εθνικών δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και των διεθνών διασυνδέσεων και στον γενικότερο σταδιακό εξηλεκτρισμό των μεταφορών (οδικές, σιδηροδρομικές, αεροπορικές και θαλάσσιες) θα επιλύσει τα υπάρχοντα τεχνικά προβλήματα και θα δημιουργήσει την απαραίτητη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας ώστε και το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας («ΑΠΕ») να αυξηθεί.
Εντούτοις, μέχρι να ολοκληρωθούν οι αναβαθμίσεις του δικτύου και να επιτευχθεί ο σταδιακός εξηλεκτρισμός της ηπείρου, ένα από τα μέτρα που έχουν επιστρατευθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η χορήγηση «ευέλικτων όρων σύνδεσης».
Αυτή η έκρηξη στην ανάπτυξη νέων έργων ΑΠΕ που δημιούργησε και την δικτυακή συμφόρηση είναι απόρροια της τόλμης και του οράματος της Ένωσης, η οποία πρωτοπορεί στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, χαράσσοντας τον δρόμο προς ένα βιώσιμο μέλλον.Εν μέσω της πανδημίας, η δέσμευση της Ένωσης στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής αποτυπώνεται στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, στο πλαίσιο της οποίας εγκρίθηκε ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος [1] βάσει του οποίου τίθενται αυστηρότεροι στόχοι μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για το έτος 2030, κατά τουλάχιστον 55% σε σύγκριση με το έτος 1990 ενώ επιδιώκεται η επίτευξηκλιματικής ουδετερότητας [2] έως το έτος 2050.
Σε εθνικό επίπεδο, η Ελλάδα, συμμορφούμενη με τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές, θέσπισε τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο [3], ο οποίος αντικατοπτρίζει τους ευρωπαϊκούς στόχους και καθορίζει την απολιγνιτοποίηση του ενεργειακού μείγματος έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028.
Παράλληλα, το Εθνικό Σχέδιο για την Eνέργεια και το Κλίμα («ΕΣΕΚ») [4], του οποίου η εκπόνηση απαιτείται ως μέρος της στρατηγικής της Ένωσης που θέτει το πακέτο «Καθαρή Ενέργεια για όλους τους Ευρωπαίους», ενσωματώνει τους στόχους του Εθνικού Κλιματικού Νόμου.
Μεταξύ των βασικών προτεραιοτήτων του ΕΣΕΚ αλλά και του Δεκαετούς Προγράμματος Ανάπτυξης του ΑΔΜΗΕ [5] περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η ραγδαία ανάπτυξη των ΑΠΕμε στόχο την αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος από 14 GW σε άνω των 25 GW μέχρι το 2030, και την επίτευξη ποσοστού συμμετοχής των ΑΠΕ τουλάχιστον 43% επί της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας το έτος 2030.
Εντούτοις, οι στόχοι αυτοί στην Ελλάδα φαίνεται να έχουν ήδη επιτευχθεί καθώς σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, στο ΕΣΜΗΕ τον Οκτώβριο του 2024 λειτουργούσαν σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και έχουν χορηγηθεί από τους δύο Διαχειριστές ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ όροι σύνδεσης σε σταθμούς ΑΠΕ συνολικής εγκατεστημένης ισχύος που υπερβαίνει τα 21,389 GW, εξαντλώντας τον υφιστάμενο ηλεκτρικό χώρο του συστήματος.
Παράλληλα με τον μειωμένο ηλεκτρικό χώρο που αποτελεί ένα τεχνικό ζήτημα, η ζήτηση για κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Νίκος Τσάφος, σε εκδήλωση της ΕΛΕΤΑΕΝ, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα το μέγιστο φορτίο (peak demand) που έχει σημειωθεί σε ακραίες συνθήκεςκαύσωνα ανήλθε στα 11 GW.
Παρά την αποθαρρυντική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα, το επενδυτικό ενδιαφέρον για ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλόμε τις αιτήσεις για χορήγηση όρων σύνδεσης που έχουν υποβληθεί μέχρι σήμερα στον ΑΔΜΗΕ να φτάνουν στα 80 GW.
Η εισαγωγή των περιορισμών έγχυσης το 2022 προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτή την υπερπληθώρα προσφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ώστε να εξυπηρετείται η υλοποίηση νέων έργων μέσω της κατηγοριοποίησης των αιτημάτων για χορήγηση όρων σύνδεσης, χωρίς να κινδυνεύει η ευστάθεια του συστήματος. Εντούτοις, οι περιορισμοί έγχυσης δεν κατάφεραν να δρομολογήσουν την εξυπηρέτηση του τεράστιου αριθμού των υποβληθέντων αιτημάτων για χορήγηση όρων σύνδεσης, η οποία επιπροσθέτως δεν παρέχει κάποια εγγύηση για τους επενδυτές ότι το δίκτυο θα μπορέσει να απορροφήσει την παραγόμενη ενέργεια, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η αβεβαιότητα στην αγορά.
Πλέον ο ΑΔΜΗΕ αντιμετωπίζει την κατάσταση της χορήγησης όρων σύνδεσης με όρους overbooking, ήτοι χορηγείται μεγαλύτερος αριθμός όρων σύνδεσης από ότι επιτρέπει η χωρητικότητα του δικτύου, με την παραδοχή ότι δεν θα υλοποιηθούν όλα τα έργα ταυτόχρονα. Παράλληλα, το Υπουργείο Ενέργειας έχει δρομολογήσει την ανάπτυξη της τεχνολογίας της αποθήκευσης τα τελευταία δύο χρόνια, η οποία συμβάλει στην καταπολέμηση της στοχαστικότητας των ΑΠΕ και κατά συνέπεια στην ασφάλεια του συστήματος, με τις προσπάθειες αυτές να υπερβαίνουν ήδη τους στόχους του ΕΣΕΚ, με την ανάπτυξη ισχύος αποθήκευσης άνω των 5,5 GW. Επιπροσθέτως, η ανάπτυξη ηλεκτρικών διασυνδέσεων μεταξύ του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς και των συστημάτων μεταφοράς των γειτονικών χωρών αποτελεί κρίσιμη προτεραιότητα, θα συμβάλει τα μέγιστα στην περαιτέρω ενσωμάτωση των ΑΠΕ. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΑΔΜΗΕ συμμετέχει σε στενή συνεργασία με όλες τις γειτονικές χώρες για τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη των παρακάτω νέων διασυνδέσεων: δεύτερη διασύνδεση Ελλάδας–Τουρκίας, δεύτερη διασύνδεση Ελλάδας–Ιταλίας, διασύνδεση Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ (EuroAsia Interconnector), δεύτερη διασύνδεση Ελλάδας–Αλβανίας, διασύνδεση Ελλάδας–Αιγύπτου (GREGY) και αναβάθμιση της διασύνδεσης Ελλάδας–Βόρειας Μακεδονίας.
Μεταβατική λύση στο τεχνικό πρόβλημα της χαμηλής χωρητικότητας του συστήματος αποτελεί η χορήγηση των προαναφερθέντων ευέλικτων όρων σύνδεσης που προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2024/1711 του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2024, η οποία τροποποίησε τις οδηγίες (ΕΕ) 2018/2001 και (ΕΕ) 2019/944 με σκοπό τη βελτίωση του σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της Ένωσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε ότι «Εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, ο σημερινός σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας έφερε στο φως ορισμένες αδυναμίες και απρόσμενες συνέπειες που συνδέονται με τον αντίκτυπο των υψηλών και ευμετάβλητων τιμών των ορυκτών καυσίμων στις βραχυπρόθεσμες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, που αφήνουν εκτεθειμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε σημαντικές εκτινάξεις των τιμών και σε συνακόλουθες επιπτώσεις στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας.»
Η Οδηγία προτρέπει αρχικά τους Διαχειριστές του συστήματος, να παρέχουν σαφείς και διαφανείς πληροφορίες στους χρήστες του συστήματος σχετικά με την κατάσταση και την επεξεργασία των αιτημάτων σύνδεσής τους,για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των χρονοβόρων διαδικασιών απάντησης στα αιτήματα σύνδεσης με το δίκτυο. Οι διαχειριστές συστημάτων διανομής θα πρέπει να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος και να τις επικαιροποιούν σε τακτική βάση, τουλάχιστον ανά τρίμηνο.
Επιπλέον, η Οδηγία εισάγει την έννοια της χορήγησης ευέλικτων όρων σύνδεσης [6] «Σε περιοχές όπου τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας έχουν περιορισμένη ή μηδενική δυναμικότητα δικτύου, οι χρήστες του δικτύου που ζητούν σύνδεση με το δίκτυο θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται από τη δημιουργία μη σταθερής, ευέλικτης συμφωνίας σύνδεσης. Η εν λόγω συμφωνία σύνδεσης, για παράδειγμα, θα λάμβανε υπόψη την αποθήκευση ενέργειας ή θα περιόριζε τον χρόνο κατά τον οποίο ένας σταθμός ηλεκτροπαραγωγής μπορεί να εγχέει ηλεκτρική ενέργεια στο δίκτυο ή τη δυναμικότητα που μπορεί να εξάγεται, επιτρέποντας τη μερική σύνδεσή του. Οι διαχειριστές συστημάτων θα πρέπει να προσφέρουν τη δυνατότητα δημιουργίας ευέλικτων συμφωνιών σύνδεσης σε αυτές τις περιοχές. Η ρυθμιστική αρχή ή άλλη αρμόδια αρχή, όταν ένα κράτος μέλος έχει προβλέψει σχετικά θα πρέπει να αναπτύξει πλαίσια για τη δημιουργία τέτοιων ευέλικτων συνδέσεων από τους διαχειριστές συστημάτων, διασφαλίζοντας την ιεράρχηση των ενισχύσεων του δικτύου που παρέχουν τις δομικές λύσεις, τη μετατροπή των συμφωνιών μη σταθερής σύνδεσης σε συμφωνίες σταθερής σύνδεσης μόλις είναι έτοιμα τα δίκτυα, τη διασφάλιση ευέλικτων συνδέσεων ως μόνιμη λύση για περιοχές όπου η ενίσχυση του δικτύου δεν είναι αποδοτική και, στο μέτρο του δυνατού, την προβολή των αναμενόμενων επιπέδων περικοπών στο πλαίσιο της συμφωνίας ευέλικτης σύνδεσης για τους χρήστες του δικτύου που ζητούν σύνδεση με το δίκτυο» [7].
Ειδικότερα, προβλέπεται ότι η ρυθμιστική αρχή, εφόσον ένα κράτος μέλος έχει προβλέψει σχετικά, δύναται να αναπτύσσει ένα πλαίσιο που επιτρέπει σε διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς και διαχειριστές συστημάτων διανομής να προσφέρουν τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών ευέλικτης σύνδεσης σε περιοχές όπου διατίθεται περιορισμένη ή μηδενική δυναμικότητα δικτύου για νέες συνδέσεις. Το εν λόγω πλαίσιο διασφαλίζει ότι: α) κατά γενικό κανόνα, οι ευέλικτες συνδέσεις δεν καθυστερούν τις ενισχύσεις δικτύου στις καθορισμένες περιοχές, β) η μετατροπή από συμφωνίες ευέλικτης σύνδεσης σε συμφωνίες σταθερής σύνδεσης μετά την ανάπτυξη του δικτύου διασφαλίζεται βάσει καθορισμένων κριτηρίων και γ) για περιοχές στις οποίες η ρυθμιστική αρχή δύναται να θεωρεί ότι η ανάπτυξη του δικτύου δεν είναι η πλέον αποδοτική λύση, επιτρέπονται, κατά περίπτωση, συμφωνίες ευέλικτης σύνδεσης ως μόνιμη λύση, μεταξύ άλλων για την αποθήκευση ενέργειας.
Επίσης, η ρυθμιστική αρχή μπορεί να διασφαλίζει ότι οι συμφωνίες ευέλικτης σύνδεσης προσδιορίζουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: α) τη μέγιστη σταθερή έγχυση και απόσυρση ηλεκτρικής ενέργειας από και προς το δίκτυο, καθώς και την πρόσθετη δυναμικότητα ευέλικτης έγχυσης και απόσυρσης που μπορεί να συνδέεται και να διαφοροποιείται κατά χρονικές ενότητες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, β) τα τέλη δικτύου που ισχύουν για τις δυναμικότητες τόσο σταθερής όσο και ευέλικτης έγχυσης και απόσυρσης, γ) τη συμφωνηθείσα διάρκεια της συμφωνίας ευέλικτης σύνδεσης και την αναμενόμενη ημερομηνία χορήγησης της σύνδεσης στο σύνολο της αιτούμενης σταθερής δυναμικότητας.
Ο χρήστης συστήματος που συνδέεται μέσω ευέλικτης σύνδεσης με το δίκτυο υποχρεούται να εγκαταστήσει σύστημα ελέγχου ισχύος πιστοποιημένο από εξουσιοδοτημένο φορέα πιστοποίησης.
Η Πορτογαλία αποτελεί το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος που ενέκρινε τους Γενικούς Όρους για ευέλικτους όρους σύνδεσης το 2025, μέσω της Ρυθμιστικής Αρχής Ενεργειακών Υπηρεσιών (ERSE). Παράλληλα, νωρίτερα φέτος, το Γερμανικό Κοινοβούλιο υιοθέτησε ένα ολοκληρωμένο πακέτο ενεργειακής μεταρρύθμισης, το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις για ευέλικτους όρους σύνδεσης που θα επιτρέπουν στους διαχειριστές δικτύων να προσφέρουν μη σταθερές συνδέσεις στο δίκτυο [8]. Μεταξύ άλλων, καθιερώθηκε το πλαίσιο για την κοινή χρήση καλωδίων («cable pooling»), επιτρέποντας σε πολλαπλούς παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας να μοιράζονται μία και μοναδική σύνδεση στο δίκτυο. Αυτή η προσέγγιση αναμένεται να μειώσει σημαντικά το κόστος επέκτασης του δικτύου και να ενισχύσει την αποδοτικότητά του καθώς επίσης θα επιτρέψει τη σύναψη ευέλικτων όρων σύνδεσης στο δίκτυο, οι οποίοι θα καταστούν απαραίτητοι όταν οι διαχειριστές δικτύου εφαρμόσουν την κοινή χρήση καλωδίων στην πράξη [9].
Στην Ελλάδα, αν και το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο δεν έχει ακόμη θεσπιστεί [10], σύμφωνα με πληροφορίες ο ΑΔΜΗΕ εξετάζει την εφαρμογή ευέλικτων όρων σύνδεσης, με πρόβλεψη διαφοροποιημένου ορίου έγχυσης κατά τη διάρκεια της ημέρας σε προκαθορισμένο αριθμό έργων ΑΠΕ, τα οποία θα καταταχθούν σε κατηγορίες για τη χορήγηση των ευέλικτων όρων σύνδεσης.
Η εφαρμογή ευέλικτων όρων σύνδεσης φαίνεται γενικά κατάλληλη για την επιτάχυνση της διαδικασίας χορήγησης όρων σύνδεσης, καθώς παρέχει τη δυνατότητα περιορισμένης σύνδεσης πριν την ολοκλήρωση των χρονοβόρων διαδικασιών αναβάθμισης του δικτύου. Ιδιαίτερα τα συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας ενδέχεται να επωφεληθούν περισσότερο, καθώς δεν εξαρτώνται στον ίδιο βαθμό από τη διαρκή διάθεση πλήρους δυναμικότητας σύνδεσης με το δίκτυο, λόγω της ευέλικτης λειτουργίας τους και των σχετικών οικονομικών παραμέτρων που τα διέπουν.
Ωστόσο, το σχήμα αυτό δεν μπορεί να εξαλείψει πλήρως το πραγματικό πρόβλημα της χαμηλής πλέον χωρητικότητας του δικτύου.
Η πρακτική εφαρμογή των ευέλικτων όρων σύνδεσης και, κυρίως, ο τρόπος με τον οποίο οι διαχειριστές του δικτύου θα διαχειριστούν αυτό το εργαλείο, θα καταδείξει αν οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις υφιστάμενες προκλήσεις.
[1] Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 2021 για τη θέσπιση πλαισίου με στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 2009/401 και (ΕΕ) 2018/1999
[2] Mια κλιματικά ουδέτερη οικονομία σημαίνει μηδενικές καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050
[3] Νόμος 4936/2022, ΦΕΚ Α’ 105/2022
[4] Κύρωση του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Eνέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) (ΦΕΚ 6983/Β’/19.12.2024)
[5] Όπως εγκρίθηκε με την υπ’ αρ. Ε-174/2024 Απόφαση της ΡΑΕ (ΦΕΚ Β' 1046/07.03.2025)
[6] Η “συμφωνία ευέλικτης σύνδεσης” ορίζεται ως το σύνολο συμφωνημένων όρων για τη σύνδεση της δυναμικότητας ηλεκτρικής ενέργειας με το δίκτυο, το οποίο περιλαμβάνει όρους για τον περιορισμό και τον έλεγχο της έγχυσης ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο μεταφοράς ή στο δίκτυο διανομής και της απόσυρσής της από αυτό.
[7] Το άρθρο 2 παρ. 3 της Οδηγίας τροποποιεί το άρθρο 6α της Οδηγίας 2019/944
[8] Τροποποίηση του section 8 της Renewable Energy Sources Act (Erneuerbare-Energien-Gesetz, “EEG”) πουτέθηκεσεισχύστις 25 Φεβρουαρίου 2025
[9] Προηγουμένως, οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιούσαν πάντα συνδέσεις στο δίκτυο που μπορούσαν να μεταφέρουν τη μέγιστη ισχύ που παράγουν οι εγκαταστάσεις τους, ώστε όλη η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται υπό ιδανικές καιρικές συνθήκες να διοχετεύεται στο δίκτυο. Ωστόσο, λόγω της μεταβλητότητας των καιρικών συνθηκών οι ΑΠΕ συνήθως παράγουν σημαντικά μικρότερες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας από τη μέγιστη ισχύ τους, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιούν συχνά πλήρως τη χωρητικότητα της σύνδεσης στο δίκτυο.
[10] Η προθεσμία για τη μεταφορά της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο έχει οριστεί έως την 17.1.2025 (άρθρο 3 παρ.1 της Οδηγίας)
* Συντακτική Ομάδα της Κυριακίδης Γεωργόπουλος - Τμήμα ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΥΠΟΔΟΜΕΣ - Επιμέλεια: Μελίνα Κολοβέτσιου, Δικηγόρος