Σε αυτό λοιπόν το νέο περιβάλλον, όλοι οι δρώντες προσπαθούν να επανατοποθετηθούν, ει δυνατόν να προλάβουν να ισχυροποιηθούν σε επιχειρησιακά πεδία, όπως επιχειρεί με τη βοήθεια Αμερικανών και Βρετανών η Ουκρανία, να κάνουν επίδειξη δύναμης όπως η Ρωσία ή και να διερευνήσουν τις προθέσεις του Τραμπ, «πουλώντας» του χρησιμότητα, όπως η Τουρκία, ώστε τρόπον τινά να τον προκαταλάβουν προτού ορκιστεί στις 20 Ιανουαρίου του 2025.
Mε τον Τραμπ βαδίζουμε σε αχαρτογράφητα νερά, τόσο γιατί οι εκπεφρασμένες θέσεις που προεκλογικά διατύπωσε, εφόσον εφαρμοστούν, θα προκαλέσουν αναταράξεις, όσο και γιατί ο εκρηκτικός χαρακτήρας του τον καθιστά συχνά επιπόλαιο και σπασμωδικό. Δεν είναι τυχαίο ότι το Ισραήλ ξαφνικά θεωρεί ότι έχει επαρκώς αποδεκατίσει Χαμάς και Χεζμπολάχ και είναι πιο πρόθυμο να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός, ενώ το Ιράν, παρά την ανησυχία για επαναφορά στο πυρηνικό του πρόγραμμα, ρίχνει ταυτόχρονα γέφυρες προς την πλευρά Τραμπ. Ακόμη και η κλιμάκωση από πλευράς Ρωσίας εξυπηρετεί τον Τραμπ σε δύο κατευθύνσεις: Αφενός, στοχοποιεί τον Μπάιντεν ως αποκλειστικό υπεύθυνο για την απότομη περαιτέρω επιδείνωση στις σχέσεις Ρωσίας – Ουκρανίας – Δύσης, και αφετέρου, επειδή ο βαθμός επικινδυνότητας ακόμη και για πυρηνικό πλήγμα έχει αυξηθεί, ο Τραμπ μπορεί κάλλιστα να πάρει τα εύσημα πως έσωσε τον πλανήτη από τον πυρηνικό όλεθρο. Προϋπόθεση, βέβαια, είναι ο Πούτιν να ακολουθήσει την οδό της λογικής, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα δυσκολέψει αφάνταστα τόσο τη δική του θέση όσο και αυτή του Τραμπ.
Δεν αποκλείεται έτσι και αλλιώς η έλευση Τραμπ να υποχρεώσει πολλά κράτη όχι μόνο να αλλάξουν την τακτική τους προσέγγιση, αλλά ακόμη και να αναδιαρθρώσουν τη στρατηγική τους ή και το δόγμα τους. Και αυτό γιατί δείχνει διατεθειμένος να θυσιάσει εταίρους των ΗΠΑ, αλλά και να συμπτήξει ένα ισχυρό συμμαχικό μέτωπο απέναντι στην Κίνα. Εξαιτίας της ιδιαίτερα ανεπτυγμένης αυτοπεποίθησής του σε σχέση με την ικανότητά του να διαπραγματεύεται αποτελεσματικά και να φέρνει λύσεις, προκρίνει τον απευθείας διάλογο ιδίως με αυταρχικούς ηγέτες, με τους οποίους πιστεύει ότι μπορεί να συνεννοηθεί καλύτερα, γιατί αποστρέφονται εξίσου θεσμούς και μηχανισμούς, που στις δημοκρατίες παίζουν ρόλο στη λήψη αποφάσεων. Αυτή η συνθήκη ενδέχεται να φέρει ανατροπές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, στον βαθμό που ο Τραμπ, περιστοιχιζόμενος από άτομα της απόλυτης εμπιστοσύνης και ελέγχου του, εν αντιθέσει με την πρώτη του θητεία, πιθανόν να περιφρονήσει το «βαθύ κράτος» της Ουάσιγκτον, άρα και τις παραδοσιακές αντιλήψεις που αυτό εκφράζει. Για τον Τραμπ, ο οποίος δεν έχει συγκεκριμένη ιδεολογική κατεύθυνση ούτε τον εκφράζει απαραιτήτως κάποια σχολή σκέψης, η υπέρβαση ορισμένων κόκκινων γραμμών μπορεί να γίνει ευκολότερα.
Επιπροσθέτως, στην πρώτη του θητεία δεν ενδιαφέρθηκε για τον αντίκτυπο των επιλογών του στη διεθνή θέση των ΗΠΑ, πολύ περισσότερο για τα συμφέροντα των συμμάχων τους, παρά μόνο αποφάσισε με αποκλειστικό κριτήριο τι συμφέρει την Αμερική και τον ίδιο. Αποχώρησε από διεθνείς συμφωνίες, ακριβώς γιατί ήθελε να έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων προκειμένου να προωθεί και να προστατεύει τα στενά αμερικανικά συμφέροντα. Το μήνυμα που έχει φροντίσει ήδη να στείλει προς τους συμμάχους της Ουάσιγκτον είναι ότι θα πρέπει να κάνουν κουμάντο στα του οίκου τους, πληρώνοντας το τίμημα κατοχύρωσης της ασφάλειάς τους, ειδάλλως αν εξακολουθήσουν να ποντάρουν στην προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών, θα βρεθούν στον αέρα. Είναι σαφές ότι η αξία τους για τον Τραμπ θα κρίνεται από την αποτελεσματικότητά τους στην αυτοδιαχείριση της ασφάλειάς τους, την ευθυγράμμισή τους στη μεγάλη εικόνα (βλέπε Κίνα) με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη συμβολή τους στην αποκατάσταση της περιφερειακής τάξης, ώστε να μη χρειάζεται οι Αμερικανοί να χρησιμοποιούν διπλωματικό, οικονομικό και ανθρώπινο κεφάλαιο γι’ αυτόν τον σκοπό.
Θα πρέπει να αναμένουμε και να προετοιμαζόμαστε ανάλογα για την εκ μέρους του Τραμπ προώθηση μιας ατζέντας (προστατευτισμός, μετανάστες) που πιθανόν να ενισχύσει τους εντός Ευρώπης ακραίους σχηματισμούς και η οποία θα προκρίνει την αυτοδιαχείριση εκ μέρους των συμμάχων του, με έμφαση στη συνεισφορά τους στη διευθέτηση κρίσεων και διενέξεων μέσω της ενίσχυσης περιφερειακών συμπράξεων.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")