Η αμερικανική και η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο ενός σοβαρού «στασιμο-αποπληθωρισμού», ενός «θανατηφόρου» συνδυασμού οικονομικής στασιμότητας/ύφεσης και αποπληθωρισμού. Μια σοβαρή παγκόσμια ύφεση θα οδηγήσει σε αποπληθωριστικές πιέσεις.

Η αμερικανική και η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο ενός σοβαρού «στασιμο-αποπληθωρισμού», ενός «θανατηφόρου» συνδυασμού οικονομικής στασιμότητας/ύφεσης και αποπληθωρισμού.

Μια σοβαρή παγκόσμια ύφεση θα οδηγήσει σε αποπληθωριστικές πιέσεις. Η πτώση της ζήτησης θα οδηγήσει σε χαμηλότερο πληθωρισμό, καθώς οι εταιρείες θα μειώνουν τις τιμές προκειμένου να μειώσουν τα αποθέματά τους. Η επιβράδυνση της αγοράς εργασίας λόγω της αυξανόμενης ανεργίας θα περιορίσει το κόστος εργασίας και την αύξηση των μισθών. Η περαιτέρω υποχώρηση στις αγορές εμπορευμάτων, καθώς θα μειώνονται οι τιμές, θα οδηγήσει σε σημαντικά χαμηλότερο πληθωρισμό. Ετσι, ο πληθωρισμός στις αναπτυγμένες οικονομίες θα πέσει προς το επίπεδο του 1%, το οποίο δημιουργεί ανησυχίες αποπληθωρισμού.

Ο αποπληθωρισμός είναι επικίνδυνος, καθώς οδηγεί σε παγίδα ρευστότητας, σε παγίδα αποπληθωρισμού και σε παγίδα αποπληθωρισμού του χρέους: τα πραγματικά επιτόκια δεν μπορούν να πέσουν κάτω από το μηδέν και ως εκ τούτου η νομισματική πολιτική καθίσταται αναποτελεσματική.

Εχουμε ήδη «πέσει» σε αυτή την παγίδα ρευστότητας, αφού ο στόχος για το επιτόκιο Fed funds εξακολουθεί να βρίσκεται στο 1%, όμως το πραγματικό επιτόκιο βρίσκεται κοντά στο μηδέν, αφού η Federal Reserve έχει τροφοδοτήσει το οικονομικό σύστημα με άφθονη ρευστότητα. Και μέχρι τις αρχές του 2009, ο στόχος για το επιτόκιο Fed funds θα έχει αγγίζει επισήμως το 0%.

Επιπλέον, στον αποπληθωρισμό η μείωση των τιμών σημαίνει πως το πραγματικό κόστος του κεφαλαίου είναι υψηλό –παρά το ότι τα επιτόκια είναι κοντά στο 0- οδηγώντας σε περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων.

Αυτή η πτώση της ζήτησης και των τιμών οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο: τα εισοδήματα και οι θέσεις εργασίας περικόπτονται, οδηγώντας σε περαιτέρω μείωση της ζήτησης και των τιμών (παγίδα αποπληθωρισμού) και η πραγματική αξία του ονομαστικού χρέους αυξάνεται (παγίδα αποπληθωρισμού των δανείων), καθιστώντας τα προβλήματα των δανειοληπτών ακόμα σοβαρότερα και οδηγώντας σε ένα αυξανόμενο ρίσκο επισφαλών δανείων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά που θα αυξήσουν τις πιστωτικές απώλειες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Καθώς η «παραδοσιακή» νομισματική πολιτική καθίσταται αναποτελεσματική, χρησιμοποιούνται άλλες «ανορθόδοξες» πολιτικές, όπως για παράδειγμα οι τεράστιες παροχές ρευστότητας σε χρηματοοικονομικά ιδρύματα προκειμένου να «ξεμπλοκάρει» η ρευστότητα και να μειωθεί το spread μεταξύ των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων της αγοράς και των βασικών επιτοκίων, ή οι «ημι-οικονομικές» πολιτικές για να «σωθούν» επενδυτές, δανειολήπτες και δανειοδότες.

Μάλιστα, αναγκαίες γίνονται και ακόμα πιο «ανορθόδοξες» και «τρελές» πολιτικές κινήσεις, προκειμένου να μειωθεί το αυξανόμενο spread μεταξύ των μακροπρόθεσμων επιτοκίων επί των κρατικών ομολόγων και των βασικών επιτοκίων και το υψηλό spread των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιτοκίων της αγοράς σε σχέση με τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα.

Για να μειωθεί το πρώτο spread η κεντρική τράπεζα πρέπει να δεσμευτεί να διατηρήσει τα βασικά επιτόκια κοντά στο μηδέν για μεγάλο χρονικό διάστημα ή/και να αρχίσει να αγοράζει κρατικά ομόλογα. Για να μειωθεί το δεύτερο, πρέπει να διευρύνει τις παροχές ρευστότητας, όπως για παράδειγμα με την άμεση αγορά εμπορικών ομολόγων, στεγαστικών δανείων, τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων και άλλων τίτλων που καλύπτονται από στοιχεία ενεργητικού.

Η Fed έχει ήδη «περάσει αυτή τη γέφυρα», με διευκολύνσεις που στόχο έχουν να μειώσουν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς, όπως τα spreads του Libor. Τώρα πρέπει να κινηθεί ώστε να επηρεάσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, αγοράζοντας τίτλους που βασίζονται σε χαρτοφυλάκια στεγαστικών δανείων.

Παραδοσιακά, οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούνται ως η ύστατη λύση δανεισμού, όμως πλέον γίνονται η πρώτη και μοναδική λύση, καθώς οι τράπεζες δεν δανείζουν. Οι κεντρικές τράπεζες γίνονται οι μοναδικοί δανειοδότες στη χώρα. Με την κατανάλωση των νοικοκυριών και τις κεφαλαιακές δαπάνες επιχειρήσεων να «καταρρέουν», σύντομα μόνον οι κυβερνήσεις θα μπορούν να δαπανούν, με τα δημοσιονομικά ελλείμματα να εκτινάσσονται.

Η οικονομική κρίση έχει ήδη γίνει παγκόσμια, καθώς οι οικονομικοί δεσμοί μετέφεραν τους κραδασμούς της αμερικανικής αγοράς σε όλον τον κόσμο. Οι συνολικές πιστωτικές απώλειες ενδεχομένως να πλησιάσουν το συγκλονιστικό ποσό των 2 τρισ. δολαρίων. Ως εκ τούτου, η κρίση θα γίνει ακόμα πιο σοβαρή, καθώς οι ζημιές αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό από τις ανακεφαλαιοποιήσεις, εκτός και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ανακεφαλαιοποιηθούν άμεσα από τις κυβερνήσεις.

Όμως, καθώς οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες εντάσσουν τις ζημιές του ιδιωτικού τομέα στον ισολογισμό τους, τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα ξεπεράσουν το 1 τρισ. δολάρια στις ΗΠΑ τα επόμενα δυο χρόνια. Η Fed και το υπουργείο Οικονομίας αναλαμβάνουν ένα τεράστιο πιστωτικό ρίσκο, θέτοντας σε κίνδυνο την μακροπρόθεσμη φερεγγυότητα της αμερικανικής κυβέρνησης.

Τους επόμενους μήνες, οι ειδήσεις που αφορούν τα μακροοικονομικά στοιχεία και την εταιρική κερδοφορία θα είναι πολύ χειρότερα απ’ όσο αναμένεται. Η πιστωτική κρίση θα γίνει χειρότερη, με την «απομόχλευση» να συνεχίζεται καθώς τα hedge funds και άλλοι «μοχλευμένοι» παίκτες θα αναγκάζονται να πουλήσουν στοιχεία του ενεργητικού τους σε χαμηλής ρευστότητας και πιεσμένες αγορές, κάτι που θα οδηγήσει σε διεύρυνση του «ντόμινο» πτώσης των τιμών, σε πτωχεύσεις αφερέγγυνων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και σε οικονομική κρίση σε αρκετές αναδυόμενες αγορές.

Τα χειρότερα δεν βρίσκονται πίσω μας: το 2009 θα είναι μια επώδυνη χρονιά παγκόσμιας ύφεσης, αποπληθωρισμού και χρεοκοπιών. Και μόνον οι πολύ επιθετικές και συντονισμένες πολιτικές ενέργειες θα εξασφαλίσουν ότι η παγκόσμια οικονομία θα ανακάμψει το 2010 και δεν θα βρίσκεται αντιμέτωπη με παρατεταμένη στασιμότητα και αποπληθωρισμό.

Ο κ. Roubini είναι καθηγητής οικονομικών στο Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και πρόεδρος της εταιρείας οικονομικών συμβούλων RGE Monitor.

(Από www.euro2day.gr, 03/12/2008)