Το σοκ που έχει προκληθεί έχει οδηγήσει πολλές πλευρές στην προσπάθεια βεβιασμένης στροφής 180 μοιρών, σε μια προσπάθεια να αποφύγουν να τεθούν στο στόχαστρο της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Αίφνης, «εξωστρεφείς» και ενθουσιώδεις στο πλευρό της κυβέρνησης Μπάιντεν ηγέτες, εμφανίζονται όψιμα ως πολέμιοι της περιώνυμης «woke ατζέντας» και υπέρ της εξεύρεσης λύσης με σκοπό την κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία.
Βασικός στόχος των αλλαγών του Τραμπ και της ομάδας τω βασικών του συνεργατών είναι η αφαίρεση του ιδεολογικού περιτυλίγματος της εξωτερικής πολιτικής των Δημοκρατικών με το οποίο εξάλλου, η διαφωνία ήταν απόλυτη. Πίσω και από αυτό το «περιτύλιγμα» όμως κρύβονταν γεωπολιτικές στοχεύσεις και κολοσσιαία οικονομικά συμφέροντα, όχι ανησυχίες για ανθρώπινα δικαιώματα και αξίες. Είναι αλλαγές που αφορούν τόσο την ουσία όσο και το στιλ άσκησης πολιτικής.
Η νέα αμερικανική κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να συζητήσει και να διαπραγματευθεί, με τους δικούς της βέβαια όρους, μόνο με χώρες που θεωρεί γεωστρατηγικούς δρώντες στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Σε αυτούς δεν συμπεριλαμβάνεται η Ευρώπη. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, φαίνεται πως συμπεριλαμβάνονται η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία και το Ισραήλ, με το τελευταίο να αποδεικνύει ότι ο ρόλος δεν συμβαδίζει πάντα με το μέγεθος. Δεν συμπεριλαμβάνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Χαρακτηριστική ήταν η ομιλία του αντιπροέδρου Βανς στη διεθνούς φήμης Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, η οποία ήδη χαρακτηρίζεται στη συλλογικά σοκαρισμένη Ευρώπη ως «προσβλητική».
Η απόπειρα Σταϊνμάγιερ
Ακόμα και Ευρωπαίοι πολιτικοί του μεγέθους του Γερμανού προέδρου Σταϊνμάγιερ που προσπάθησε να αποκαταστήσει το ηθικό στην Ευρώπη, επιχειρώντας να εκφράσει δυσαρέσκεια για την υπέρμετρα επιθετική ρητορική, δεν κατόρθωσαν να κερδίσουν τις εντυπώσεις. Στην ομιλία του που άνοιξε τις εργασίες της Διάσκεψης και ενδεχομένως σε μια προσπάθεια να προκαταλάβει όσα θα ακολουθούσαν, ανέφερε ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση «δεν σέβεται τους καθιερωμένους κανόνες, τη συνεργασία και την υφιστάμενη εμπιστοσύνη», προσθέτοντας ότι έχει μια πολύ διαφορετική «από τη δική μας» (σ.σ. ευρωπαϊκή) οπτική του κόσμου.
Είπε ότι αυτό «δεν μπορούμε να το αλλάξουμε, πρέπει να το αποδεχθούμε και μπορούμε να το διαχειριστούμε». Ζήτησε από τους Ευρωπαίους ηγέτες να παραμείνουν ψύχραιμοι ενώπιον μιας «χιονοθύελλας [bllizard] ανατρεπτικών πολιτικών ανακοινώσεων από την Ουάσινγκτον» και να μην επιτραπεί «να παραλύσουμε από την πλημμύρα των ανακοινώσεων … να μην παγώσουμε από φόβο». Ζήτησε τέλος, η απουσία κανόνων να μην αποτελέσει «μοντέλο αναδιοργάνωσης του κόσμου».
Θα μπορούσε να προστεθεί ο σκωπτικός σχολιασμός της ομιλίας από Έλληνα παρατηρητή των εξελίξεων, ο οποίος αναρωτήθηκε «εάν εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο των “καθιερωμένων κανόνων”, όταν η γερμανική κυβέρνηση απαιτούσε από την ελληνική κυβέρνηση τον Απρίλιο του 2024 να σταματήσει τις έρευνες υδρογονανθράκων», με δυο αμερικανικούς ενεργειακούς κολοσσούς εμπλεκόμενους, την ExxonMobil και σήμερα την Chevron. Εν ολίγοις, η πραγματική διαφορά ανάμεσα σε ΗΠΑ και Γερμανία είναι και στην ουσία και στο στιλ. Παρά τις διαφορές βέβαια, αυτό που μένει ίδιο είναι ο πυρήνας της πολιτικής αμφοτέρων. Δηλαδή, η προώθηση εθνικών συμφερόντων.
Στις διεθνείς σχέσεις υπάρχει μια… Θουκιδήδειος ιεραρχία που καθορίζεται από την ισχύ καθενός. Όπως η Γερμανία απαιτούσε τότε από μια χρεοκοπημένη «εταίρο και σύμμαχο» χώρα, να μην αξιοποιήσει πλουτοπαραγωγικούς πόρους που θα τη διέσωζαν (υδρογονάνθρακες) για να μην απομακρυνθεί από τις γερμανικές γεωστρατηγικές επιλογές, κάπως έτσι και οι πιο «μονοκόμματοι» στη συμπεριφορά Αμερικανοί, επιχειρούν να επιβάλλουν στην Ευρώπη τις απόψεις τους, διαμηνύοντας ότι δεν είναι διατεθειμένοι ούτε καν να συζητήσουν όσα γι’ αυτούς είναι αυτονόητα.
Με απλά λόγια, όσο η Ευρώπη δεν σοβαρεύεται στην κατεύθυνση της απόκτησης ουσιαστικής στρατιωτικής ισχύος και κοινής φωνής στις διεθνείς υποθέσεις, η Ουάσινγκτον του Τραμπ δεν πρόκειται να την πάρει στα σοβαρά. Απλά θα της υπαγορεύει και της διαμηνύει ότι περιμένει συμμόρφωση. Αυτό δεν σημαίνει ότι επί Μπάιντεν η στάση ήταν πολύ διαφορετική. Η ιδεολογική ταύτιση δεν επέβαλε τη χρήση μέσων πειθαναγκασμού. Το γεωστρατηγικό διακύβευμα όμως ήταν παρόμοιο…
Αγγλοσαξονική γεωπολιτική
Έστω και κάπως απλουστευτικά, το «μεγάλο παιχνίδι» παραπέμπει στην παλιά καθιερωμένη σχολή της γεωπολιτικής που βλέπει στην υδρόγειο ηπειρωτικές και ναυτικές δυνάμεις. Αυτό που θεωρούσε ανάθεμα για τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα τη συνεργασία δυο μεγάλων δυνάμεων της Ευρασίας. Οι Αμερικανοί θέλουν να χρησιμοποιήσουν τη Ρωσία προς όφελός τους στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του πραγματικού πλανητικού ανταγωνιστή τους: της Κίνας.
Η διαφορά ήταν ότι η επηρεασμένη από -ιδιοτελείς- ομάδες πίεσης κυβέρνηση Μπάιντεν, έβλεπε ως προϋπόθεση την καθεστωτική αλλαγή στη Ρωσία. Με την πολιτική της αυτή έφερε πιο κοντά από ποτέ τη Μόσχα με το Πεκίνο, στη βάση του γνωστού «ο εχθρός (Κίνα) του εχθρού μου (ΗΠΑ) είναι φίλος». Η κυβέρνηση Τραμπ αυτό δεν δείχνει να το ασπάζεται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σκοπεύει «να παραδοθεί» στον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν. Παρά τη θετική ρητορική Τραμπ, οι έμμεσες απειλές Βανς από το Μόναχο για το τι μπορεί να συμβεί εάν δεν υπάρξει συνεννόηση με τη Μόσχα είναι χαρακτηριστικές.
Η ρωσική ηγεσία επίσης δεν σκοπεύει να παραδοθεί σε οποιαδήποτε αμερικανική κυβέρνηση. Το ζητούμενο είναι η εξεύρεση μια νέας ισορροπίας. Στο πλαίσιο αυτό άρχισε ήδη να συζητιέται το ενδεχόμενο τριμερούς συνάντησης Αμερικανών, Ρώσων και Κινέζων, σε μια προσπάθεια να βρεθούν κοινά αποδεκτοί κανόνες ειρηνικής συνύπαρξης που θα μειώσουν τη σημερινή αβεβαιότητα που γεννά συνθήκες κάθετης, άρα επικίνδυνης κλιμάκωσης σε πολλά περιφερειακά μέτωπα.
Το επίκεντρο αυτής της νέας διαπραγμάτευσης αναμένεται να είναι τα όρια της αναγνώρισης του αντίστοιχου «Δόγματος Μονρόε» για τους Ρώσους και τους Κινέζους. Η Ευρώπη θα πρέπει να συμβιβαστεί με το ότι δεν αναγνωρίζεται από την Ουάσινγκτον ως ομοτράπεζος σε αυτή τη συζήτηση. Ας ξεκινήσει πρώτα αξιοποιώντας τη συγκυρία για να πραγματοποιήσει μια αντίστοιχη συζήτηση για την εξεύρεση ισορροπιών στο εσωτερικό της…
Η «πτωχή πλην τιμία»…
Καταληκτικά, κι επειδή η σύγχρονη εποχή επαναβεβαιώνει την κυριαρχία του έθνους-κράτους στη διεθνή πολιτική, θα πρέπει να υπάρξει σοβαρός προβληματισμός στην Ελλάδα, προτού είναι πολύ αργά. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρούμπιο, παρά τη φερόμενη ως φιλελληνική του προδιάθεση, μίλησε ήδη με τον Τούρκο ομόλογό του, Χακάν Φιντάν. Όχι όμως και με τον Γιώργο Γεραπετρίτη.
Παρεμπιπτόντως, ο εθισμός στην πεποίθηση περί αγοράς επιρροής στα κέντρα αποφάσεων μέσω της υλοποίησης μερικών εξοπλιστικών προγραμμάτων με τις ΗΠΑ, είναι απλά φαιδρός. Όλα αυτά, για να μην τρέφονται ψευδαισθήσεις στην Αθήνα για το ποιος θεωρείται «παράγοντας» σε μια περιοχή, πέραν των ρητορικών -αυτοϊκανοποιητικού χαρακτήρα- μεγαλοστομιών περί πυλώνων ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
Αν και το πιθανότερο είναι ότι απευθυνόμαστε εις ώτα μη ακουόντων, η Αθήνα οφείλει να ξανακοιτάξει την ουσία της πολιτικής της απέναντι σε «στρατηγικούς συμμάχους» όπως η Γαλλία, η Ινδία, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ). Να προβληματιστεί παράλληλα, αναζητώντας το πόσο συνεκτική γεωπολιτικά είναι η πολιτική της απέναντί τους, εάν στην εικόνα ενταχθεί και η πολιτική της απέναντι στην Τουρκία.
Ας μη ξεχνούν ποτέ οι αρμόδιοι, ότι οι σοβαροί «δρώντες» στην υφήλιο, οι φίλα και οι εχθρικά προσκείμενοι ανεξαιρέτως, μειδιούν με διακηρύξεις εξωτερικής πολιτικής που επικεντρώνουν στο διεθνές δίκαιο και όχι στα γεωστρατηγικά συμφέροντα, τις κοινές προκλήσεις και απειλές. Διαπιστώνοντας παράλληλα στην πράξη σοβαρή διάθεση συνεργατικών σχημάτων με στόχο την αντιμετώπισή τους.
Διαφορετικά, όσα λόμπι και να στρατολογηθούν στην Ουάσινγκτον, η εικόνα της χώρας, όπως έχει σταδιακά «φιλοτεχνηθεί» και παγιωθεί με βάση τη συμπεριφορά της τον τελευταίο μισό αιώνα, δεν πρόκειται να αλλάξει.
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA
(από defence-point.gr)