Όπως έδειξαν οι διασκέψεις που οργάνωσαν οι Μακρόν και Στάρμερ, στην ατζέντα υπάρχουν δύο διακριτά και μη αλληλεξαρτώμενα ζητήματα, τα οποία οι ευρωπαϊκές ηγεσίες συνειδητά συγχέουν: Το πρώτο είναι η δημιουργία μίας ευρωπαϊκής αμυντικής δομής που να μην εξαρτάται από τις ΗΠΑ. Το δεύτερο είναι η παροχή βοήθειας και εγγυήσεων ασφαλείας στην Ουκρανία. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθώ με το πρώτο ζήτημα

Όπως είναι γνωστό, η ανάγκη για αμυντική χειραφέτηση της Ευρώπης δεν προέκυψε από την πρόθεσή της να αυτονομηθεί από τις ΗΠΑ. Μία χαρά ήταν βολεμένη με την αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα. Προέκυψε από τη δεδηλωμένη πρόθεση του προέδρου Τραμπ να μη συνεχίσει να προσφέρει την σχεδόν δωρεάν αμυντική προστασία που απολαμβάνει η Ευρώπη εδώ και 75 χρόνια μέσω του ΝΑΤΟ. Δεδομένου ότι όλα δείχνουν πως ο Τραμπισμός δεν είναι παρένθεση, η συγκρότηση ευρωπαϊκής άμυνας έχει καταστεί μονόδρομος.

Τι σημαίνει άραγε ευρωπαϊκή άμυνα; Σημαίνει δημιουργία μίας ενιαίας ευρωπαϊκής αμυντικής δομής; Όσοι ονειρεύονται έναν ενιαίο ευρωστρατό, αντίστοιχο των αμερικανικών και ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, παρακάμπτουν το θεμελιώδες πρόβλημα ότι η ΕΕ αποτελείται από εθνικά κράτη με διαφορετικά προβλήματα ασφαλείας και ως εκ τούτου με διαφορετικά συμφέροντα και προτεραιότητες. Οι Βαλτικές χώρες, η Πολωνία και η Ρουμανία θεωρούν –δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα– εχθρό και απειλή τη Ρωσία. Δεν ισχύει το ίδιο για την Ελλάδα και την Κύπρο, οι οποίες αντιμετωπίζουν εκπεφρασμένη και έμπρακτη απειλή από την Τουρκία. Αλλά δεν ισχύει και π.χ. για χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Μάλτα) που δικαιολογημένα δεν νοιώθουν καμία απειλή από τη Ρωσία ή από άλλο κράτος, λόγω και απόστασης.

Η ΕΕ είναι μία πολυεθνική (κυρίως οικονομική) ένωση, ούτε καν ομοσπονδία. Γι’ αυτό και βεβαίως δεν θα έλθουν ποτέ να πολεμήσουν οι Γερμανοί και οι Πολωνοί εναντίον της Τουρκίας εάν η Ελλάδα δεχθεί επίθεση. Όπως, μάλιστα, ήδη φαίνεται, οι βορειοευρωπαίοι σχεδιάζουν να εντάξουν με κάποια ειδική σχέση την Τουρκία στην ευρωπαϊκή αμυντική δομή, αδιαφορώντας πλήρως για την κατοχή της βόρειας Κύπρου και τις απειλές εναντίον της Ελλάδας. Γι’ αυτούς η απειλή εναντίον του Ελληνισμού είναι μία ενοχλητική λεπτομέρεια. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η Ρωσία.

Ευρωπαϊκή άμυνα ή αντιρωσικός συνασπισμός;

Όταν, όμως, η Ευρώπη μιλάει για ευρωπαϊκή άμυνα, θα έπρεπε να εννοεί άμυνα όλης της ΕΕ, άμυνα σ’ όλο το μήκος των εξωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων. Διαφορετικά δεν θα πρόκειται για ευρωπαϊκή άμυνα, αλλά για έναν αποκλειστικά αντιρωσικό συνασπισμό. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα θα βρεθεί στη θέση που βρίσκεται στο ΝΑΤΟ. Ενώ το άρθρο 5 υποχρεώνει τη Συμμαχία να προστατεύσει κάθε κράτος-μέλος από εξωτερική απειλή, δεν το προστατεύει από απειλή που εκπορεύεται από άλλο κράτος-μέλος. Σε τέτοιες περιπτώσεις κυριαρχεί στην καλύτερη περίπτωση ο ποντιοπιλατισμός.

Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν ανάγκη από ευρωπαϊκή άμυνα, όχι από αντιρωσική συμμαχία. Γι’ αυτό αμφότερες οφείλουν να ξεκαθαρίσουν εγκαίρως τη θέση τους κι όχι να υποκύψουν στις πιέσεις για να βάλουν τον δικό τους “λύκο” μέσα στο ευρωπαϊκό μαντρί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε μία τέτοια συζήτηση Αθήνα και Λευκωσία θα είναι μόνες, αφού το πρόβλημά τους δεν απασχολεί κανένα άλλο κράτος-μέλος. Εντός της ΕΕ, όμως, διαθέτουν θεσμικές δυνατότητες, μη εξαιρουμένου του βέτο. Ας αφήσουν τον Μακρόν και τον Στάρμερ να παίζουν με τη “συμμαχία των προθύμων”, αλλά εκτός του κοινοτικού πλαισίου.

Το ReArm είναι κοινοτικό πρόγραμμα και δεν πρέπει να συγχέεται ή πολύ περισσότερο να εμπλέκεται με τη “συμμαχία των προθύμων”. Έτσι κι αλλιώς, το ReArm αφορά κυρίως την αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών κατά παρέκκλιση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας. Από αυτό η Ελλάδα θα επωφεληθεί για να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις της, χωρίς καμία θεσμική υποχρέωση να τις εντάξει στην αντιρωσική συμμαχία των Μακρόν-Στάρμερ.

Όνειρο απατηλό

Το γεγονός ότι τίποτα δεν έγινε τις προηγούμενες δεκαετίες για συγκρότηση ευρωπαϊκής άμυνας δεν οφείλεται μόνο στην ύπαρξη του ΝΑΤΟ και στο βόλεμα των ευρωπαϊκών κρατών. Οφείλεται και στην αδυναμία συγκρότησης ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων. Προφανώς, θα υπάρξουν συνεργασίες στο επίπεδο της πολεμικής βιομηχανίας, όπως άλλωστε ήδη υπάρχουν. Είναι επίσης πολύ πιθανόν να συγκροτηθεί ένας μικρού μεγέθους ευρωστρατός, ως δύναμη ταχείας επέμβασης, αλλά είναι όνειρο απατηλό η δημιουργία ενός πραγματικού ευρωστρατού ικανού να εγγυηθεί από μόνος του την ασφάλεια της Ευρώπης.

Τα ευρωπαϊκά κράτη –ειδικά τα μεγάλα– θα υποχρεωθούν να αναπτύξουν τις ένοπλες δυνάμεις τους ξεχωριστά, αυξάνοντας σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες τους. Αυτός είναι ο λόγος που τα 800 δισ. ευρώ του ReArm δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία πραγματικού ευρωστρατού, αλλά για τον εξοπλισμό των εθνικών κρατών. Στην καλύτερη περίπτωση, δηλαδή, θα προκύψει ένα συμμαχικό σχήμα κι όχι ενιαίες ένοπλες δυνάμεις.

Οι αμυντικές δαπάνες, όμως, δεν αρκούν από μόνες τους να δημιουργήσουν αξιόμαχους στρατούς στην Ευρώπη. Οι εξοπλισμοί είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι ότι στις ευρωπαϊκές κοινωνίες έχει τα τελευταία 70 χρόνια αναπτυχθεί μία κουλτούρα ατομικιστικού καταναλωτισμού και ευδαιμονισμού, η οποία έχει συρρικνώσει δραστικά τη διάθεση των Ευρωπαίων να πολεμήσουν για την πατρίδα τους. Σ’ αυτό το δεύτερο επίπεδο, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι παραδοσιακά μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις (Βρετανία, Γερμανία και Γαλλία) έχουν πλέον μετατραπεί σε σκιές του άλλοτε ισχυρού εαυτού τους.

Η ευρωπαϊκή (νεο)φιλελεύθερη πολιτική ελίτ αντιλαμβάνεται πως οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι δυσαρεστημένοι από τις πολιτικές λιτότητας που περισσότερο ή λιγότερο εφαρμόζονται μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης του 2008. Αντιλαμβάνεται κατ’ επέκταση πως σ’ αυτό το κλίμα είναι δύσκολο να πειστούν οι λαοί να “σφίξουν ακόμα περισσότερο το ζωνάρι” για να χρηματοδοτήσουν τις πολλαπλάσιες αμυντικές δαπάνες.

Ο ρωσικός μπαμπούλας

Στην προσπάθειά τους, λοιπόν, να λύσουν το πρόβλημα έχουν βαλθεί με φανατισμό να καλλιεργήσουν τον μπαμπούλα του ρωσικού επεκτατισμού, ο οποίος, άλλωστε, “κουμπώνει” απόλυτα με τον δικό της αντιρωσισμό. Πρόκειται για εξαρτημένο αντανακλαστικό, το οποίο έχει τις ρίζες του στο ιδιότυπο δίπολο περιφρόνησης και φόβου που ταυτοχρόνως νοιώθουν για τη Ρωσία. Αντανακλαστικό, όμως, που κουμπώνει θαυμάσια με την ανάγκη να φοβίσουν τους ευρωπαϊκούς λαούς με τον “εχθρό Ρωσία” για να αποδεχθούν θυσίες στο όνομα μίας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Με άλλα λόγια, η προβολή της ρωσικής “απειλής” είναι αναγκαία πολιτική συνθήκη για το ReArm, δηλαδή για την προσπάθεια των αρχουσών ευρωπαϊκές ελίτ να δημιουργήσουν μία σοβαρή αυτόνομη από τις ΗΠΑ άμυνα.

Η πρόσκληση προς την Τουρκία να συμμετάσχει αντανακλά τη μεγάλη ανάγκη που έχουν οι Ευρωπαίοι για διαθέσιμα στρατεύματα. Αν και χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία δεν συμμετείχε στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, τηρώντας μία ισορροπημένη στάση απέναντι στα δύο στρατόπεδα. Διαθέτοντας, όμως, τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό του ΝΑΤΟ (μετά τις ΗΠΑ) αντιμετωπίζεται από τους Ευρωπαίους σαν πολύφερνη νύφη, γεγονός, βεβαίως, που η Άγκυρα εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Στόχος της είναι να καταστεί πυλώνας της ευρωπαϊκής αμυντικής δομής, γεγονός που θα αναβαθμίσει ποιοτικά τον στρατηγικό ρόλο της.

Το οξύμωρο είναι ότι ενώ οι ευρωπαϊκές ηγεσίες κραυγάζουν εδώ και πολλά χρόνια (τουλάχιστον από το 2014) ότι απειλούνται από το αυτοκρατορικό επεκτατικό σύνδρομο της Ρωσίας, δεν έχουν κάνει το παραμικρό για να το αντιμετωπίσουν. Ως γνωστό, είχαν βολευτεί με την αμερικανική στρατιωτική ομπρέλα. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη είναι πρώτη στις κραυγές, αλλά τελευταία στις πράξεις. Αν πράγματι πίστευε ότι οι Ρώσοι την απειλούσαν θα είχε ανασκουμπωθεί για να οικοδομήσει μία αποτελεσματική αποτρεπτική άμυνα. Η νεοψυχροπολεμική ρητορική των (νεο)φιλελεύθερων ευρωπαϊκών αρχουσών ελίτ, λοιπόν, βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίφαση με τις πράξεις τους.

(από slpress.gr)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr