ΚΕΠΕ: Ένα στα Πέντε Νοικοκυριά Δεν Μπορεί να Εξασφαλίσει Ικανοποιητική Θέρμανση

ΚΕΠΕ: Ένα στα Πέντε Νοικοκυριά Δεν Μπορεί να Εξασφαλίσει Ικανοποιητική Θέρμανση
energia.gr
Πεμ, 28 Νοεμβρίου 2024 - 16:59

Τουλάχιστον ένα στα πέντε νοικοκυριά δεν είχε το 2022 την οικονομική δυνατότητα να εξασφαλίσει ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, συμφώνα με μελέτη του ΚΕΠΕ για την επίδραση της ενεργειακής κρίσης 2021-2022 στην ενεργειακή ένδεια των ελληνικών νοικοκυριών

Το ποσοστό μπορεί να έχει μειωθεί πέρυσι και εφέτος, αλλά όχι δραστικώς. Εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες συνεχίζουν να στερούνται την θέρμανση ή καλύπτουν μόνον εν μέρει τις ανάγκες τους. Συμφώνα με την έρευνα, το ποσοστό των νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα είναι υπερδιπλάσιο για τα φτωχά νοικοκυριά (39,7%), ενώ είναι χαμηλότερο στα μη φτωχά νοικοκυριά (14,4%) το 2022.

«Κατά την τριετία 2020-2022, το διαθέσιμο εισόδημα των φτωχών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 1.268 ευρώ, των μη φτωχών κατά 2.669 ευρώ, ενώ στο σύνολο των νοικοκυριών η αύξηση άγγιξε τα 2.513 ευρώ ετησίως. Παρά όμως την αύξηση των εισοδημάτων, σε όλες τις κατηγορίες νοικοκυριών αυξήθηκε το ποσοστό των νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα. Αυτό δηλώνει ότι η αύξηση των εισοδημάτων δεν επαρκεί, ώστε να αντισταθμίσει την αύξηση στις τιμές της ενέργειας ή/και των λοιπών αγαθών πρώτης ανάγκης, περισσότερο στα φτωχά νοικοκυριά και λιγώτερο στα υπόλοιπα» αναφέρει το ΚΕΠΕ.

Σε επίπεδο Περιφερειών, πάντα για το 2022, η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα (30,3%), που είναι κατά 11,2 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από το σύνολο της χώρας. Ακολουθούν οι Περιφέρειες Πελοποννήσου με 21,5% και Αττικής με 20,9% των νοικοκυριών. Στον αντίποδα ευρίσκεται η Περιφέρεια Ηπείρου με μόνον 9,5% των νοικοκυριών να παρουσιάζουν αδυναμία θερμάνσεως τον χειμώνα ( χαμηλότερη κατά 9,5% από το σύνολο της χώρας), ακολουθούμενη από τις Περιφέρειες Θεσσαλίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με 12,6% των νοικοκυριών.

Άλλα συμπεράσματα που προκύπτουν από την έρευνα αναφέρονται στις Περιφέρειες στις οποίες καταγράφονται υψηλά ποσοστά αδυναμίας για θέρμανση, τόσο για το σύνολο των νοικοκυριών όσο και συγκεκριμένα για τα φτωχά νοικοκυριά, καταγράφονται επίσης υψηλά ποσοστά χρήσεως πετρελαίου θερμάνσεως ως κύριου μέσου θερμάνσεως. Όπως είναι γνωστό, στις περιπτώσεις που η κεντρική θέρμανσις των κτηρίων αφορά σε καυστήρες πετρελαίου θερμάνσεως η αλλαγή του καυσίμου αποτελεί μια δαπανηρή επένδυση, που δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, ειδικώτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσεως. Η παλαιότης και κατά συνέπεια η χαμηλή ενεργειακή θωράκισης των κατοικιών συμβάλλει στις αυξημένες απαιτήσεις για θέρμανσή τους.