Οι νικήτριες χώρες (ΗΠΑ, Σοβιετική Ενωση/Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο) συνέταξαν τον Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), τον οποίο τα υπόλοιπα κράτη αποδέχθηκαν να σέβονται και να τηρούν.
Υπό τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών συντάσσονται διεθνείς διμερείς ή πολυμερείς συνθήκες και κανόνες διεθνούς δικαίου. Επιπλέον, με τη σύσταση του δεκαπενταμελούς Συμβουλίου Ασφαλείας (Σ.Α.) του ΟΗΕ, οι πέντε νικήτριες δυνάμεις με τη μόνιμη συμμετοχή τους στο Συμβούλιο, και με το αποκλειστικό δικαίωμα της αρνησικυρίας στις αποφάσεις του, έχουν αναλάβει τον ρόλο του θεματοφύλακα της προστασίας της παγκόσμιας ασφάλειας και της διατήρησης της παγκόσμιας ειρήνης.
Οσοι λοιπόν επικαλούνται την εφαρμογή και την τήρηση του διεθνούς δικαίου οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους αυτό το βασικό γεγονός: η τήρηση του διεθνούς δικαίου σημαίνει ουσιαστικά την τήρηση της συμφωνημένης μεταπολεμικής διεθνούς τάξης με τον πρωταγωνιστικό ρόλο των πέντε νικητριών δυνάμεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην πράξη, η διεθνής τάξη και διεθνής ασφάλεια δεν αποφασίζεται, δεν επιβλέπεται, ούτε επιβάλλεται από γενικά αποδεκτά παγκόσμια δικαστήρια και γενικά αποδεκτούς παγκόσμιους στρατούς, αλλά από το Σ.Α. των Η.Ε. με τον πρωταγωνιστικό ρόλο των πέντε μόνιμων κρατών-μελών του (P5).
Υπό αυτά τα βασικά δεδομένα εγείρονται ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα: Πότε μπορεί να χαρακτηριστεί μια χώρα αναθεωρητική; Είναι αναθεωρητικό κράτος η Ρωσία; Υπενθυμίζουμε ότι ο ΟΗΕ, και το Συμβούλιο Ασφαλείας του, αναγνώρισε τη Ρωσία ως το διάδοχο κράτος της Σοβιετικής Ενωσης (1992). Μήπως τα πέντε κράτη – μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε. έχουν μεταβληθεί σε αναθεωρητές της διεθνούς τάξης; Είναι μήπως η Ε.Ε. ένα αναθεωρητικό (υβριδικό) κράτος; Αρκεί να αποδεχτούμε πώς χαρακτηρίζει και βλέπει η ίδια η Ε.Ε. τον εαυτό της ως το μόνο αληθές στοιχείο για την κατανόηση των πολιτικών προβλημάτων στην Ευρώπη; Και εξηγούμαι:
Στη θεωρία της διεθνούς πολιτικής η εικόνα ενός κράτους (Ρ. Τζάρβις, 1976) διαμορφώνεται από τρία βασικά στοιχεία: από την εικόνα που έχει το ίδιο κράτος γι’ αυτό (την αυτοεικόνα του), την εικόνα που έχουν τα άλλα κράτη γι’ αυτό και τελικά από την πραγματική του εικόνα που διαμορφώνεται από τις δύο άλλες (εικόνες). Μπορεί λοιπόν ένα κράτος να χαρακτηρίζει το άλλο κράτος αναθεωρητικό, απολυταρχικό, μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του ως κράτος δικαίου και δημοκρατικό, και σε καμία περίπτωση να μην είναι αυτή η πραγματική του εικόνα. Οταν λοιπόν μέσα από αυτή την εικόνα της και την εικόνα για τους άλλους η Ευρωπαϊκή Ενωση αποκαλεί τους άλλους αναθεωρητές, οφείλει να προσδιορίσει τον ρόλο της στη διεθνή τάξη.
Πότε μπορεί να οριστεί ένα κράτος ως αναθεωρητικό; Ας προσπαθήσουμε να καταγράψουμε ορισμένα στοιχεία: Η επιθυμία και η δράση διατάραξης της παγκόσμιας τάξης και της ειρήνης από κράτος-μέλος του ΟΗΕ μπορούν να χαρακτηρίσουν το εν λόγω κράτος αναθεωρητικό. Η αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας άλλου κράτους-μέλους του ΟΗΕ μπορεί να το χαρακτηρίσει αναθεωρητικό. Η επιθυμία και η αλλαγή των συνόρων του, η απαίτηση συμμετοχής στην εκμετάλλευση φυσικών πόρων τρίτων κρατών, η απαίτηση για συμμετοχή σε διαπραγματεύσεις για το καθεστώς και την κυριαρχία τρίτων χωρών, η αλλαγή των συμφωνημένων (διεθνείς συνθήκες) μπορούν να χαρακτηρίζονται αναθεωρητικές πολιτικές και τα κράτη που τις εφαρμόζουν αναθεωρητικά.
Όταν λοιπόν μέσα από την αυτοεικόνα της και την εικόνα για τους άλλους η Ενωση αποκαλεί τους άλλους αναθεωρητές, οφείλει να αυτοπροσδιορίσει τον εαυτό της σχετικά με τη στάση της, τη δράση της τα τελευταία χρόνια σε θέματα όπως η γεωγραφική της διεύρυνση, το θέμα της Γροιλανδίας, η ρωσο-ουκρανική διαμάχη και τελευταία ο πόλεμος, το καθεστώς στην Ταϊβάν, η πολιτική της στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ασία.
Η επιθυμία και η δράση διατάραξης της παγκόσμιας τάξης και της ειρήνης από κράτος-μέλος του ΟΗΕ μπορούν να χαρακτηρίσουν το εν λόγω κράτος αναθεωρητικό.
Η Ε.Ε. όμως σταδιακά όλα αυτά τα χρόνια διεκδικούσε και διεκδικεί θέση στη διεθνή παγκόσμια τάξη. Να υπενθυμίσω επίσης ότι η ανακήρυξη της Ουκρανίας σε ανεξάρτητο κράτος συνοδεύτηκε με το δεσμευτικό πρωτόκολλο για τη μη ανάπτυξη στην εδαφική της κυριαρχία πυρηνικών όπλων και τη μη διάδοση των πυρηνικών. Οι εγγυήτριες δυνάμεις σε αυτό το πρωτόκολλο είναι οι ΗΠΑ, η Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο (Βουκουρέστι, 1994). Δεν είναι η Ε.Ε. μέλος της συνθήκης δέσμευσης, ούτε καν η Γαλλία (βλ. υποβαλλόμενες συνθήκες στα H.E.).
Με απλά λόγια, η ισχύς των πέντε νικητριών δυνάμεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνεχίζει να καθορίζει τον σημερινό μας κόσμο. Ισχύς στρατιωτική, πολιτική, οικονομική, τεχνολογική, πολιτισμική, που μέχρι σήμερα δεν δύναται να αμφισβητηθεί. Βέβαια αυτή η πραγματικότητα δεν υπονομεύει και δεν πρέπει να υπονομεύει την προσπάθεια των κρατών και της διεθνούς κοινότητας για μια ορθολογική παγκόσμια και περιφερειακή οργάνωση και τάξη, βασισμένη σε αποδεκτές οικουμενικές αξίες. Προσπάθεια που πραγματοποιεί για δεκαετίες τώρα η Ευρωπαϊκή Ενωση στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Επιπλέον, ο ηγεμονικός ρόλος των πέντε μόνιμων κρατών του Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών δεν καταργεί μία από τις βασικές αρχές των Ηνωμένων Εθνών, την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών.
Συμπερασματικά, τα δεδομένα και η ιστορική εμπειρία μάς επιτρέπουν να θεωρήσουμε την Ε.Ε. ως μια αναθεωρητική πολιτική δύναμη, καθώς δεν είναι μέρος των πέντε νικητριών δυνάμεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (δεν υπήρχε καν), δεν αποτελείται από τους νικητές (ερώτημα η Γαλλία…) και δεν αποτελεί μέλος των πέντε μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Επιπλέον, η Ε.Ε. στο πέρασμα του χρόνου, από την ημέρα ίδρυσής της, συντάσσει και αναπτύσσει τη δική της νομική πραγματικότητα και επεκτείνει (ειρηνικά) τα σύνορά της. Είναι αυτό κακό; Όχι φυσικά, αλλά δεν παύει να είναι αναθεωρητικό ως προς τη διεθνή τάξη που διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε αυτή την ιστορική περίοδο που η ισχύς επανέρχεται στο προσκήνιο και όχι στο παρασκήνιο στις διεθνείς σχέσεις, οφείλουμε να ανασύρουμε τα βιβλία ανάλυσης της θεωρίας της ισχύος και του αέναου αγώνα των κρατών για εξουσία και ηγεμονία στις διεθνείς διακρατικές σχέσεις. Να ανακαλέσουμε, δηλαδή, τη ρεαλιστική ερμηνεία σε επαναλαμβανόμενα ή μη επαναλαμβανόμενα διεθνή γεγονότα.
Για τους διεθνολόγους θεωρητικούς του ρεαλισμού, θεωρητικούς που φαίνεται να αποδέχονται η αμερικανική διοίκηση υπό τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο ρωσικός μηχανισμός διοίκησης υπό τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, η ειρήνη εξαρτάται από την ισχύ. Και τα συμφέροντα των κρατών καθορίζονται από τον βαθμό της ισχύος που διαθέτει ένα κράτος. Αν ένα κράτος δεν διαθέτει μεγάλη δύναμη, δεν έχει άλλη επιλογή από το να δημιουργεί συμμαχίες με άλλα κράτη που θα του αυξάνουν τη δύναμη για να προστατεύσει ή να αυξήσει τα συμφέροντά του. Αν δεν καταφέρνει να συμμετάσχει σε ισχυρές συμμαχίες, τότε είτε θα ουδετεροποιείται είτε θα λειτουργεί ως κράτος-δορυφόρος άλλου μεγαλύτερου κράτους που διαθέτει μεγαλύτερη ισχύ και παρόμοια συμφέροντα (βλ. Χανς Μοργκεντάου, 1948).
Τι θα πρέπει να αναμένουμε λοιπόν για το μέλλον της Ουκρανίας, της Ταϊβάν, της Γροιλανδίας, της Κύπρου, της Συρίας και γενικότερα της περιοχής της Αρκτικής και της Ανταρκτικής σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης; Προφανώς μια διαπραγμάτευση και συναλλαγή που θα ικανοποιούν τα συμφέροντα των πέντε μόνιμων μελών των Η.Ε., με το προνόμιο που τους δίδει η πλεονεκτική τους θέση σε ισχύ, στη διατήρηση της μεταπολεμικής παγκόσμιας τάξης και ειρήνης.
*Ο κ. Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος είναι οικονομολόγος – διεθνολόγος.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)