Εχοντας ζητήσει, με παλαιότερες δηλώσεις του, από τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης να αποβάλουν από το λεξιλόγιό τους τον όρο «κρίση», ο Βλαντίμιρ Πούτιν αποφάσισε ξαφνικά να αλλάξει στάση. Η μεταστροφή αυτή υπαγορεύτηκε κατ΄ αρχάς από το γεγονός ότι ήταν πλέον πολύ δύσκολο να συνεχίσει να αρνείται την πανθομολογούμενη πραγματικότητα, ότι δηλαδή η ρωσική οικονομία είναι απροστάτευτη μπροστά στην ύφεση που πλήττει την παγκόσμια οικονομία.

Εχοντας ζητήσει, με παλαιότερες δηλώσεις του, από τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης να αποβάλουν από το λεξιλόγιό τους τον όρο «κρίση», ο Βλαντίμιρ Πούτιν αποφάσισε ξαφνικά να αλλάξει στάση. Η μεταστροφή αυτή υπαγορεύτηκε κατ΄ αρχάς από το γεγονός ότι ήταν πλέον πολύ δύσκολο να συνεχίσει να αρνείται την πανθομολογούμενη πραγματικότητα, ότι δηλαδή η ρωσική οικονομία είναι απροστάτευτη μπροστά στην ύφεση που πλήττει την παγκόσμια οικονομία. Ο δεύτερος όμως λόγος- και ίσως ο σημαντικότερος- ήταν το γεγονός ότι οι χρηματοοικονομικές αναταράξεις αποτελούν την ευκαιρία που επιζητούσε ο κ. Πούτιν για να αυξήσει την κρατική παρέμβαση τόσο στην οικονομία όσο και σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής.

Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Μετά το καταστροφικό χάος της περιόδου Γέλτσιν που άφησε πίσω της μια κατακόρυφη μείωση του εθνικού πλούτου και συνοδεύτηκε από την άνθηση του άγριου καπιταλισμού, ο άλλοτε πρόεδρος και σημερινός πρωθυπουργός της Ρωσίας έχει αναλάβει να επαναφέρει την τάξη στη χώρα. Δημιούργησε μεγάλους κρατικούς ομίλους προκειμένου να αναδιοργανώσει τους βασικότερους παραγωγικούς τομείς, όπως τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και οι φυσικοί πόροι, στους οποίους στηρίζεται κατά βάση το ρωσικό ΑΕΠ. Ο κ. Πούτιν εμπιστεύθηκε τη διεύθυνση αυτών των ομίλων, των οποίων η ομοιότητα με τις μεγάλες επιχειρήσεις της σοβιετικής περιόδου κάθε άλλο παρά συμπτωματική είναι, σε ανθρώπους του περιβάλλοντός του που κατέχουν παράλληλα και άλλες καίριες κυβερνητικές ή διοικητικές θέσεις. Τίποτε διαφορετικό από ό,τι είχε κάνει παλιότερα ο προκάτοχός του Μπορίς Γέλτσιν. Αυτό που χαρακτηρίζει την οικονομική ζωή στη Ρωσία είναι η εναλλαγή ολιγαρχών. Με τη διαφορά ότι τη δεκαετία του 1990 ο «ελεύθερος» ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρηματιών είχε αναδείξει στο προσκήνιο ορισμένα πρόσωπα που δρούσαν ανεξάρτητα από το κέντρο εξουσίας στο Κρεμλίνο. Με την έλευση του Πούτιν στην προεδρία όλοι αυτοί οι επιχειρηματίες διώχτηκαν. Αλλωστε η παραδειγματική καταδίκη του Μιχαήλ Χοντορκόφσκι υπενθυμίζει σε όλους ότι καμία απόπειρα αυτονόμησης από την κεντρική εξουσία δεν είναι ανεκτή και δεν πρόκειται να μείνει ατιμώρητη.

Με αυτόν τον τρόπο η κλίκα που κυβερνά τη Ρωσία διατηρεί υπό τον έλεγχό της- άμεσο ή έμμεσο- το μεγαλύτερο μέρος του εγχώριου πλούτου, τις εξαγωγές, την εισροή συναλλάγματος και τις πηγές δημοσίων εσόδων. Φαίνεται όμως ότι δεν φτάνουν όλα αυτά. Στις 20 Νοεμβρίου μιλώντας στο συνέδριο του κόμματος «Ενωμένη Ρωσία», ο Βλαντίμιρ Πούτιν (στο οποίο παραδόξως προεδρεύει αν και δεν είναι επίσημα μέλος) παρουσιάστηκε αποφασισμένος να ενισχύσει τον κρατικό καπιταλισμό. Δεν έκανε βέβαια- ακόμη;- λόγο για επιστροφή στον κεντρικό σχεδιασμό. Δεν παρέλειψε όμως να προσκαλέσει σε διάλογο τους διευθυντές των μεγάλων επιχειρήσεων με το Κρεμλίνο σχετικά με «την κατεύθυνση που θα ακολουθηθεί σε κάθε τομέα ξεχωριστά». Θεώρησε καλό να διευκρινίσει ότι κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει αυτές τις κατευθύνσεις, ανέφερε ωστόσο ότι οι κυβερνητικές οδηγίες θα έχουν τουλάχιστον τον χαρακτήρα «πρόθυμης υποχρέωσης»- αντιφατική έκφραση που χρησιμοποιούσε τη δεκαετία του 1960 ο Ντε Γκωλ για να περιγράψει τον ευέλικτο κεντρικό σχεδιασμό «α λα γαλλικά». Επίσης προέτρεψε τις ρωσικές επιχειρήσεις να δανείζονται από εγχώρια και όχι από ξένα τραπεζικά ιδρύματα καθώς και όσους πολίτες διαθέτουν τη δυνατότητα να κάνουν επενδύσεις να μη διοχετεύσουν τα χρήματά τους στους φορολογικούς παραδείσους του εξωτερικού αλλά στην εγχώρια αγορά.

Εξετάζοντας αυτά τα μέτρα ένα προς ένα δεν διαπιστώνουμε κάτι μεμπτό ή παράλογο. Παρά ταύτα αποτελούν στην ολότητά τους ένα σύνολο από περιορισμούς- όπως η ύπαρξη ενός κυρίαρχου «επίσημου» κόμματος, η καθοδήγηση των μέσων ενημέρωσης και ο έλεγχος της Δικαιοσύνης- που επιβεβαιώνουν τον απολυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος. Τα παλιά ανακλαστικά φαίνεται να βγαίνουν και πάλι στην επιφάνεια. Η αντίδραση ενός τοπικού άρχοντα (διορισμένος και αυτός από την κεντρική κυβέρνηση όπως και όλοι οι συνάδελφοί του) σε όσα ειπώθηκαν από τον ρώσο πρωθυπουργό είναι δηλωτική αυτής της πραγματικότητας: «Οι επιχειρηματίες και οι δημόσιοι λειτουργοί είναι από κοινού υπεύθυνοι για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής στον χώρο της απασχόλησης». Το λεξιλόγιο του ρώσου αξιωματούχου μοιάζει να προέρχεται απευθείας από τα επίσημα ανακοινωθέντα της σοβιετικής εποχής.

Στον αντίποδα, ο πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ συνεχίζει να επιχειρηματολογεί κατά της γραφειοκρατίας και των επιπτώσεών της στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Επιπλέον τονίζει την προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στον πολίτη- σε αντιπαραβολή προς την προώθηση του κράτους-, σαν να θέλει να υποδυθεί τον ρόλο ενός «χρήσιμου ηλιθίου» όπως συνήθιζε να λέει κάποτε ο συνονόματος του ρώσου πρωθυπουργού, ο Λένιν.

(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ" 28/11/2008)