Η Ευρωπαϊκή Ένωση μου θυμίζει τον Groucho Marx. Αυτός ο ανεπανάληπτος κωμικός έχει μείνει στην ιστορία και για τις ατάκες του, μία εκ των οποίων ήταν: «Αυτές είναι οι αρχές μου. Αν δεν σου αρέσουν, πάντως, έχω κι άλλες». Έτσι και η ΕΕ και τα ημεδαπά φερέφωνά της. Τόσα χρόνια μας λένε για την σημασία της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όλες οι άλλες ανάγκες του πληθυσμού έχουν τεθεί σε δεύτερη μοίρα

Ο υπουργός μας επί των Οικονομικών, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, αναλυτές περιβεβλημένοι με μανδύα επιστημοσύνης μας διαβεβαιώνουν ότι οι κυβερνήσεις οφείλουν εν πρώτοις να κρατούν χαμηλά τις δημόσιες επενδύσεις, τις δαπάνες για υγεία και παιδεία, τις λεγόμενες «κοινωνικές δαπάνες» εν γένει ώστε να παραμένει το έλλειμμα κάτω από το μαγικό όριο του 3% του ΑΕΠ. Υπό το πρόσχημα της δημοσιονομικής αρετής η κυβέρνηση έχει κηρύξει πόλεμο στις επενδύσεις στη χώρα μας, στη δημιουργία δηλαδή παγίων στοιχείων παραγωγής πλούτου. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι κάτω του 14%, το χαμηλότερο ποσοστό σε όλη την ΕΕ με απόσταση από τον προτελευταίο. Είναι γενικώς αποδεκτό ότι για να μένει απλώς στα ίδια επίπεδα μια οικονομία πρέπει οι επενδύσεις να είναι τουλάχιστον το 20% του ΑΕΠ. Η Ευρωζώνη βρίσκεται στο 21,6%, δηλαδή μόλις συντηρείται.

Η στάση επενδύσεων υπάρχει σε όλη την ΕΕ και υποθάλπεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την πολιτική της «πράσινης μετάβασης», απλώς στην Ελλάδα έχει πάρει κραυγαλέα έκταση. Η Επιτροπή, με τους δημοσιονομικούς «κανόνες» που έθεσε σε ισχύ το 2024 επιβάλει στα κράτη μέλη να επιδιώκουν τον περιορισμό του ελλείμματος κάτω του 3% του ΑΕΠ και μόνο δευτερευόντως να μεριμνούν για την συντήρηση του παραγωγικού και κοινωνικού τους ιστού. Προτάσσει δηλαδή έναν στόχο τεχνικό και παραβλέπει έναν στόχο ουσιαστικό.  Έτσι η Επιτροπή στρέφεται εμπράκτως εναντίον της αυτοτελούς επιβίωσης των ίδιων των κρατών μελών.  Είναι τόσο ισχυρός ο ιδεολογικός εξανδραποδισμός των ηγεσιών από την Επιτροπή, και τόσο απόλυτη η κυριαρχία που ασκούν οι Βρυξέλλες στο χώρο της πληροφορίας, ώστε αυτό που προφανώς είναι βλαβερό για τις ευρωπαϊκές χώρες να εμφανίζεται ως επωφελές. Ως ύψιστο καθήκον της κάθε κυβέρνησης προβάλλεται ο περιορισμός του χρέους και του ελλείμματος, αποσιωπάται πλήρως η δυναμική σχέση μεταξύ χρέους και ανάπτυξης. Παρεμπιπτόντως, πρέπει να σχολιαστεί η επιστημονική αγυρτεία όλων των οικονομολόγων εκείνων που δεν διστάζουν να υποστηρίξουν τα πιο αντιφατικά πράγματα μόνο και μόνο για να δρέπουν τους καρπούς της κολακείας στο επικρατούν σύστημα εξουσίας.

Όμως προέκυψε ημίν Trump. Ο νέος πρόεδρος δηλώνει ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει το κόστος της άμυνάς της. Ω της απελπισίας! Εδώ εγκυρότατα γερμανικά ιδρύματα μας λένε ότι η επίθεση της ρωσικής αρκούδας επίκειται, είναι θέμα τριών ετών (την έχουν τοποθετήσει το 2028).  Η Kaja Kalas το προεξοφλεί επίσης, η αγωνία δεν την αφήνει να ησυχάσει. Δεν είναι μόνο η άμυνα της Ευρώπης, είναι και η συνέχεια της ενίσχυσης του πολέμου στην Ουκρανία η οποία είναι η αιχμή του δόρατος και δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί. Η von der Leyen το έχει αναγάγει σε ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής της. Πώς όμως θα γίνει αυτό; Η Ευρώπη στρατιωτικά είναι απολύτως εξαρτώμενη από τις ΗΠΑ όσον αφορά τα οπλικά συστήματα και τα διάφορα πολεμικά σενάρια (contingency plans) που μπορεί να υποστηρίξει. Η επιδίωξη στόχων διαφορετικών από τους στόχους των ΗΠΑ απαιτεί εξαιρετικά μεγάλες δαπάνες και χρόνο ανάπτυξης. Και ως γνωστόν η ίδια η ΕΕ δεν επιτρέπει ούτε σκέψη απόκλισης από την δημοσιονομική πειθαρχία.

Κι όμως! Η προοπτική του πολέμου ασκεί τέτοια ακατανίκητη έλξη στο ιερατείο της ΕΕ ώστε αυτό που μέχρι χθες ήταν αιτία σίγουρης πιστοληπτικής υποβάθμισης και σύμπτωμα παράτολμης, ανεύθυνης πολιτικής έγινε ξαφνικά επιβεβλημένο και σώφρον. Το ένα δάνειο είναι ανεύθυνο, το άλλο δάνειο είναι υπεύθυνο. Η Επιτροπή έχει βάλει στο τραπέζι δύο εναλλακτικές ιδέες. Η μία είναι η έκδοση ομολόγων ύψους € 150 δις για την προμήθεια οπλικών συστημάτων. Η άλλη είναι η «άδεια» στις χώρες μέλη να δανεισθούν έως 1,5% του ΑΕΠ τους καθ’ υπέρβασιν των δημοσιονομικών κανόνων για αμυντικούς σκοπούς. Τα οπλικά συστήματα θα παραγγελθούν από Ευρωπαίους παραγωγούς αλλά και άλλες, παρομοίων αντιλήψεων (like minded) χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία και η Ελβετία, δήλωσε η von der Leyen. Παραβλέποντας ότι «περίπου τα 2/3 των όπλων που αγόρασαν οι Ευρωπαίοι μέλη του ΝΑΤΟ κατά τα τελευταία πέντε έτη παρήχθησαν από τις ΗΠΑ» σύμφωνα με επίσημα στοιχεία. Το οποίο προδίδει ότι τα ευρωπαϊκά οπλικά συστήματα, από μόνα τους, δεν μπορούν να δημιουργήσουν ένα επαρκές αποτρεπτικό σύστημα. Το παραδέχτηκε ευθέως η von der Leyen λέγοντας «τα (υπό έκδοσιν) δάνεια θα επικεντρωθούν σε λίγους επιλεγμένους τομείς στρατηγικής ισχύος όπως drones και κυβερνοασφάλεια (cyber), και θα ξοδευτούν σε συμβόλαια διαρκείας πολλών ετών». Ήδη η Τουρκία λόγω της ανεπτυγμένης βιομηχανίας  της θεωρείται ότι πρέπει να είναι μέρος του Ευρωπαϊκού αμυντικού σχεδιασμού. Ο Timothy Gordon Ash, γνωστός Άγγλος αναλυτής, δήλωσε: «Η Τουρκία έχει το βιομηχανικό μέγεθος για να βοηθήσει στην γεφύρωση των ελλείψεων στην αμυντική βιομηχανική παραγωγή της Ευρώπης....Βέβαια, η Τουρκία θα ζητήσει κάτι σε αντάλλαγμα. Τεχνολογικές ανταλλαγές, πρόσβαση σε χρηματοδότηση και σε αγορές, μια νέα Τελωνειακή Ένωση με την ΕΕ (.....)».

Μένει κανείς εμβρόντητος. Θα περιοριστούμε στα ακόλουθα ερωτήματα:

1.       Τα οπλικά συστήματα που θα αγοραστούν σε ποιόν στρατό θα ενταχθούν, αφού δεν υπάρχει ευρωπαϊκός στρατός; Θα ενταχθούν στον στρατό των χωρών που συνορεύουν με την Ουκρανία, να υποθέσουμε; Ας πούμε η Πολωνία θα ενισχυθεί με αμυντικά συστήματα δισεκατομμυρίων δαπάναις των υπολοίπων χωρών της ΕΕ; Ή θα αναπτυχθούν πολυεθνικά στρατεύματα σε αυτές τις χώρες, με αμυντικά συστήματα που θα επιλέξει ποιος;

2.       Η προτεραιότητα είναι ο αποκτηθησόμενος εξοπλισμός να είναι best of class ή να είναι Ευρωπαϊκής προέλευσης; Όπως έδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία, τα ευρωπαϊκά όπλα απεδείχθησαν πολύ υποδεέστερα των αμερικανικών. Άρα υπάρχει ο κίνδυνος να γεμίσουν οι αποθήκες με αμφιβόλου αποτελεσματικότητος οπλικά συστήματα.

3.       Αν προκριθεί η δεύτερη λύση που προτείνει η ΕΕ (του εθνικού δανεισμού έως 1,5% του ΑΕΠ), τα δάνεια αυτά θα έχουν την εγγύηση της ΕΕ ώστε να έχουν χαμηλότερο κόστος? Αν όχι, γιατί να προβεί στον δανεισμό αυτόν μια χώρα (εκτός εάν «βαφτίσει» ως αμυντικές δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα, που είναι και η πρώτη σκέψη που θα έχει κάποιος);

4.       Μήπως οι  αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες δεν είναι η καλύτερη λύση για την αποτροπή του ρωσικού κινδύνου; Επί τρεις δεκαετίες (1990-2020) η Ευρώπη συνεργαζόταν με τη Ρωσία κατά τρόπο αμοιβαία επωφελή και είχαμε ευημερία στην Ευρώπη. Μήπως η επίκληση του ρωσικού κινδύνου είναι ένα πρόσχημα, μάλλον διάτρητο, για να θησαυρίσουν κάποιες πολύ συγκεκριμένες βιομηχανίες εις βάρος των ευρωπαϊκών κρατών και ιδίως εκείνων που ΔΕΝ έχουν αμυντική βιομηχανία;

5.       Σε χώρες που είχαν επί σειρά ετών εξαιρετικά αυξημένες αμυντικές δαπάνες πριν την τωρινή έγκριση του «εκτάκτου» 1,5 % του ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα, θα τους δοθεί έγκριση να κάνουν τώρα κάποιες απολύτως επιβεβλημένες δημόσιες δαπάνες μη αμυντικές; Ως αντιστάθμιση των αχρεωστήτων αμυντικών δαπανών τους κατά το παρελθόν;

*Ανώτερο Διευθυντικό Στέλεχος μεγάλου Ελληνικού Ομίλου Επιχειρήσεων

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr