Είναι η τελευταία, προς το παρόν, επίθεση του Τραμπ κατά της επιστήμης. Είχαν προηγηθεί η αποχώρηση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και το «πάγωμα» των ομοσπονδιακών χορηγιών, με επιπτώσεις σε οργανισμούς έρευνας, όπως το Εθνικό Ιδρυμα Επιστημών (National Science Foundation) και το Εθνικό Κληροδότημα για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (National Endowment for the Humanities). Η τύχη αυτών των αποφάσεων θα κριθεί στα δικαστήρια. Τα μέτρα αυτά έρχονται σε μια περίοδο που παρατηρείται ανεξέλεγκτη διάχυση ψεύδους και ημιμάθειας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Από την εποχή του Μεσαίωνα έχει να γνωρίσει ο δυτικός κόσμος τέτοια επίθεση στην ορθολογική αναζήτηση γνώσης.
Το μέλλον θα δείξει αν το εχθρικό κλίμα για την έρευνα θα οδηγήσει σε μαζική έξοδο επιστημόνων προς τις χώρες καταγωγής τους στην Ευρώπη. Το αν θα γίνει, εξαρτάται από το αν η Ευρώπη είναι προετοιμασμένη να διευκολύνει την επιστροφή, δημιουργώντας π.χ. ειδικά προγράμματα μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Eρευνας ή επιχορηγώντας ιδρύματα που είναι πρόθυμα να δεχθούν αυτό το τεράστιο δυναμικό εγκεφάλων. Η Ελλάδα είναι (μαζί με το Ισραήλ) μία από τις χώρες με τα μεγαλύτερα σε σχέση με τον πληθυσμό της ποσοστά επιστημόνων στη διασπορά. Θα μπορούσε να κερδίσει από αυτή τη συγκυρία;
Τα εμπόδια για την επιστροφή ερευνητών είναι γνωστά: ο μικρός προϋπολογισμός για την έρευνα, οι εξαιρετικά χαμηλές αμοιβές, το τέρας της γραφειοκρατίας και κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις για την εκλογή στα ΑΕΙ, που, σε συνδυασμό με φαινόμενα αναξιοκρατίας, αποτρέπουν επιστήμονες της διασποράς από την κατάθεση υποψηφιοτήτων.
Η πολιτεία δεν έχει λύσει κανένα από αυτά τα προβλήματα και οι πρόσφατες παραιτήσεις της πλειοψηφίας των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Eρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας θυμίζουν ότι οι ελπίδες πως τα πράγματα θα αλλάξουν είναι πενιχρές. Στις παρούσες συνθήκες θα ήταν πραγματικό εθνικό έργο με τεράστια σημασία για το μέλλον της χώρας η συνεργασία κοινωφελών ιδρυμάτων για τη δημιουργία ενός Ιδρύματος Ερευνας, ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, με καμία απολύτως σχέση με τις μισθολογικές και λογιστικές ρυθμίσεις του Δημοσίου, με αυστηρότατα κριτήρια αξιολόγησης και αξιοκρατίας, αφιερωμένου αποκλειστικά στην έρευνα, βασική και εφαρμοσμένη, σε τομείς αιχμής στους οποίους η Ελλάδα είτε διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα είτε μπορεί να αποκτήσει ηγετική θέση (βιοϊατρική, ναυτιλία, κλίμα, διάστημα, αρχαιολογία). Με έμφαση στην αξιοποίηση των απόδημων επιστημόνων και όχι σε ανταγωνισμό, αλλά σε στενή συνεργασία με τα δημόσια ερευνητικά ιδρύματα και ΑΕΙ, θα μπορούσε να γίνει μοχλός για τη γενικότερη ανάπτυξη της έρευνας. Αντίθετα από τις χορηγίες που επιφέρουν πρόσκαιρη ανακούφιση στην έρευνα, ένα γενναίο κληροδότημα για ένα τέτοιο ίδρυμα θα μπορούσε να έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις. Μέσω της σύνδεσής του με την οικονομία θα μπορούσε να καταστεί αυτοχρηματοδοτούμενο.
Υπάρχουν ιστορικά παραδείγματα για το πώς η μαζική έξοδος λογίων και επιστημόνων από κέντρα πολιτισμού οδήγησε στην ανάπτυξη εκείνων που ήταν πρόθυμοι να τους δεχθούν. Η Αναγέννηση οφείλει πολλά στη φυγή λογίων από την Κωνσταντινούπολη και στη δεκαετία του ’30 η μετανάστευση επιστημόνων από τη Γερμανία σε ακαδημαϊκά αμερικανικά ιδρύματα έφερε τις ΗΠΑ στην πρωτοπορία της επιστήμης. Κάποιοι κατέληξαν στην ακαδημαϊκή μου έδρα, το Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών (Institute for Advanced Study) στο Πρίνστον, που είχε μόλις ιδρυθεί. Ανάμεσά τους ο Αϊνστάιν, ο ιστορικός της τέχνης Ερβιν Πανόφσκι, θεμελιωτής της εικονολογίας, o πρωτοπόρος στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών Τζον φον Νόιμαν, ο μαθηματικός Χέρμαν Βάιλ και ο μαθηματικός και φιλόσοφος Κουρτ Γκέντελ.
Το ελληνικό επιστημονικό δυναμικό της διασποράς, ιδίως της πιο πρόσφατης, μπορεί να επιστρέψει στην Ελλάδα. Η συγκυρία ευνοεί την επιστροφή, αν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες. Υπάρχουν πρωτοβουλίες μεταξύ των επιστημόνων της διασποράς που μπορούν να ενώσουν τις δυνάμεις για να στηρίξουν ένα Ιδρυμα Ερευνας. Αρκεί το όραμα να το υιοθετήσουν τα σημαντικότερα κοινωφελή ιδρύματα της χώρας.
*O κ. Aγγελος Χανιώτης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Πανεπιστημίου Πρίνστον.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")