Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, εκτιμάται ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση παραμένει το σημαντικότερο περιβαλλοντικό πρόβλημα, το οποίο επηρεάζει τη δημόσια υγεία και υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής των πολιτών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης του οργανισμού για τη χρονιά που μας πέρασε, ο μόνος ρύπος στη χώρα μας στον οποίο οι υπερβάσεις ήταν πολύ σημαντικές ήταν το διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ2). Με ετήσιο όριο τα 40 mg/m3, ο σταθμός μέτρησης στον Πειραιά είχε κατά μέσον όρο πέρυσι 64 mg/m3 και ο σταθμός Πατησίων 70 mg/m3. Οι πολύ υψηλές τιμές αντικατοπτρίζουν την επίπτωση της αυξημένης κυκλοφορίας οχημάτων, από όπου προέρχεται ο συγκεκριμένος ρύπος κατά κύριο λόγο.
Υψηλές τιμές ΝΟ2 καταγράφηκαν σε ακόμη τρεις σταθμούς στην Αθήνα: στη Νέα Σμύρνη (28 mg/m3), στην Ελευσίνα και στο Περιστέρι (27 mg/m3). Αντίστοιχο είναι το πρόβλημα και στη Θεσσαλονίκη, καθώς υπερβάσεις κατέγραψε ο σταθμός Αγίας Σοφίας (43 mg/m3), ενώ υψηλές τιμές οι σταθμοί σε Κορδελιό (29 mg/m3) και Καλαμαριά (28 mg/m3).

Πολύ υψηλές παραμένουν και οι τιμές του όζοντος, με τον ευρωπαϊκό στόχο στα 120 mg/m3 (μέση ωριαία τιμή). Τον στόχο αυτό έφτασαν και ξεπέρασαν στην Αθήνα οκτώ περιοχές: οι σταθμοί σε Αγία Παρασκευή (132 mg/m3), Θρακομακεδόνες (131 mg/m3), Βοτανικό (128 mg/m3), Λυκόβρυση (126 mg/m3), Μαρούσι (123 mg/m3) και Λιόσια (121 mg/m3), ενώ στο όριο βρέθηκαν Κορωπί και Περιστέρι (120 mg/m3).
Στη Θεσσαλονίκη τον στόχο της Ε.Ε. ξεπέρασαν οι σταθμοί σε Καλαμαριά (138 mg/m3), που ήταν και το υψηλότερο στη χώρα, Κορδελιό (124 mg/m3) και Πανόραμα (121 mg/m3), ενώ το όριο πλησίασε ο σταθμός στη Νεοχωρούδα (117 mg/m3). Τέλος, υψηλή τιμή κατέγραψε και ο σταθμός στην Αλίαρτο Βοιωτίας (123 mg/m3). Πολύ εκτεταμένο είναι το πρόβλημα και με τα «φονικά» αιωρούμενα μικροσωματίδια. Οσον αφορά τα ΡΜ10, το ευρωπαϊκό ημερήσιο όριο των 50 mg/m3 ξεπέρασαν τρεις περιοχές στην Αθήνα και δύο στη Θεσσαλονίκη. Πιο συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη τιμή καταγράφηκε στα Λιόσια (60 mg/m3), ακολουθούμενη από το Κορδελιό (58 mg/m3), τον Πειραιά (57 mg/m3), την Αγία Σοφία στη Θεσσαλονίκη (55 mg/m3) και το Περιστέρι (51 mg/m3) . Κοντά στο όριο βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη η Σίνδος και στην Αθήνα το Μαρούσι, η Αριστοτέλους, η Ελευσίνα και η Λυκόβρυση. Υψηλές τιμές καταγράφηκαν και στην Αλίαρτο αλλά και την Πάτρα.
Οσον αφορά τα μικρότερα μικροσωματίδια (ΡΜ2,5), το ημερήσιο όριο των 25 mg/m3 δεν ξεπεράστηκε σε κανέναν σταθμό μέτρησης. Ωστόσο, υψηλές τιμές καταγράφηκαν στην Αθήνα στην Αριστοτέλους (18 mg/m3) και στη Θεσσαλονίκη στην Αγία Σοφία (16 mg/m3).
Σχετικά με την εικόνα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος επισημαίνει ότι παρά την πρόοδο υπάρχει ακόμη σημαντική απόσταση από τα ποιοτικά κριτήρια της Ε.Ε. Από το 2011, επισημαίνεται, όλες οι χώρες μείωσαν την έκθεση του αστικού πληθυσμού σε αιωρούμενα μικροσωματίδια ΡΜ2,5 – τον πιο επιβλαβή ρύπο από υγειονομική άποψη. Παρά ταύτα, το 94% του ευρωπαϊκού βασικού πληθυσμού παραμένει εκτεθειμένο σε τιμές υψηλότερες από τα (πιο αυστηρά από τα ευρωπαϊκά) όρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, κάτι που υποδεικνύει την ανάγκη για λήψη επιπρόσθετων μέτρων.
Οπως επισημαίνει ο οργανισμός, παρότι η πιο κοινή πηγή προέλευσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης είναι τα καύσιμα, η μείωση του υγειονομικού κινδύνου απαιτεί τη λήψη συνδυαστικών μέτρων, για τις διαφορετικές πηγές από τις οποίες προέρχονται. Για παράδειγμα, για το διοξείδιο του αζώτου κύρια πηγή είναι η κίνηση στους δρόμους. Ενώ για τα μικροσωματίδια, παρότι παράγονται και από τα οχήματα, κύρια πηγή είναι οι οικιακοί καυστήρες. Η αντιμετώπιση του όζοντος είναι πιο περίπλοκη, καθώς δημιουργείται στην ατμόσφαιρα από συνδυασμό άλλων ρύπων και επηρεάζεται από την ηλιοφάνεια, γι’ αυτό και είναι σημαντικότερο πρόβλημα στον ευρωπαϊκό Νότο.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")