Πώς Αντιδρά η Ευρώπη στην Κρίση

Με τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ και του νεοεκλεγέντος Μπαράκ Ομπάμα, η Ευρωπαϊκή Ενωση ανακοίνωσε διά στόματος του προέδρου της Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο το δικό της σχέδιο για την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών. Φαίνεται λοιπόν ότι οι ηγέτες των χωρών που συμμετέχουν στην Ομάδα των 20 (G20) ακολουθούν τη δική τους συντονισμένη και κλιμακούμενη «γραμμή κρούσης» έναντι μιας κρίσης η ιδιαιτερότητα της οποίας έγκειται στην ταχύτητα, αν όχι στην αμεσότητα, της μετάδοσής της.
Του Jean-Marie Colombani
Τρι, 2 Δεκεμβρίου 2008 - 15:25

Με τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ και του νεοεκλεγέντος Μπαράκ Ομπάμα, η Ευρωπαϊκή Ενωση ανακοίνωσε διά στόματος του προέδρου της Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο το δικό της σχέδιο για την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών. Φαίνεται λοιπόν ότι οι ηγέτες των χωρών που συμμετέχουν στην Ομάδα των 20 (G20) ακολουθούν τη δική τους συντονισμένη και κλιμακούμενη «γραμμή κρούσης» έναντι μιας κρίσης η ιδιαιτερότητα της οποίας έγκειται στην ταχύτητα, αν όχι στην αμεσότητα, της μετάδοσής της. Σαν καλπάζουσα επιδημία μεταπηδά από τις Ηνωμένες Πολιτείες στον υπόλοιπο κόσμο και από τη χρηματοοικονομική σφαίρα στην πραγματική οικονομία.

Η ταχύτητα αυτή είναι που προκαλεί τον φόβο μιας ακόμη μεγαλύτερης κρίσης από αυτήν που προβλέπουν οι ειδικοί. Για την ώρα τουλάχιστον, οι προβλέψεις περιορίζονται σε μια μηδενική ή ελάχιστα αρνητική ανάπτυξη. Ισως όμως βρεθούμε μπροστά σε μια ακόμη πιο έντονη επιβράδυνση των οικονομιών μας η οποία θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην ταχύτατη άνοδο της ανεργίας, προτού ακόμη προλάβουμε να πετύχουμε τον στόχο της πλήρους απασχόλησης. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι σημαντικό να καθορίσουμε το ύψος της οικονομικής βοήθειας που θα παράσχουμε.

Οι ΗΠΑ και το υπό διαμόρφωση μελλοντικό κυβερνητικό σχήμα σχεδιάζουν να δαπανήσουν τουλάχιστον 600 δισ. ευρώ που θα αφορούν κυρίως έργα υποδομής. Ενα σχέδιο που, αν και εμπνευσμένο από το «Νew Deal», περιέχει στοχευμένα μέτρα διάσωσης που αφορούν κατά κύριο λόγο τους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και των ακινήτων, από όπου προήλθε και η κρίση.

Η Κίνα από την πλευρά της προχωρεί σε ανάλογη προσπάθεια, η οποία όμως δεδομένου του- υψηλού- ΑΕΠ της χώρας προκαλεί σκεπτικισμό. Είναι προφανές ότι ο κοινωνικός ιστός της Κίνας ο οποίος υφίσταται ήδη οριακές πιέσεις, κινδυνεύει να διαλυθεί αν το κράτος δεν προχωρήσει σε ένα γενναίο σχέδιο που θα συμπεριλαμβάνει, το άπαν για ένα κομμουνιστικό καθεστώς, την κοινωνική στέγαση.

Το σχέδιο που ανακοίνωσε η Ευρώπη αγγίζει τα 200 δισ. ευρώ. Δεν είναι πρόωρο να δηλώσουμε ότι ίσως αποδειχτεί ανεπαρκές. Αρχικά ως προς το ύψος του ποσού. Η ευρωπαϊκή οικονομία απειλείται όσο και η αμερικανική παρ΄ ότι οι συνέπειες εμφανίζονται πιο περιορισμένες εξαιτίας της καλύτερης ρύθμισης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Ωστόσο αν θέλουμε να αποφύγουμε την ύφεση, το «χτύπημά» μας θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Και το περιεχόμενό του όμως δεν μας επιτρέπει να μιλάμε για ένα πραγματικά «ευρωπαϊκό σχέδιο». Πρόκειται ουσιαστικά για μια σύνθεση «εθνικών σχεδίων»- κάτι που είναι φυσιολογικό- τα οποία όμως ελάχιστα στηρίζονται από την ίδια την Ενωση: η συνολική ενίσχυση που ανακοινώθηκε αγγίζει μόλις τα 30 δισ. ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση πληρώνει σήμερα με βαρύ τίμημα- την ανικανότητά της- τη συμφωνία Σιράκ - Σρέντερ που οδήγησε στη συρρίκνωση του κοινοτικού προϋπολογισμού στο 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Η ανάγκη εξορθολογισμού του προϋπολογισμού είναι προφανής.

Ακόμη και αν η Ευρώπη έσωσε τα προσχήματα, καθένας από τους εταίρους συνέχισε να μαγειρεύει με τις δικές του συνταγές. Δύο είναι τα ερωτήματα που ανακύπτουν και προέρχονται αντίστοιχα από τη στάση που κράτησαν η Γερμανία και η Βρετανία.

Στο Βερολίνο, η γερμανίδα καγκελάριος επιμένει να τηρεί «ακατάδεκτη» στάση που κινδυνεύει μάλιστα να γίνει μόνιμη θέση της. Ετσι, παρά την επιμονή του Νικολά Σαρκοζί, αρνήθηκε να παράσχει οικονομική βοήθεια μεγαλύτερη από τα 35 δισ. ευρώ που είχε εξ αρχής υποσχεθεί. «Δεν απαιτείται χορός εκατομμυρίων» επανέλαβε χαρακτηριστικά. Από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η κρίση, η γερμανίδα ηγέτις υστερεί τόσο ως προς την ανάλυση μιας κατάστασης της οποίας υποτιμά τις συνέπειες όσο και ως προς τη χάραξη της κοινής ευρωπαϊκής πορείας. Φαίνεται δε, να έχει απομονωθεί στα αμιγώς εσωτερικά της ζητήματα που δεν είναι άλλα από τις εκλογές του 2009 όπου, όπως φαίνεται, θα διασπαστεί ο μεγάλος κυβερνητικός συνασπισμός. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει για την ίδια είναι να βρεθεί ουραγός σε αυτές τις κρίσιμες εξελίξεις.

Εντελώς αντίθετη η κατάσταση στο Λονδίνο όπου ο Γκόρντον Μπράουν αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα την κρισιμότητα της κατάστασης, εμπνεύστηκε τα πρώτα ευρωπαϊκά σχέδια οικονομικής στήριξης, συμμετείχε ενεργά στη σύνοδο κορυφής του G20 και υποστήριξε τις προτάσεις της γαλλικής προεδρίας.

Προχώρησε μάλιστα ένα βήμα παρακάτω, πέρα από την κοινά αποδεκτή πρόταση για την παροχή βοήθειας αντίστοιχης με το 1,2% του ΑΕΠ, υιοθετώντας μια θεαματική αλλά και προσωρινή μείωση του ΦΠΑ (από 18,5% σε 15%) στοχεύοντας, ήδη από τώρα, στη στήριξη της κατανάλωσης. Μέτρο που αρνήθηκε, φυσικά, να εφαρμόσει η Γερμανία αλλά και η Γαλλία.

Αυτό που βλέπουμε είναι ότι ο βρετανός πρωθυπουργός, γνωρίζοντας καλά ότι τα σχέδια διάσωσης δεν αποδίδουν καρπούς παρά μόνο έπειτα από δύο-τρία χρόνια, ενδιαφέρεται να παρουσιάσει άμεσα αποτελέσματα και για τον λόγο αυτόν ενισχύει γενναία την κατανάλωση. Η μείωση του ΦΠΑ συνεπάγεται την αύξηση της αγοραστικής δύναμης, επιδρά δηλαδή κατά τρόπο άμεσο στο σύνολο του πληθυσμού. Πρόκειται για ένα μέτρο που βρίσκεται πολύ περισσότερο στο οπλοστάσιο της Αριστεράς παρά της Δεξιάς.

Συνεπώς, η Ευρώπη μέσα από τις εξαγγελίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ και τη χαλάρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ (καθώς αποδέχεται πλέον μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα) κάνει αυτό ακριβώς που οφείλει. Παρ΄ όλα αυτά οι δυνατότητές δράσης της είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένες. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι δεν είναι πολύ αργά.

Ο κ. Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde». Το τακτικό, ανά Κυριακή, άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα».

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 30/11/2008)