Με το σύνθημα «Ναι, μπορούμε» ο Μπαράκ Ομπάμα απηύθυνε ένα σύντομο αλλά δυνατό μήνυμα ελπίδας σε μια εκστατική Αμερική και έναν γεμάτο ενθουσιασμό κόσμο. Ομως, μπορεί άραγε αυτό το πνεύμα αισιοδοξίας να τονώσει την αμερικανική ή την παγκόσμια οικονομία; Μπορεί η πολιτική, τα διάφορα μέτρα ή οι φυσικές δυνάμεις της οικονομίας να πυροδοτήσουν μια ανάκαμψη ή μήπως ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ είναι καταδικασμένος να έχει την ίδια μοίρα με τον προκάτοχό του, αναγκασμένος να αναμετρηθεί με μια ύφεση τον πρώτο χρόνο του στην εξουσία και παράλληλα να παρακολουθεί τον κόσμο να βυθίζεται;

Με το σύνθημα «Ναι, μπορούμε» ο Μπαράκ Ομπάμα απηύθυνε ένα σύντομο αλλά δυνατό μήνυμα ελπίδας σε μια εκστατική Αμερική και έναν γεμάτο ενθουσιασμό κόσμο. Ομως, μπορεί άραγε αυτό το πνεύμα αισιοδοξίας να τονώσει την αμερικανική ή την παγκόσμια οικονομία; Μπορεί η πολιτική, τα διάφορα μέτρα ή οι φυσικές δυνάμεις της οικονομίας να πυροδοτήσουν μια ανάκαμψη ή μήπως ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ είναι καταδικασμένος να έχει την ίδια μοίρα με τον προκάτοχό του, αναγκασμένος να αναμετρηθεί με μια ύφεση τον πρώτο χρόνο του στην εξουσία και παράλληλα να παρακολουθεί τον κόσμο να βυθίζεται;

Η αισιοδοξία του κόσμου στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην ελπίδα ότι οι πολιτικοί και τα μέτρα που λαμβάνονται θα αποτρέψουν μια σοβαρή οικονομική ύφεση και ότι η υποχώρηση των τιμών των εμπορευμάτων θα επηρεάσει τα εισοδήματα και τις δαπάνες τόσο όσο επηρέασε και η άνοδός τους την αρνητική πορεία του χρηματοοικονομικού συστήματος.

Ο Τζιμ ο’ Νιλ, οικονομολόγος της Goldman Sachs, είναι συγκρατημένα αισιόδοξος και για τα δύο: «Επειδή τα πράγματα εξελίχθηκαν τόσο άσχημα, οι φορείς χάραξης πολιτικής υπερέβησαν εαυτόν σε ό,τι αφορά τη στήριξη των τραπεζών? Αισιοδοξώ ότι η ύφεση δεν θα διαρκέσει πάνω από ένα ή δύο τρίμηνα». Oμως, τα μαύρα σύννεφα που σκίαζαν τον κόσμο τους τελευταίους δύο μήνες δεν έχουν φύγει. Μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα άρχισε να συμπιέζεται βιαίως, προκαλώντας μια συγχρονισμένη οικονομική επιβράδυνση που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι θα εξαπλωθεί σε όλες τις προηγμένες οικονομίες. Μάλιστα, το ΔΝΤ εκτιμά τώρα ότι το 2009 θα έχουμε την πρώτη ετήσια συρρίκνωση της οικονομίας στον ανεπτυγμένο κόσμο από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης.

Ωστόσο, για πολλούς, η νίκη του Ομπάμα στις αμερικανικές εκλογές αποτελεί από μόνη της λόγο αισιοδοξίας. «Η εικόνα ενός νέου σε ηλικία προέδρου που συνδιαλέγεται καλά με άλλους ηγέτες στη σύνοδο της Ουάσιγκτον θα μπορούσε να αποτελέσει τη σπίθα που θα αναζωπυρώσει την αισιοδοξία για την οποία φημίζονται οι Αμερικανοί», δηλώνει η οικονομολόγος Ντεάν Τζούλιους, αναφερόμενη στη σύνοδο του G20 που πραγματοποιείται αυτό το Σαββατοκύριακο.

Θα τα πάει καλά

Επιπλέον, ο κ. Ομπάμα μπορεί να τα πάει εξαιρετικά καλά σε ό,τι αφορά την επικοινωνία του με τους φοβισμένους Αμερικανούς καταναλωτές, εξηγώντας τους τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της κρίσης, πείθοντάς τους να κάνουν υπομονή και, τελικά, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους. Ο Μάρκο Ανουντζιάτα, επικεφαλής οικονομολόγος της Unicredit, υποστηρίζει ότι το αποτέλεσμα των εκλογών θα μπορούσε να έχει δυνητικά σημαντικό αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία εάν συνέβαλε στη βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. «Ζούμε σε έναν κόσμο όπου ο Αμερικανός καταναλωτής παραμένει η βασική ατμομηχανή της ανάπτυξης», υποστηρίζει. Μάλιστα, ο θετικός αντίκτυπος θα μπορούσε να μεταδοθεί ταχύτατα στην Ευρώπη.

Oμως, αυτή η αισιοδοξία μπορεί να αποδειχθεί κάλλιστα παροδική, εάν αναλογιστεί κανείς πόσο σοβαρά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο νέος πρόεδρος. Η ανεργία στις ΗΠΑ μπορεί να αποδειχθεί ένας σοβαρότατος ανασταλτικός παράγοντας, καθώς αναμένεται να αυξηθεί από το 6,1% στο 7,5% τους ερχόμενους μήνες, ενώ αναμένεται να παρουσιάσει άνοδο και σε Ευρωζώνη - Βρετανία. Μάλιστα, σε ΗΠΑ και Βρετανία η κρίση έχει εξελιχθεί από χρηματοπιστωτική σε οικονομική και υπάρχουν ενδείξεις ότι οι καταναλωτές έχουν αρχίσει να ασφυκτιούν, ανήμποροι να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές ζημίες, την άρνηση των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια και το άγχος της ανεργίας.

Θα προλάβουν

Από την πλευρά τους, οι φορείς χάραξης πολιτικής προσπαθούν να προλάβουν μια σοβαρή ύφεση λαμβάνοντας μέτρα για τη θωράκιση ή και την προστασία του τραπεζικού κλάδου, την ενίσχυση του ρόλου των κεντρικών τραπεζών και τη μείωση του κόστους του χρήματος και το ενθαρρυντικό είναι ότι τα μέτρα αυτά έχουν κάποιον αντίκτυπο, αφού οι πιέσεις στις χρηματαγορές φαίνεται να χαλαρώνουν.

Ωστόσο, υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα τα μέτρα αυτά να αποδειχθούν ανεπαρκή. Στις ΗΠΑ, οι «ενέσεις» κεφαλαίων έσωσαν μεν το τραπεζικό σύστημα, αλλά ο ευρύτερος χρηματοοικονομικός τομέας της χώρας κινδυνεύει ακόμη. Επίσης, υπάρχει ο φόβος ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να αποδειχθεί αναποτελεσματική ως προς την τόνωση της ζήτησης. Oπως επισημαίνει ο Στιούαρτ Γκριν, οικονομολόγος της HSBC, «το προφανές σημείο αναφοράς είναι η μείωση των επιτοκίων από τη Federal Reserve και αυτή δεν φαίνεται να έχει μεγάλο αντίκτυπο στην οικονομία».

Η φορολογική πολιτική θα είναι, πιθανότατα, η επόμενη λύση που θα δοκιμάσουν οι αρμόδιοι φορείς, τουλάχιστον στις ΗΠΑ και σε κάποιες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας. Ο κ. Ομπάμα, με την ισχυρή εντολή που έλαβε και την ενισχυμένη πλειοψηφία των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο, έχει τη δυνατότητα να μειώσει τους φόρους και να προσπαθήσει να περιορίσει τις κατασχέσεις. Κάτι αντίστοιχο, αν και σε μικρότερο βαθμό, αναμένεται και στη Βρετανία από τον Αλιστερ Ντάρλινγκ. Ακόμη και η Κίνα σχεδιάζει να προχωρήσει σε επενδύσεις ύψους 586 δισ. δολαρίων με απώτερο στόχο την τόνωση της οικονομίας.

Τέλος, οι Ευρωπαίοι περιμένουν πολλά και από τη σύνοδο του G20. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν Κλοντ Τρισέ, δήλωσε προ ημερών ότι το ζητούμενο στη σύνοδο της Ουάσιγκτον θα είναι η ενίσχυση της διαφάνειας και η ενθάρρυνση ενός πιο μακροπρόθεσμου τρόπου σκέψης, καθώς και η προαγωγή πιο πειθαρχημένων μακροοικονομικών πολιτικών σε όλα τα επίπεδα. Ελάχιστοι, ωστόσο, ιδίως στις ΗΠΑ, πιστεύουν πως η σύνοδος θα επηρεάσει σημαντικά τις σημερινές προοπτικές της οικονομίας.

Επίσης, υπάρχει πάντα και η πιθανότητα οι συνθήκες να αλλάξουν από μόνες τους, όπως συνέβη μετά τον Σεπτέμβριο του 2001, όταν η μεγάλη απαισιοδοξία μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις ΗΠΑ έδωσε τη θέση της στη διαπίστωση ότι ο κόσμος δεν είχε αλλάξει εντελώς. Oμως, για να συμβεί αυτό θα πρέπει να βοηθήσουν και οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, δεδομένου ότι επηρεάζουν άμεσα την ψυχολογία των καταναλωτών σε χώρες όπως η Γερμανία.

Θα περάσουν αρκετοί μήνες πριν φανεί θετική αντίδραση

Η μείωση της τιμής του πετρελαίου, η υποχώρηση του ευρώ έναντι του δολαρίου και τα χαμηλότερα επιτόκια αποτελούν σίγουρα λόγους αισιοδοξίας, αλλά κάποιοι αναλυτές εκτιμούν ότι θα περάσουν αρκετοί μήνες μέχρι να φανεί η θετική τους επίδραση. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν σοβαροί λόγοι ανησυχίας. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι να οδηγηθεί η παγκόσμια οικονομία σε σοβαρή ύφεση που θα προκαλέσει ένα δεύτερο μεγάλο κύμα πιστωτικών ζημιών από καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια, διαβρώνοντας ακόμη περισσότερο την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών οργανισμών. Μια τέτοια εξέλιξη θα ενέτεινε την πιστωτική στενότητα και θα απαιτούσε νέες «ενέσεις» ρευστότητας από τις κυβερνήσεις. Φέτος, ο βασικός φόβος ήταν ότι οι τράπεζες δεν θα προλάβαιναν να καλύψουν τις ζημιές από την αρχική κρίση των subprime στεγαστικών δανείων πριν επιβραδυνθεί σημαντικά η οικονομία. Ο φόβος αυτός αποδείχτηκε βάσιμος, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουμε ένα δύσκολο εξάμηνο. Η ανησυχία για το ερχόμενο έτος είναι ότι οι δυνάμεις στις οποίες στηρίζεται η αισιοδοξία του κόσμου δεν θα προλάβουν να ενεργήσουν πριν το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεχθεί ένα νέο, αναπόφευκτο πλήγμα.

(Από την εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 15-16/11/2008)