Tη δεκαετία του 1970 παρατηρήθηκε ένας σημαντικός περιορισμός της προσφοράς πετρελαίου, ο οποίος είχε προκαλέσει κλιμάκωση της τιμής του μαύρου χρυσού και άλλων πρώτων υλών οδηγώντας στην άνοδο των μισθών και των τιμών, παράλληλα με σημαντική οικονομική επιβράδυνση- ύφεση. Τελικά η δεκαετία αυτή χαρακτηρίστηκε από «θανατηφόρα δόση» στασιμοπληθωρισμού, ενώ αποτέλεσε μια από τις χειρότερες περιόδους για τις μετοχικές αγορές.

Tη δεκαετία του 1970 παρατηρήθηκε ένας σημαντικός περιορισμός της προσφοράς πετρελαίου, ο οποίος είχε προκαλέσει κλιμάκωση της τιμής του μαύρου χρυσού και άλλων πρώτων υλών οδηγώντας στην άνοδο των μισθών και των τιμών, παράλληλα με σημαντική οικονομική επιβράδυνση- ύφεση. Τελικά η δεκαετία αυτή χαρακτηρίστηκε από «θανατηφόρα δόση» στασιμοπληθωρισμού, ενώ αποτέλεσε μια από τις χειρότερες περιόδους για τις μετοχικές αγορές.

Η τιθάσευση του πληθωρισμού αποτέλεσε προτεραιότητα των κεντρικών τραπεζών από το 1980. Ακολουθώντας σταθερά μια αυστηρή νομισματική πολιτική, κατάφεραν να διακόψουν το αυτοτροφοδοτούμενο ανοδικό ράλι μισθών- τιμών που επικρατούσε. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια υποχώρησαν και, μέσω της εξυγίανσης των εταιρικών κερδών, βαθμιαία ενισχύθηκαν οι επιχειρηματικές επενδύσεις και η απασχόληση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια από τις πιο παρατεταμένες περιόδους οικονομικής ευημερίας παγκοσμίως.

Οι φθηνές εισαγωγές προϊόντων από τις αναδυόμενες οικονομίες συνέβαλαν στον έλεγχο του πληθωρισμού στη Δύση, κατάσταση η οποία ενθάρρυνε τη διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων. Ωστόσο, η διατήρησή τους σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα οδήγησε σε δομική υπερβάλλουσα δαπάνη, γεγονός που αποτυπώθηκε στην «υπερθέρμανση» της αγοράς κατοικίας και στη δημιουργία των γνωστών «φουσκών» μέσω των τιτλοποιήσεων, ενώ η ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών οδήγησε σε έκρηξη τη ζήτηση εμπορευμάτων, τα οποία, σε συνδυασμό με την περιορισμένη αύξηση της προσφοράς και τις κερδοσκοπικές θέσεις στις προθεσμιακές αγορές, εκτίναξαν τις τιμές αλλά μαζί και τον πληθωρισμό.

Τα πράγματα τώρα άλλαξαν, με τις αγορές μετοχών και ομολόγων να προεξοφλούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα ύφεση στην κατανάλωση αντίστοιχη με αυτή των αρχών της δεκαετίας του ΄80 και του ΄90. Παράλληλα μπορεί ο πληθωρισμός να υποχωρήσει (λόγω και της πτώσης του πετρελαίου), επιτρέποντας στις κεντρικές τράπεζες να οδηγήσουν τα πραγματικά (αποπληθωρισμένα) επιτόκια σε αρνητικό έδαφος, εν τούτοις έπειτα από δύο χρόνια οι συνθήκες οδηγούν σε νέα πληθωριστική έξαρση.

Στο νέο οικονομικό περιβάλλον μια... νέα «ολέθρια σχέση» δείχνει να εκκολάπτεται, καθώς το μείγμα ανάπτυξης- πληθωρισμού επιδεινώνεται δραματικά, επηρεάζοντας και τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών. Ετσι, μπορεί ο παγκόσμιος πληθωρισμός να υποχωρήσει το 2009 όμως θα είναι σημαντικά μεγαλύτερος της ισχνής ανάπτυξης, επηρεάζοντας και το επενδυτικό τοπίο.

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 23/10/2008)