Η μεταβλητότητα στην τιμή του πετρελαίου και οι επιπτώσεις από την πρόσφατη απότομη πτώση των διεθνών τιμών του αποτέλεσε και το βασικό θέμα μιας διήμερης κλειστής συνάντησης που οργάνωσε στο Surrey, στην Αγγλία την περασμένη εβδομάδα, το Centre for Global Energy Studies (CGES), το οποίο ίδρυσε ο πάλαι ποτέ υπουργός της Σαουδικής Αραβίας, Σεΐχης Ζακί Γιαμανί.

Η μεταβλητότητα στην τιμή του πετρελαίου και οι επιπτώσεις από την πρόσφατη απότομη πτώση των διεθνών τιμών του αποτέλεσε και το βασικό θέμα μιας διήμερης κλειστής συνάντησης που οργάνωσε στο Surrey, στην Αγγλία την περασμένη εβδομάδα, το Centre for Global Energy Studies (CGES), το οποίο ίδρυσε ο πάλαι ποτέ υπουργός της Σαουδικής Αραβίας, Σεΐχης Ζακί Γιαμανί. Η συνάντηση, στην οποία συμμετείχαν περί τα εξήντα (60) υψηλόβαθμα στελέχη  του ενεργειακού τομέα απ’ όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων και εκπροσώπων κυβερνήσεων, είχε ως κύριο στόχο την ανάλυση της παρούσας κατάστασης, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονες αυξομειώσεις στην τιμή του αργού, και την διατύπωση εκτιμήσεων ως προς την κατεύθυνση που οδηγείται η αγορά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

Σε μια από τις βασικές παρουσιάσεις του σεμιναρίου του CGES, ο αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του, ο Ελληνικής καταγωγής Dr. Leo Drollas, αναρωτήθηκε ως προς το ποια θα μπορούσε να είναι μία επιθυμητή ή έστω κανονική τιμή του πετρελαίου την παρούσα χρονική στιγμή. «Το ερώτημα ως προς το ποια είναι μία νορμάλ τιμή», παρατήρησε ο Drollas, «έχει να κάνει κυρίως με τους παράγοντες που επηρεάζουν την τιμή μακροπρόθεσμα», και πρόσθεσε «Οι τιμές spot επηρεάζονται κυρίως από τις παρατηρούμενες ανισότητες μεταξύ των επιθυμητών και των πραγματικών επιπέδων αποθεμάτων (δηλαδή το inventory cover),  ενώ οι τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων, δηλαδή των futures, επηρεάζονται συνήθως από τις ειδήσεις για τα επίπεδα ζήτησης και παραγωγής, τα αποθέματα, την εφεδρική παραγωγή και από τις πολιτικές εξελίξεις».

Οι περισσότεροι από τους εισηγητές στην άκρως επίκαιρη αυτή συνάντηση του CGES συμφώνησαν ότι μεσοπρόθεσμα οι τιμές εξαρτώνται από την διαμόρφωση των θεμελιωδών μεγεθών, δηλαδή την ζήτηση για αργό και προϊόντα, την παγκόσμια δυνατή εφεδρική παραγωγή (το γνωστό spare capacity), την παραγωγή των εκτός OPEC χωρών, τα επενδυτικά σχέδια του OPEC και τους στόχους για τις τιμές που συχνά θέτουν οι χώρες μέλη του καρτέλ. Ενώ σε μακροπρόθεσμη βάση οι τιμές επηρεάζονται από το κόστος παραγωγής, τις ανακαλύψεις νέων κοιτασμάτων, την αύξηση των αποθεμάτων, τον ρυθμό μείωσης της παραγωγής, την πρόσβαση σε νέα αποθέματα, τις τεχνολογικές εξελίξεις, την πολιτική του OPEC, τις τάσεις παραγωγής και ζήτησης των εκτός OPEC χωρών και τις επενδυτικές αποφάσεις για αύξηση της παραγωγικής ικανότητας.

Οι λόγοι που οδήγησαν τις διεθνείς τιμές πετρελαίου στα ύψη του περασμένου Ιουλίου, όπου η ποικιλία WTI εκτύπησε τα 147 δολάρια το βαρέλι, είχαν βάση την συνεχιζόμενη υψηλή ζήτηση, την αδύναμη θέση του δολαρίου έναντι άλλων νομισμάτων, την χαμηλή αύξηση της εκτός OPEC παραγωγής (αυτή έχει σχεδόν σταθεροποιηθεί στα 49.0 εκατ. βαρ./ημέρα τα τελευταία τρία χρόνια) τους εκφραζόμενους φόβους για κορύφωση της παγκόσμιας παραγωγής (η γνωστή θεωρία του peak oil), τα χαμηλά αποθέματα, ιδιαίτερα στις χώρες του ΟΟΣΑ αλλά και την υψηλή κερδοσκοπία στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σε συνδυασμό με τους στόχους του OPEC για την επικράτηση ενός καθεστώτος πολύ υψηλών τιμών. Η απότομη πτώση των διεθνών τιμών που ακολούθησε το τρίμηνο Αύγουστος – Οκτώβριος ασφαλώς και δεν οφείλεται στην απότομη μεταβολή έστω και ενός των ανωτέρω παραγόντων αλλά ήρθε ως αποτέλεσμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και της εδραιωθείσης αντίληψης ότι οδηγούμεθα σε περίοδο ισχνών αγελάδων όπου και αναμένεται μεγάλη κάμψη της ζήτησης.

Μία από τις βασικές παρατηρήσεις που προέκυψαν από τις συζητήσεις του think tank του CGES είναι ότι ενώ την περίοδο 1985 – 2002 η μέση τιμή του αργού ήτο $19.0/bbl, το διάστημα μεταξύ 2003 – 07 η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 49/bbl, σε μία περίοδο όπου υπήρξε πράγματι υψηλή ζήτηση με παράλληλη σταθερότητα ή και πτώση της παραγωγής από τις εκτός OPEC χώρες. Εξ’ ίσου ενδιαφέρουσα ήτο η άλλη παρατήρηση αναφορικά με τις τρεις φάσεις τιμών του πετρελαίου όπου η πρώτη περίοδος (1860 – 1880) χαρακτηρίσθηκε από έντονη μεταβλητότητα, η δεύτερη (1860 – 1973) από μεγάλη σταθερότητα και η τρίτη (1973 μέχρι σήμερα) και πάλι από υψηλή μεταβλητότητα.

Η διατύπωση προβλέψεων για τα επίπεδα που θα διαμορφωθεί η τιμή του αργού από τώρα μέχρι το 2020, εάν και εξαιρετικά ριψοκίνδυνη λόγω των πολλών παραμέτρων και αβεβαιοτήτων που υπεισέρχονται, εν τούτοις απασχολεί έντονα την διεθνή κοινότητα των αναλυτών ιδίως του χρηματοπιστωτικού τομέα. Παράγοντες όπως η αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ, ο διεθνής πληθωρισμός, η αύξηση του κόστους παραγωγής εκτός OPEC καθώς και εκτιμήσεις για αύξηση παραγωγής των μεγάλων διεθνών εταιρειών (IOC’s) δρουν θετικά στις εκτιμήσεις ενώ η θέση του Αμερικανικού δολαρίου και η παραγωγή του OPEC δρουν αρνητικά. Ως εκ τούτου τα μοντέλα που χρησιμοποιούν οι διάφοροι αναλυτές εξαρτώνται από το πόσο εύστοχες ή μη είναι οι εκτιμήσεις για τα ανωτέρω μεγέθη, αλλά σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει πλήρης αδυναμία πρόβλεψης σε μακροπρόθεσμη βάση.

Οι συζητήσεις που έγιναν στο πλαίσιο της πρόσφατης συνάντησης του CGES και η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των ειδικών φανερώνουν μία έντονη ανησυχία ως προς το που θα οδηγηθούν τελικά οι τιμές και τι αντίκτυπο θα έχουν αυτές στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Μία από τις μεγάλες αβεβαιότητες, όπως παρατήρησε ο Σεΐχης Γιαμανί, διατυπώνοντας στα συμπεράσματα της συνάντησης, είναι ο πολιτικός παράγων που κατά την γνώμη του παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις που τελικά επηρεάζουν τις ίδιες τις τιμές. Σύμφωνα με τον Γιαμανί, οι πολιτικοί λόγοι αναμένονται ότι θα κυριαρχήσουν για μία ακόμη φορά για να επιβάλλουν ένα καθεστώς τιμών, με επιθυμητή βάση αναφοράς τα 50 δολάρια το βαρέλι και όχι τα 75 που επιθυμεί ο OPEC, όπως έγινε γνωστό μόλις χθες στην άτυπη συνάντηση του καρτέλ στο Κάιρο.