Πολλά από τα μεγαλύτερα ονόματα στον αμερικανικό κλάδο των καυσίμων, μεταξύ αυτών εταιρείες αλλά και λόμπι, όπως το ‘Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου’ και η ‘Ένωση για τα Ανανεώσιμα Καύσιμα και την Ενεργειακή Ανάπτυξη’, δημοσιοποίησαν την κοινή τους επιστολή προς την Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας των ΗΠΑ. Με την επιστολή τους ζητούν από την πρόσφατα διορισθείσα διοίκηση να αυξήσει τις ποσότητες ανανεώσιμων καυσίμων, όπως η εθανόλη από καλαμπόκι, που αναμειγνύονται με τα παραδοσιακά καύσιμα, όπως η βενζίνη.
Η πρακτική αυτή συνδέεται με έναν νόμο από το 2005, καθώς η χρήση βιοκαυσίμων θεωρούταν πιο φιλική προς το περιβάλλον συγκριτικά με την καύση σκέτων πετρελαιοειδών. Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε ήδη αυξήσει τις ποσότητες ανάμειξης, από τα 20,9 δισεκατομμύρια γαλόνια το 2023 στα 22,3 δισεκατομμύρια γαλόνια το 2025. Εκτός από την περαιτέρω αύξηση των ποσοτήτων για το 2026, οι φορείς ζητούν από τη νέα διοίκηση να ανακοινώσει και τους στόχους για τα επόμενα έτη με στόχο να διαμορφώσουν ένα κλίμα σταθερότητας στην αγορά.
Διαχρονικά, οι μεγάλες πετρελαϊκές και οι παραγωγοί βιοκαυσίμων βρίσκονταν σε αντιπαράθεση εξαιτίας του συγκεκριμένου προγράμματος ανάμειξης. Η νομοθεσία αυτή συνιστά ύψιστη προτεραιότητα τόσο για όσους παράγουν βιοκαύσιμα, όσο και πολλούς αγρότες, καθώς τα προϊόντα τους δεν προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, αλλά για μετατροπή σε εθανόλη. Χαρακτηριστικά, το 40% του παραγόμενου καλαμποκιού στις ΗΠΑ, του πιο δημοφιλούς γεωργικού προϊόντος για τη χώρα, πωλείται προς παραγωγή καυσίμων. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη ακυρώσει τον στόχο του Τζο Μπάιντεν για το 50% των συνολικών πωλήσεων αυτοκινήτων το 2030 να είναι EVs, ωστόσο οι εμπλεκόμενοι στην αγορά καυσίμων συνεχίζουν να ανησυχούν.
Πέρα από τον— ενδεχομένως παράλογο υπό τις παρούσες συνθήκες— φόβο για ενίσχυση του μεριδίου των ηλεκτρικών οχημάτων, οι αγρότες ανησυχούν και για το πού θα καταλήξει η παραγωγή τους σε περίπτωση ενός γενικευμένου εμπορικού πολέμου. Εξάλλου, η προηγούμενη σύγκρουση Τραμπ- Κίνας το 2018 έπληξε δραματικά τους παραγωγούς σόγιας, με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αναγκάζεται να παρέχει επιδοτήσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων προκειμένου να αποφευχθούν οι μαζικές χρεωκοπίες.
Αξίζει, όμως, να σημειωθεί πως παρά την προώθησή της ως μία πιο περιβαλλοντικά βιώσιμη πρακτική, η ανάμειξη βιοκαυσίμων και παραδοσιακών πετρελαιοειδών έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ρυπογόνα. Αυτό συνδέεται με δύο ζητήματα: Αφενός, η παραγωγή και επεξεργασία των αγροτικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται στα βιοκαύσιμα παράγει ίσες ή και μεγαλύτερες ποσότητες ρύπων σε σχέση με τα οχήματα εσωτερικής καύσης σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα τους. Αφετέρου, η καύση των αναμεμειγμένων καυσίμων μειώνει την αποδοτικότητα των κινητήρων, ενώ μπορεί να προκαλέσει και ζημιές στα οχήματα. Τέλος, επειδή ένα τόσο μεγάλο ποσοστό της αγροτικής παραγωγής πηγαίνει προς τα διυλιστήρια και όχι τα σουπερμάρκετ, η προσφορά τροφίμων μειώνεται και οι τελικές τιμές των γεωργικών προϊόντων στο ράφι είναι αισθητά αυξημένες.