Τόνισε ότι «η Ελλάδα είναι πρωτοπόρος όσον αφορά στην ενεργειακή μετάβαση. Οι εκπομπές μας έχουν μειωθεί κατά 45% σε σχέση με το 2005, ενώ η η συμμετοχή του λιγνίτη, που κάλυπτε σαφώς περισσότερο από το 50% της ηλεκτροπαραγωγής μας, πλέον έχει περιοριστεί μόλις στο 6%.Σήμερα βασιζόμαστε στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια για σχεδόν το ήμισυ των αναγκών μας σε ηλεκτρική ενέργεια. Μονώνουμε τις κατοικίες και δημιουργούμε μια αλυσίδα αξίας στη δέσμευση άνθρακα για τη βιομηχανία μας. Η Ελλάδα είναι απολύτως προσηλωμένη στην ενεργειακή μετάβαση».
Ωστόσο, όπως είπε «για να προχωρήσουμε, πρέπει να θέσουμε αυτή τη μετάβαση σε πιο στέρεο έδαφος. Η πρόκληση που βλέπω είναι η εξής: πώς μπορούμε να πετύχουμε μια μετάβαση που οι πολίτες μας θα μπορούν να αποδεχθούν και οι επιχειρήσεις μας να αντέξουν οικονομικά; Πώς μπορούμε να αποφύγουμε αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο εναντίον αυτού του φιλόδοξου project;
Πρόκειται για πρόβλημα που έχουμε διαπιστώσει στην Ευρώπη. Η Ευρώπη είναι πρωτοπόρος στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά εξακολουθούμε να έχουμε υψηλότερες τιμές ενέργειας σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον. Είμαστε η μόνη περιοχή που επιβάλλει βαρύ φόρο στις εκπομπές ρύπων. Είμαστε σχεδόν μόνοι στην υπεράσπιση των κανόνων του ελεύθερου εμπορίου».
Στο σημείο αυτό υπογράμμισε ότι «το μερίδιο της Ευρώπης στις παγκόσμιες εκπομπές μειώνεται και το 2023 αναλογούσε μόλις στο 6%. Δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε εγκατάλειψη της βιομηχανίας. Το μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών πρέπει να αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής στρατηγικής κι όχι το αντίθετο».
Πρόσθεσε ότι είναι σαφές πως «χρειαζόμαστε μια έξυπνη πράσινη συμφωνία» και ανέφερε «τέσσερις επείγουσες αναπροσαρμογές για να φτάσουμε εκεί.
Πρώτον, η Ευρώπη και ο κόσμος πρέπει να είναι πιο ειλικρινείς όσον αφορά τα αντισταθμίσματα που συνεπάγεται η ενεργειακή μετάβαση. Ναι, η ενεργειακή μετάβαση θα μειώσει μακροπρόθεσμα το κόστος, αλλά αυτή η μετάβαση δεν θα είναι ανώδυνη.
Πρέπει να προβληματιστούμε σχετικά με μία πορεία που γίνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς και οδηγεί σε μείωση της ανταγωνιστικότητάς μας και μια άλλη πορεία που εξελίσσεται μεν κάπως πιο αργά, επιτρέπει δε στη βιομηχανία να προσαρμοστεί και να ευημερεί. Είναι δική μας ευθύνη να αξιολογήσουμε προσεκτικά αυτά τα αντισταθμίσματα, και όχι να ελπίζουμε ότι θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας.
Δεύτερον, η Ευρώπη χρειάζεται επανεκκίνηση όσον αφορά στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Ξοδεύουμε πάρα πολλά για την επίτευξη στόχων που, στην πραγματικότητα, υπόκεινται σε περιορισμένο έλεγχο και απολαμβάνουν περιορισμένης νομιμοποίησης. Το πήραμε το μάθημά μας όταν προσπαθήσαμε να φέρουμε τη μετάβαση στους αγρότες μας. Δεν μπορούμε να κάνουμε μικροδιαχείριση αυτής της μετάβασης.
Κάθε χώρα πρέπει να επιλέξει το δικό της φιλόδοξο δρόμο. Πρέπει να κινηθούμε δυναμικά για να αντιμετωπίσουμε πρώτα τις «ευκολότερες» εκπομπές ρύπων και να επιτρέψουμε στις νέες τεχνολογίες να ωριμάσουν. Πρέπει πάση θυσία να παραμείνουμε ουδέτεροι όσον αφορά στην εξέλιξη της τεχνολογίας και να αφήσουμε την καινοτομία να κάνει τη δουλειά της.
Τρίτον, η Ευρώπη πρέπει να αφοσιωθεί εκ νέου στην εσωτερική αγορά ενέργειας. Σε επίπεδο ρητορικής, όλοι υποστηρίζουν την εσωτερική αγορά, αλλά στην πράξη, η Ευρώπη συχνά αποτελεί τη συρραφή 27 διακριτών στρατηγικών.
Μερικές φορές έχουμε νοοτροπία μηδενικού αθροίσματος στην Ευρώπη, αντί να σκεφτόμαστε το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο συμφέρον σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Ο ευκολότερος τρόπος για να ενισχύσουμε την εσωτερική αγορά ενέργειας, να πετύχουμε την ενεργειακή μετάβαση και να μειώσουμε τις τιμές της ενέργειας, είναι να επενδύσουμε στα δίκτυά μας.
Η έκθεση Ντράγκι ήταν πολύ σαφής ως προς αυτό: τα δίκτυα αποτελούν ευρωπαϊκό δημόσιο αγαθό. Δεν υπάρχει εσωτερική αγορά χωρίς μαζική επέκταση της δυνατότητας μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.
Και, τέλος, πρέπει να κάνουμε περισσότερα για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, οι πολίτες μας πλήττονται από πρωτοφανείς καταστροφές που συνδέονται με το κλίμα.
Χρειαζόμαστε περισσότερους πόρους για να προετοιμαστούμε, για να ανταποκριθούμε εγκαίρως στο να διασώζουμε ζωές και περιουσίες και να βοηθούμε τους ανθρώπους και τις κοινότητες να οικοδομηθούν και πάλι μετά από μια καταστροφή. Δεν μπορούμε να επικεντρωθούμε τόσο πολύ στο 2050 και να ξεχάσουμε το 2024».
Ολοκληρώνοντας την παρέμβασή του στην Ολομέλεια της COP29 ο πρωθυπουργός τόνισε: «Είμαι προσηλωμένος περισσότερο από ποτέ στην Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ. Η Ευρώπη πρέπει και θα παραμείνει παγκόσμιος ηγέτης στη μετάβαση. Αλλά πρέπει να είμαστε έξυπνοι και πραγματιστές, να επικεντρωνόμαστε στα δεδομένα και στην επιστήμη, με αυξημένη ευελιξία και με μια ανανεωμένη αίσθηση των πραγμάτων που η Ευρώπη, ενωμένη, μπορεί να επιτύχει.
Δεν μπορούμε να αμφιταλαντευόμαστε όσον αφορά στην αποφασιστικότητά μας να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή αλλά πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να διασφαλίσουμε ότι μπορούμε και πρέπει να συνεχίσουμε αυτό το ταξίδι απρόσκοπτα και χωρίς να αφήσουμε κανέναν πίσω».