Πρώτον, δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε εταίρους και αντιπάλους, τουλάχιστον τέτοιος που να διαφοροποιεί την προσέγγισή του ή, όπου απαιτείται, την επίδειξη αποφασιστικότητας. Μάλιστα, εξαιρουμένης της Κίνας και της επιβολής δασμών 145% και κάποιων απειλητικών μηνυμάτων προς το Ιράν (σημειώνεται πως τη μεν πρώτη την έχει προσκαλέσει σε διαπραγμάτευση, με το δε δεύτερο ξεκίνησε χθες συνομιλίες στο Ομάν), οι χώρες που έχουν γίνει δέκτες των μεγαλύτερων επιθέσεων αλλά και εκβιασμών είναι οι συμμαχικές, όπως ο Καναδάς και το Μεξικό, καθώς και κράτη της Ευρωπαϊκής Eνωσης και του ΝΑΤΟ.
Δεύτερον, όλοι οι ηγέτες είναι αναλώσιμοι. Πιθανόν αυτό να αποτελεί μέρος της στρατηγικής Τραμπ για να διατηρεί τα υπόλοιπα κράτη σε εγρήγορση, αλλά και για να τους επιβάλλεται ευκολότερα, ωστόσο, δημιουργείται μία κρίση εμπιστοσύνης απέναντί του και ειδικότερα έναντι των επιδιώξεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Καμιά χώρα δεν αισθάνεται ασφαλής και δεν μπορεί να επαφίεται ακόμη και σε τυχόν διαβεβαιώσεις που μπορεί να λάβει από την Ουάσιγκτον. Oλοι κινούνται σε ένα εκκρεμές και αισθάνονται ότι τελούν υπό μόνιμη αίρεση, η οποία εξαρτάται από τις επιθυμίες ενός ασταθούς χαρακτήρα, όπως ο Τραμπ.
Τρίτον, η σχέση με τις ΗΠΑ είναι καθαρά συναλλακτική και προτεραιότητα δίδεται σε αυτούς που έχουν να προσφέρουν κάτι χειροπιαστό και όχι σε όσους ζητούν υποστήριξη χωρίς το αντάλλαγμα που δίνουν να είναι ικανοποιητικό. Η προσφορά προηγείται της όποιας απαίτησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πρόεδρος της Φινλανδίας, εκ των σκληροτέρων επικριτών της Ρωσίας, ο οποίος… έπνιξε τον προβληματισμό του για την προσέγγιση του Αμερικανού προέδρου με τον Ρώσο ομόλογό του και επισκέφθηκε τη Φλόριντα για να δώσει λύση στην έλλειψη παγοθραυστικών που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που εκτιμήθηκε από τον Τραμπ. Τώρα, ο Στουμπ ελπίζει πως κέρδισε την προσοχή του και θα καταφέρει σε δεύτερο χρόνο να εκθέσει τις απόψεις του για τον ρωσικό αναθεωρητισμό.
Ο Τραμπ θεωρεί ψιλά γράμματα ζητήματα κυριαρχίας όπως η εδαφική ακεραιότητα, πολλώ δε μάλλον κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Τέταρτον, οι αναθεωρητές του διεθνούς και περιφερειακού συστήματος δεν βρίσκονται στο στόχαστρο του Τραμπ, γιατί ο ίδιος επιθυμεί την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του υφιστάμενου συστήματος. Ο Τραμπ σέβεται τον Πούτιν, μεταξύ άλλων, γιατί θεωρεί ότι έχει διατηρήσει τις παραδοσιακές αξίες του χριστιανισμού στη χώρα του, έχοντας στιγματίσει όσους επιχειρούν να προωθήσουν τη λεγόμενη woke ατζέντα. Και για τον ίδιο λόγο ψέγει τους Ευρωπαίους για απώλεια προσανατολισμού.
Πέμπτον, παρά τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα της αμερικανικής ηγεσίας, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις του. Mέλη του στενού οικογενειακού του κύκλου, δωρητές αλλά και ισχυροί επιχειρηματίες, απεσταλμένοι τους οποίους έχει ορίσει για σειρά θεμάτων και εμπιστεύεται περισσότερο από τους υπουργούς Εξωτερικών και Αμυνας, ακόμη και ειδικές σχέσεις με τρίτες χώρες μέσω αδιόρατων καναλιών και συμφερόντων αλλά και του κόσμου των κρυπτονομισμάτων, επιδρούν στις τελικές του αποφάσεις.
Εντός αυτού του πλαισίου, την περασμένη Δευτέρα ο Αμερικανός πρόεδρος μίλησε με θερμά λόγια για τον Ερντογάν, ενώπιον κιόλας του Ισραηλινού πρωθυπουργού. Είναι δεδομένο ότι ο Τραμπ τρέφει εκτίμηση, αν όχι θαυμασμό, για τον Τούρκο ομόλογό του, αφενός γιατί τον θεωρεί αποτελεσματικό και δυναμικό παίκτη, αφετέρου επειδή μετέρχεται μεθόδους έναντι των αντιπάλων του και των αντίθετων φωνών που ο Τραμπ θα ήθελε να εφαρμόσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά δεν (του) είναι εύκολο. Πιστεύει πως η Τουρκία, από την οπτική της σκληρής ισχύος, είναι σημαντική για τα αμερικανικά συμφέροντα και δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη σταθερή παρουσία της σε πολλά διπλωματικά τραπέζια. Αντιθέτως με τον προκάτοχό του, δεν ανησυχεί από την επαμφοτερίζουσα στάση της Αγκυρας έναντι της Μόσχας σε σχέση με τη φθίνουσα πορεία του δυτικού της προσανατολισμού και εκτιμά ότι μπορεί να βρει πεδίο συνεννόησης με τον Ερντογάν, ο οποίος ως πολύπειρος πολιτικός, άλλωστε, ξέρει τα «κουμπιά» του Τραμπ και δύναται να του προσφέρει χειροπιαστά ανταλλάγματα.
Διόλου, όμως, δεν αποκλείεται οι δυο τους να μπουν σε τροχιά αντιπαράθεσης, εφόσον το Ισραήλ αλλά και ομάδες επιρροής όπως οι χριστιανοί ευαγγελικοί, σκληρός πυρήνας των ψηφοφόρων του Τραμπ, τον πείσουν ότι η επικράτηση των τζιχαντιστών στη Συρία μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη περιφερειακή αστάθεια ή/και πως η Τουρκία επιτείνει την αποσταθεροποίηση κόντρα στις προσπάθειες εξομάλυνσης, ειδικότερα μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας. Το μοναδικό πλεονέκτημα του Ερντογάν σε αυτήν την εξίσωση, δεδομένης της τεράστιας επιρροής του αμερικανοεβραϊκού λόμπι, είναι η –συγκριτικά με τον Νετανιάχου– μεγαλύτερη συμπάθεια Τραμπ προς Ερντογάν.
Ο τελευταίος έχει έναν επιπλέον λόγο να αισιοδοξεί: Ο Τραμπ θεωρεί ψιλά γράμματα ζητήματα κυριαρχίας (αποκαλυπτική η θέση του στο Ουκρανικό και έναντι της Γροιλανδίας και της Δανίας), όπως η εδαφική ακεραιότητα, πολλώ δε μάλλον κυριαρχικών δικαιωμάτων. Θα κάνει, πάντως, λάθος ο Ερντογάν αν πιστέψει ότι έτσι του προσφέρεται λευκή επιταγή και μπει στον πειρασμό πρόκλησης αναταραχής. Πρώτον, γιατί ο Τραμπ προτιμά αυτούς που τον διευκολύνουν, κλείνοντας (του) εκκρεμότητες/μέτωπα, και δεύτερον, γιατί το προνόμιο της αναταραχής θέλει να το έχει μόνον αυτός.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.