Το φθινόπωρο του 2008 σηματοδοτεί το τέλος μίας εποχής. Εχοντας μείνει για μία γενιά εκτός του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, εθνικές κυβερνήσεις αναγκάζονται να παρέμβουν για να σώσουν το τραπεζικό σύστημα και τις αγορές.

Το φθινόπωρο του 2008 σηματοδοτεί το τέλος μίας εποχής. Εχοντας μείνει για μία γενιά εκτός του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, εθνικές κυβερνήσεις αναγκάζονται να παρέμβουν για να σώσουν το τραπεζικό σύστημα και τις αγορές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο βασίλειο της ελεύθερης αγοράς και στη Βρετανία, πρωτεργάτη των ιδιωτικοποιήσεων, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα βρέθηκαν στην… ανάγκη του κράτους και αναγκάσθηκαν να αποδεχθούν τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιό τους. Πέραν της μερικής κρατικοποίησή τους, τα εν λόγω ιδρύματα θα πρέπει αναμφίβολα να αποδεχθούν και την επιβολή αυστηρότερων κανόνων και νόμων για τη λειτουργία τους. Για να θυμηθούμε και τον Καρλ Μαρξ προσαρμοσμένο στη σημερινή πραγματικότητα, «οι επενδυτικοί τραπεζίτες ίσως να μην έχουν τίποτα να χάσουν πλέον, εκτός από τις αλυσίδες τους…».

Το φθηνό χρήμα

Η ιδέα ότι οι χρηματαγορές είναι απολύτως απορρυθμισμένες -λειτουργούν δηλαδή ελεύθερα- αποτελεί μύθο. Ρωτήστε οποιαδήποτε εξ αυτών χρειάσθηκε να «συνεργασθεί» με την Επιτροπή Χρηματαγοράς των ΗΠΑ (SEC) ή με τον αντίστοιχό της στη Βρετανία, την Αρχή Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (FSA). Παράλληλα, το φθηνό χρήμα και οι καταθέσεις των Ασιατών διαδραμάτισαν καίριο ρόλο σε ό,τι αφορά τη μέχρι πρότινος τεράστια πλεονασματική ρευστότητα που διοχετεύθηκε στις αγορές με τη μορφή του δανεισμού. Ωστόσο, η επικρατούσα άποψη τα τελευταία 30 χρόνια ήταν αναμφίβολα υπέρ της κυριαρχίας των αγορών και κατά των μέτρων για τη ρύθμισή τους. Γιατί άραγε;

Κάθε βήμα στη μακρά πορεία απορρύθμισης των αγορών έμοιαζε να αντιπροσωπεύει μία σοφή απόφαση στην εποχή του και μαζί, την απάντηση σε κάποιο πρόβλημα του συστήματος. Ενώ δεν ήταν οι αγγλοσαξωνικές οικονομίες που προηγήθηκαν, εκείνες της Ηπειρωτικής Ευρώπης και την Ιαπωνίας ακολούθησαν –διστακτικά και ύστερα από αρκετή γκρίνια– στα χνάρια τους.

Ο Πόλεμος του Βιετνάμ

Ολα ξεκίνησαν με τις ελεύθερα κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ηταν το 1971 όταν ο τότε πρόεδρος, Νίξον, προσπάθησε να επιλύσει το πρόβλημα του διογκούμενου εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ και του υψηλού κόστους του πολέμου στο Βιετνάμ, καταργώντας τη σύνδεση του δολαρίου με τον χρυσό. Στην ουσία, έτσι αποτέλεσε παρελθόν και το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, το οποίο είχε θεσπισθεί με τη συμφωνία Μπρέτον Γουντς, έπειτα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ηταν με αυτήν τη συμφωνία που είχαν θεσπισθεί οι συναλλαγματικοί περιορισμοί και έλεγχοι. Οι παλαιότεροι θα τους θυμούνται και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τη δεκαετία του ’60, οι Βρετανοί που ταξίδευαν για διακοπές στο εξωτερικό δεν μπορούσαν να μεταφέρουν μαζί τους παρά 50 στερλίνες (120 δολάρια ΗΠΑ τότε). Οι επενδύσεις κεφαλαίων στο εξωτερικό κόστιζαν επίσης πολύ ακριβά εκείνη την εποχή, με αποτέλεσμα θεσμικοί επενδυτές, όπως είναι τα ασφαλιστικά Ταμεία, να διατηρούν τα κεφάλαιά τους εγχωρίως.

Ο κόσμος άλλαξε με την ελεύθερη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι επιχειρήσεις που έπρεπε να καλύπτουν το λειτουργικό κόστος τους σε ένα νόμισμα, αλλά πραγματοποιούσαν τις πωλήσεις τους σε άλλο ή άλλα, έπρεπε να λαμβάνουν μέτρα κατά του συναλλαγματικού κινδύνου. Ηταν το 1972, όταν ένας έξυπνος δικηγόρος, ο Λίο Μέλαμεντ, αντιλήφθηκε τη δυνατότητα ή και την ανάγκη ανάπτυξης μίας νέας αγοράς και εισήγαγε τα προθεσμιακά συμβόλαια συναλλάγματος στην αγορά εμπορευμάτων του Σικάγο. Αντίστοιχα συμβόλαια για σειρά εμπορευμάτων διαπραγματεύονταν ήδη για περισσότερο από έναν αιώνα, επιτρέποντας στους αγρότες να καλύπτονται έναντι του κινδύνου της πτώσης των τιμών των προϊόντων τους. Ο κ. Μέλαμεντ προέβλεψε ότι τα προθεσμιακά συμβόλαια των χρηματοοικονομικών προϊόντων θα αποτελούσαν σύντομα μία αγορά πολύ μεγαλύτερη από εκείνην των εμπορευμάτων. Πράγματι, η σημερινή αγορά των παραγώγων προϊόντων αποτελεί την εξέλιξη των πρώτων εκείνων προθεσμιακών συμβολαίων κάλυψης του συναλλαγματικού κινδύνου.

Η σχολή του Σικάγο

Ισως να μην αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι το Σικάγο υπήρξε επίσης η Μέκκα της διανόησης για θέματα που αφορούν την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Με «οδηγητή» τον Μίλτον Φρίντμαν, οι καθηγητές του Πανεπιστημίου του Σικάγο υποστήριξαν ότι η θεωρία του Κέινς, που έδινε έμφαση στη σημασία της κρατικής παρεμβατικότητας στις αγορές, αποδείχθηκε αποτυχημένη. Σύμφωνα με τους ίδιους, η διάθεση και οι χρήσεις των κεφαλαίων είναι πολύ καλύτερο να αποφασίζονται από τις αγορές, παρά από τους γραφειοκράτες. Μετά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’90, η αποκαλούμενη Σχολή του Σικάγο βρήκε απήχηση σε ηγέτες όπως ο Ρόναλντ Ρέιγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ, που είχαν εκλεγεί την περίοδο περί την αλλαγή της δεκαετίας. Οι δύο αυτοί πολιτικοί πίστευαν ότι η περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών θα επέφερε οικονομική ανάπτυξη και ότι θα καθιστούσε πιο δημοφιλή τη συντηρητική παράταξη και ιδέες. Οι ελεύθερες αγορές καθιστούσαν ευκολότερη την πρόσβαση των πολιτών στα στεγαστικά δάνεια, καθώς η κατάργηση πολλών περιορισμών αναφορικά με τον δανεισμό επέτρεψε και τη δραστηριοποίηση στη συγκεκριμένη αγορά δανεισμού ολοένα και περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Χωρίς περιορισμούς

Ενα άλλο αποτέλεσμα του συστήματος των ελεύθερα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, ήταν η έλλειψη πλέον της ανάγκης αυστηρών περιορισμών στις ροές των κεφαλαίων. Οι κυβερνήσεις των κρατών της Ηπειρωτικής Ευρώπης φοβούντο όμως ακόμη τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις των εν λόγω, πλήρως ανεξέλεγκτων ροών και έτσι κινήθηκαν για να δημιουργήσουν το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Αντιθέτως, ο τότε πρόεδρος Ρέιγκαν και η τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας και σημερινή Lady Θάτσερ, προχώρησαν ολοταχώς προς το πλήρες άνοιγμα των κεφαλαιαγορών. Οι αρχικές αντιδράσεις των αγορών ήταν ανάμεικτες, με το δολάριο και τη στερλίνα να ανατιμώνται δραστικά, δημιουργώντας προβλήματα για τους εξαγωγείς των δύο χωρών και επιτρέποντας στην ύφεση των αρχών της δεκαετίας του ’80 να λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις σε ΗΠΑ και Βρετανία.

Η απελευθέρωση ήταν τελικά θετική

Το τελικό στάδιο εξέλιξης της αγοράς διαχείρισης κινδύνου ξεκίνησε μόλις προ δεκαετίας. Τα αποκαλούμενα credit-default swaps (CDS) επιτρέπουν στους επενδυτές να διαχωρίζουν τον κίνδυνο των μεταβολών των επιτοκίων από τον κίνδυνο αδυναμίας κάλυψης των υποχρεώσεων ενός δανειολήπτη. Εναντι μίας προμήθειας –ή υπεραξίας– ένας επενδυτής σε CDS μπορεί να εξασφαλισθεί από τον κίνδυνο της πτώχευσης. Από το μηδέν σχεδόν, η αγορά αυτή απέκτησε τεράστιες διαστάσεις και μεγάλη κινητικότητα μέσα σε λίγα χρόνια και τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα. Οι τιτλοποιήσεις δανείων, που βρίσκονται στο επίκεντρο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αποτελούν ακόμη μία… έμπνευση της δεκαετίας του ’70.

Η απελευθέρωση -ή απορρύθμιση αν θέλετε- των επενδυτικών αγορών έγινε για πολλούς λόγους. Συχνά, οι αρμόδιες Αρχές προσπαθούσαν απλώς να προσαρμοσθούν στην πραγματικότητα, όπως ήταν για παράδειγμα η ραγδαία ανάπτυξη των υπεράκτιων αγορών. Επίσης, άνοιξε τον δρόμο στην υλοποίηση των επιθυμιών των ψηφοφόρων, όπως ήταν η πρόσβαση στον φθηνό δανεισμό. Αν και η απορρύθμιση μπορεί να μην αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη της αναβάθμισης του βιοτικού επιπέδου τα τελευταία 30 χρόνια, έκανε περισσότερο καλό παρά κακό. Θα είναι και ο νέος μας «ρυθμισμένος» κόσμος τόσο ευνοϊκός για όλους;

Το Big Bang του ’86

Την εποχή Ρέιγκαν και Θάτσερ, «οργανισμοί», όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά Ταμεία, μπορούσαν πλέον να μεταφέρουν και να τοποθετούν τα κεφάλαιά τους πέραν των εθνικών συνόρων τους. Στη Βρετανία, το γεγονός αποτέλεσε πρόκληση για τους χρηματιστές και για τους θεσμικούς επενδυτές που λίγο-πολύ ήλεγχαν τη χρηματιστηριακή αγορά. Οι μεγάλοι επενδυτές άρχισαν να παραπονιούνται ότι οι χρηματιστηριακές εταιρείες χρέωναν υπερβολικές προμήθειες στο πλαίσιο μίας μη ανταγωνιστικής αγοράς. Την ίδια ώρα, οι μεγάλες, διεθνείς εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων ανακάλυψαν ότι οι μικρές, χρηματιστηριακές εταιρείες είχαν πολύ μικρά κεφάλαια για να διαχειρίζονται τις συναλλαγές τους.

Η μεγάλη αλλαγή, αποκαλούμενη Big Bang, του 1986 εξομοίωσε τους χρηματιστές με τους μεγάλους διαχειριστές κεφαλαίων και επέτρεψε τη δραστηριοποίηση διεθνών εταιρειών, με περισσότερα κεφάλαια στην αγορά. Οι εταιρείες αυτές μπορούσαν να προσφέρουν υπηρεσίες με χαμηλότερο κόστος και διέθεταν μεγαλύτερα κεφάλαια. Μία ανάλογη μεταρρύθμιση είχε πραγματοποιηθεί το 1975 στη Νέα Υόρκη. Στις ΗΠΑ, όπου η αγορά ήταν πιο αναπτυγμένη, οι θεσμικοί επενδυτές είχαν τη δύναμη να απαιτήσουν την αλλαγή αυτή πολύ νωρίτερα από τους ομολόγους τους στη Βρετανία.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είχαν όμως και άλλες επιπτώσεις. Μειώνοντας τις προμήθειες, συνέτειναν μακροπρόθεσμα στην υποβάθμιση του διαμεσολαβητικού ρόλου (broking) των χρηματιστών, ως πηγής εσόδων τους. Για ένα διάστημα, το γεγονός αυτό δεν κατέστη εμφανές στις πραγματικές διαστάσεις του, λόγω της αύξησης του όγκου συναλλαγών. Ομως, οι διαμεσολαβητές-χρηματιστές άρχισαν να δεσμεύουν ολοένα και μεγαλύτερα δικά τους κεφάλαια στις αγορές. Ετσι, οι δικές τους συναλλαγές άρχισαν να θεωρούνται ελκυστική πηγή εσόδων για αυτούς και τις εταιρείες τους. 
 
(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/10/2008)