίμηνα δάνεια αποτιμώμενα σε δολάρια μειώθηκε και στις 15 Οκτωβρίου σημειώνοντας έτσι τρεις συνεχόμενες ημέρες πτώσης. Το κόστος δανεισμού, κρινόμενο ιστορικά, παραμένει εξαιρετικά υψηλό αλλά το ρίσκο οι τράπεζες να μην μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν τις βραχυπρόθεσμες λειτουργίες τους έχει απομακρυνθεί. Κι αυτό επειδή πλέον οι κυβερνήσεις είναι αυτές οι οποίες δρουν ως αντισυμβαλλόμενα μέρη για τα CDS των τραπεζών.

Ωστόσο το ότι οι τράπεζες διασώθηκαν δεν σημαίνει ότι έχει παρέλθει και η πιστωτική κρίση. Πρέπει ακόμη να γίνουν πολλά έως ότου οι πιστώσεις αρχίσουν να ρέουν και πάλι κανονικά στο σύστημα.

Το κόστος χρηματοδότησης κατά πάσα πιθανότητα θα παραμείνει σε υψηλό επίπεδο. Τα νεύρα των επενδυτών συνεχίζουν να είναι τεταμένα. Οι ανησυχίες σχετικά με την πιστωτική κατάσταση των τραπεζών ενδέχεται να μετεξελιχθούν σε φόβους σχετικά με την κατάσταση των εθνικών οικονομιών, ιδίως στην περίπτωση που οι κυβερνήσεις θεωρήσουν αναγκαίο να ενισχύσουν τις οικονομίες τους προχωρώντας σε δημοσιονομικές δαπάνες.

Στη Βρετανία και τις ΗΠΑ υπάρχουν κι εκεί πολλοί λόγοι για να παραμείνουν επιφυλακτικοί οι επενδυτές. Οι τράπεζες συνεχίζουν να βαρύνονται με τα ίδια τοξικά περιουσιακά στοιχεία που αποτέλεσαν την αρχή για την πιστωτική κρίση. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι θα χρησιμοποιήσουν αυτά τα 700 δισ. δολάρια του σχεδίου διάσωσης για να αγοράσουν αυτά τα τοξικά περιουσιακά στοιχεία. Ομως οι νέες αυτές κεφαλαιακές ενέσεις θα μειώσουν τη δύναμη πυρός της κυβέρνησης. Εξάλλου τα δάνεια που δίνονται στις τράπεζες δεν είναι ανέξοδα. Στην πραγματικότητα πολλά από αυτά είναι πολύ ακριβά. Η βρετανική κυβέρνηση χρεώνει 50 βασικές μονάδες συν το μέσο όρο των περιθωρίων των CDS για κάθε δάνειο που έδωσε σε τράπεζα τους προηγούμενους 12 μήνες. Η Γερμανία τοκίζει τα δικά της δάνεια με 2%. Ορισμένοι αναλυτές έχουν εκφράσει την έκπληξή τους στο γεγονός ότι οι κυβερνήσεις έχουν βάλει κόμιστρα στα δάνεια που δίνουν στις τράπεζές τους.

Αλλά η μεγαλύτερη ανησυχία από όλες είναι μάλλον οι εταιρείες. Το ποσοστό αδυναμίας αποπληρωμής δανείων είναι ακόμη χαμηλό αλλά είναι σίγουρο ότι θα αυξηθεί καθώς η οικονομία θα χειροτερεύει. Το επερχόμενο κλίμα αυτών των εταιρικών πτωχεύσεων θα αυξήσει τους φόβους των επενδυτών στην ήδη καταπονημένη αγορά των CDS. Και καθώς οι κυβερνήσεις εστιάζουν τις προσπάθειές τους στη δανειοδότηση των τραπεζών, οι πηγές δανειοδοτήσεων σε μη τράπεζες γίνονται ολοένα και πιο ευάλωτες, ολοένα και πιο εύθραυστες. Τουλάχιστον όμως είναι θετικό ότι η Fed πρόκειται να δημιουργήσει στις 27 Οκτωβρίου οργανισμό για την αγορά εταιρεικών δανείων. Ακόμη κι έτσι όμως οι εταιρείες θα χρειαστεί να προστρέξουν και στις τράπεζες, κάτι το οποίο θα επιβαρύνει κι άλλο τους ισολογισμούς των τελευταίων.

«Η ιδέα ότι θα υπάρξει ένα σβήσιμο και μία εκ νέου «καθαρή» εκκίνηση στις δανειοδοτήσεις δεν έχει καμιά βάση», σχολιάζει ο Τζορτζ Μάγκνους, οικονομολόγος στην UBS. Η χρηματοοικονομική καταστροφή μπορεί να αποφεύχθηκε αλλά στην παγκόσμια οικονομία ακόμη «μαγειρεύεται» κάτι πολύ άσχημο για το μέλλον.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 19/10/2008)