Από την άλλη πλευρά, οι ανακατατάξεις στη διεθνή σκακιέρα αναδεικνύουν πόσο απαραίτητη είναι η έγκαιρη ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας.
Η Γαλλία και η Γερμανία πρωτοστατούν στο κίνημα για χαλάρωση των ορίων αποθήκευσης φυσικού αερίου που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο γαλλογερμανικός άξονας, καθώς και αρκετές άλλες χώρες όπως η Ολλανδία, η Ουγγαρία, και η Σλοβακία ζητούν μείωση των ορίων κατά 10%. Αυτό θα σήμαινε πως τα συνολικά αποθέματα της ΕΕ θα έπρεπε να ήταν γεμάτα κατά 80% την 1 Νοεμβρίου, αντί για 90%. Επιπροσθέτως, μία σειρά άλλων μέτρων έχουν πέσει στο τραπέζι. Μεταξύ αυτών η ελαστικότητα στις διορίες ελέγχου, με ορισμένους να προτείνουν την 1 Δεκεμβρίου εναλλακτικά.
Εκτός από τα κράτη-μέλη, τα επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν επίσης ζητήσει αλλαγή του σημερινού συστήματος. Ο βασικός λόγος για αυτό είναι το υψηλό κόστος που ενέχει η αγορά φυσικού αερίου που δεν καταναλώνεται άμεσα. Παράλληλα, με τις διεθνείς αγορές να γνωρίζουν ότι οι ευρωπαϊκές χώρες είναι υποχρεωμένες να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες του καυσίμου, οι τιμές αντικατοπτρίζουν τις ελπίδες των προμηθευτών. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στα καλοκαιρινά συμβόλαια μελλοντικής παράδοσης, τα οποία είναι υπερβολικά αυξημένα συγκριτικά με προηγούμενα χρόνια, καθώς και με τα αντίστοιχα των χειμερινών μηνών, οι οποίοι θεωρούνται παραδοσιακά περίοδος αιχμής.
Εξαιτίας της δομής του ευρωπαϊκού συστήματος ενέργειας, οι υψηλότατες τιμές του φυσικού αερίου επηρεάζουν ολόκληρη την οικονομία της Ευρώπης. Το πρόβλημα αυτό είναι ακόμα πιο έντονο φέτος επειδή μία σειρά παραγόντων— ο ψυχρότερος καιρός, η υπολειτουργία των ΑΠΕ, και η διακοπή των ουκρανικών αγωγών— έχει οδηγήσει σε ακόμα μαζικότερη χρήση του φυσικού αερίου ώστε να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες. Εξού και τα φετινά αποθέματα βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με προηγούμενα έτη. Χαρακτηριστικά, το κόστος του φυσικού αερίου για βιομηχανική χρήση στη Γερμανία είναι από 3 ή 5 φορές υψηλότερο σε σχέση με άλλες ισχυρές βιομηχανικές δυνάμεις, ενώ το γενικό κόστος ενέργειας είναι 50% ή 100% υψηλότερο συγκριτικά με άλλες αναπτυγμένες οικονομίες.
Παρά τις πιέσεις, οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν δηλώσει πως οποιαδήποτε αλλαγή θα ισχύσει από το 2026 και μετά, όχι φέτος. Κάτι τέτοιο βεβαίως προϋποθέτει πως αρχικά θα εγκριθεί η παράταση των δεσμευτικών αποθεμάτων, με τις Βρυξέλλες να χαρακτηρίζουν αυτή τη δικλείδα ασφαλείας ως ύψιστης σημασίας, και δεύτερον πως τα κράτη-μέλη θα συμφωνήσουν σχετικά με το ποιες θα είναι οι αλλαγές. Εντούτοις, μία τέτοια διαπραγμάτευση θα επέτρεπε σε συγκεκριμένες κυβερνήσεις όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία να ζητήσουν ορισμένα ανταλλάγματα, με την επανέναρξη της μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας να βρίσκεται στην κορυφή.