Ενεργειακά Aδιέξοδα και Eυκαιρίες - Ο ρόλος της Ελλάδας στον Eφοδιασμό της Ευρώπης με Φυσικό Αέριο

Ενεργειακά Aδιέξοδα και Eυκαιρίες - Ο ρόλος της Ελλάδας στον Eφοδιασμό της Ευρώπης με Φυσικό Αέριο
Του Dr Κ.Σ.Μητρόπουλου
Παρ, 12 Δεκεμβρίου 2008 - 09:57
Η συζήτηση για τον ενεργειακό ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή είναι παλαιά, αλλά μέχρι στιγμής χωρίς κανένα ουσιώδες αποτέλεσμα. Και ενώ το περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται η συζήτηση μεταβάλλεται σημαντικά, τόσο από οικονομική όσο και από γεωπολιτική πλευρά, η στρατηγική η οποία ακολουθείται παραμένει πρωτόγονη και ασήμαντη.

Η συζήτηση για τον ενεργειακό ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή είναι παλαιά, αλλά μέχρι στιγμής χωρίς κανένα ουσιώδες αποτέλεσμα. Και ενώ το περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται η συζήτηση μεταβάλλεται σημαντικά, τόσο από οικονομική όσο και από γεωπολιτική πλευρά, η στρατηγική η οποία ακολουθείται παραμένει πρωτόγονη και ασήμαντη.

Η Ελλάδα, όπως και όλες οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ενωση ως σύνολο, είναι ελλειμματικές στο επίπεδο της πρωτογενούς ενέργειας. Η Ελλάδα είναι πλέον ελλειμματική και σε τελική ενέργεια, δεδομένων των δομικών και όχι εποχικών εισαγωγών ηλεκτρισμού. Η οποιαδήποτε στρατηγική μας θα πρέπει να αναγνωρίσει το ανισοζύγιο αυτό σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, ενώ ταυτοχρόνως θα πρέπει να χειρίζεται τους περιορισμούς που υπάρχουν ως ευκαιρίες.

Φυσικό αέριο

Η αγορά φυσικού αερίου στην Ελλάδα είναι μικρή (ετήσια κατανάλωση 2.8 bcm) και ανώριμη. Αυξάνεται με ρυθμό 6% τον χρόνο, οδηγούμενη κυρίως από την ηλεκτροπαραγωγή που αποτελεί πάνω από το 60% της κατανάλωσης φυσικού αερίου. Η συμβολαιοποιημένη προσφορά από τις Ρωσία, Αζερμπαϊτζάν και Αλγερία είναι περιορισμένη και μετά το 2010 η αγορά θα υποφέρει από έλλειψη ή από αύξηση τιμών αν δεν συμβολαιοποιηθούν πρόσθετες ποσότητες.

Η κατανάλωση φυσικού αερίου σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση θα φτάσει μακροπρόθεσμα τα 600 bcm ετησίως. Από αυτά οι εισαγωγές καλύπτουν σήμερα τα 300 bcm, αλλά, καθώς η παραγωγή από τη Βόρεια Θάλασσα φθίνει, οι εισαγωγές θα ξεπεράσουν σταδιακά τα 500 bcm ετησίως. Η διαφορά θα καλυφθεί σε μικρό βαθμό από τη Νορβηγία και την Αλγερία, ενώ οι εισαγωγές LΝG μπορούν να διπλασιαστούν με επίπτωση όμως στο μέσο κόστος. Προφανώς η Ρωσία είναι σε θέση να καλύψει τη διαφορά αυξάνοντας το μερίδιό της κατά 50% και ενισχύοντας έτσι την εξάρτηση της Ευρώπης. Οι μόνες νέες πηγές που μπορούν να μεταβάλουν τη γεωπολιτική ισορροπία της αγοράς φυσικού αερίου είναι το Ιράν και το Κατάρ, των οποίων τα αποθέματα θα τους επιτρέψουν να εξάγουν προς τη Δύση 70 bcm- 100bcm ετησίως, κλείνοντας έτσι την ψαλίδα προσφοράς και ζήτησης.

Η στρατηγική της Ελλάδας για το φυσικό αέριο πρέπει να έχει δύο απόλυτα συμβατούς στόχους: την εξασφάλιση μακροπρόθεσμης επάρκειας και την ανάληψη ενός ουσιαστικού ρόλου στη ζεύξη της ευρωπαϊκής αγοράς με νέες πηγές. Η επιτυχία του δεύτερου στόχου προδικάζει, όπως είναι φανερό, την επιτυχία και του πρώτου. Η ζεύξη της ζήτησης στην Κεντρική Ευρώπη με προσφορά φυσικού αερίου από το Ιράν ή το Κατάρ προϋποθέτει:

  • την πρόσβαση με συστηματικό τρόπο σε ποσότητες φυσικού αερίου ικανές να γεννήσουν εμπιστοσύνη για τις νέες πηγές, και
  • την ύπαρξη αγωγών μεταφοράς από τις χώρες αυτές ως την Ιταλία ή την Αυστρία μεγάλης χωρητικότητας, για να μπορεί το νέο αέριο να επηρεάσει τη διαμόρφωση τιμών.

Σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα πρέπει να αναλάβει δύο διακριτές και απόλυτα συμπληρωματικές πρωτοβουλίες. Η πρώτη είναι να εξασφαλίσει options (δικαιώματα προαίρεσης) επί του φυσικού αερίου από το Ιράν ή από το Κατάρ ύψους ίσου τουλάχιστον με την εσωτερική μας ζήτηση το 2020, που εκτιμάται σε 7.5 bcm. Η δεύτερη είναι να ηγηθεί ενός σχηματισμού για την κατασκευή ενός αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου χωρητικότητας 30 bcm κατ΄ ελάχιστον από το Ιράν (και το Κατάρ), που μέσω Τουρκίας και Ελλάδας θα προσφέρει αέριο στην ελλειμματική Ιταλία.

Τα δικαιώματα προαίρεσης θα εξασφαλίσουν την εθνική επάρκεια σε λογικές τιμές και ταυτοχρόνως θα στηρίζουν ουσιαστικά τα οικονομικά του νέου αγωγού μεταφοράς. Αυτός θα είναι τρεις με τέσσερις φορές μεγαλύτερος από τον αγωγό που ήδη σχεδιάζεται και το κόστος του θα ξεπερνά τα 10 δισ. ευρώ. Αλλά μόνο με αυτό το μέγεθος εξασφαλίζεται η εμπιστοσύνη σε μια αδοκίμαστη πηγή και μόνο αυτό το μέγεθος επιτρέπει τον επηρεασμό των τιμών στην Κεντρική Ευρώπη.

Η παρουσία της Ελλάδας ως sponsor και αρχικός χρηματοδότης όλου του έργου θα ενισχύσει πραγματικά το βάρος της στη διαμόρφωση της νέας ενεργειακής ισορροπίας στην Ευρώπη. Επιπλέον οι διμερείς εμπορικές σχέσεις με το Κατάρ και το Ιράν, όπου ήδη προηγούμεθα πολλών άλλων χωρών, θα μας δώσουν χωρίς αμφιβολία ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην αγορά φυσικού αερίου.

Είναι σαφές ότι η ρωσική πλευρά δεν θα δει, όπως δεν έχει δει ως τώρα, με καλό μάτι την προσπάθεια υπονόμευσης της κυριαρχίας της πάνω στις πρόσθετες ποσότητες φυσικού αερίου που θα ζητήσει η Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά η Ευρωπαϊκή Ενωση οφείλει να μειώσει τη μονομερή έκθεσή της σε κινδύνους, διευρύνοντας τον αριθμό των πηγών φυσικού αερίου, των ανεξάρτητων διαδρομών που ακολουθεί και των σημείων εισόδου του στη γεωγραφία της. Στο γεωστρατηγικό αυτό «παιχνίδι» ο ρόλος της Ελλάδας ως αυτής που εκφράζει και μερικώς διαχειρίζεται τα ευρωπαϊκά ενεργειακά συμφέροντα είναι εξαιρετικά σημαντικός. Σε συνδυασμό με τη δυνατότητα κτισίματος αρχικής εμπιστοσύνης με μια χώρα που δεν συνδέεται με τη Δύση, ο ρόλος αυτός γίνεται μοναδικός.

Ηλεκτρισμός; έλλειψη ισχύος

Οσον αφορά την αγορά του ηλεκτρισμού μπήκαμε ήδη σε μια περίοδο αυξημένων δυσκολιών και πολύ περιορισμένων δυνατοτήτων. Η μεγίστη ισχύς αυξάνεται κατά 5% ετησίως, δηλαδή απαιτεί για την ικανοποίησή της έναν νέο σταθμό παραγωγής 500 ΜW κάθε χρόνο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η παύση λειτουργίας υπέργηρων μονάδων.
Αν σκεφτεί κανείς ότι τα τελευταία 10 χρόνια ο μέσος όρος παράδοσης σταθμών (ΔΕΗ και ιδιωτικών) στο σύστημα είναι μικρότερος από 250ΜW/ έτος, αντιλαμβάνεται ότι το έλλειμμα ισχύος όχι μόνο είναι μόνιμο, αλλά διευρύνεται κιόλας.

Οι ανανεώσιμες πηγές (υδροηλεκτρικά, ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά) που θεωρητικά θα μπορούσαν να καλύψουν ένα μέρος του ελλείμματος υποφέρουν από ιστορικές παραμορφώσεις, διαδικαστικές καθυστερήσεις και μικρή κλίμακα. Ετσι, παρά την παρουσία 3.000 ΜW υδροηλεκτρικών σταθμών, ο παραδοσιακός τρόπος λειτουργίας τους με προτεραιότητα στην άρδευση δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίησή του για τη γεφύρωση του μόνιμου κενού ζήτησης και προσφοράς. Ο διανεμημένος τρόπος ανάπτυξης των πάρκων ανεμογεννητριών και η πολύ μικρή κλίμακα των φωτοβολταϊκών δεν έχουν επιτρέψει τη συγκέντρωση ισχύος για το δίκτυο (μόνον 870ΜW) και μαζί με την επίπονη και αργή διαδικασία ωρίμανσης νέων έργων δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για τον ρόλο που μπορούν να παίξουν στο ενεργειακό ισοζύγιο.


Αλλά και όλη η περιοχή της ΝΑ Ευρώπης γίνεται σταδιακά ελλειμματική σε ηλεκτρική ισχύ, καθώς η ζήτηση «τρέχει» με ρυθμούς κοντά στο 10%, ενώ παλαιά και απαρχαιωμένα εργοστάσια βγαίνουν από την παραγωγή χωρίς ισοδύναμη αντικατάσταση. Οι δυνατότητες της περιοχής να τροφοδοτεί σημαντικό μέρος των αναγκών της Ελλάδας στην αιχμή θα μειώνονται διαρκώς, καθώς οι χώρες θα αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα.

Η κατάσταση δεν μπορεί παρά να γίνει χειρότερη μέχρι να βελτιωθεί και το δεύτερο θα επιτευχθεί μόνον αν αλλάξουμε συνολικά την προσέγγιση στον τρόπο που λειτουργεί συνολικά η αγορά. Η στρατηγική επάρκειας ηλεκτρισμού έχει πέντε στοιχεία:

  1. Αύξηση του ρυθμού κατασκευής και παράδοσης νέων μονάδων σε 500 ΜW/ έτος με ήδη προγραμματισμένα έργα και μέσα από αναβαθμίσεις υπαρχουσών μονάδων της ΔΕΗ (Μεγαλόπολη, Πτολεμαΐδα).
  2. Αλλαγή πολιτικής λειτουργίας των υδροηλεκτρικών μονάδων μετά την υδρολογική αναπλήρωσή τους.
  3. Σημαντική επιτάχυνση εγκρίσεων επενδύσεων σε ανανεώσιμη ενέργεια με ταυτόχρονη πριμοδότηση των μεγάλων σχεδίων.
  4. Αύξηση και ταίριασμα των τιμολογίων προς τελικούς καταναλωτές, ώστε να ανακτάται το μακροπρόθεσμο οριακό κόστος των επενδύσεων και να είναι ο κλάδος χρηματοδοτήσιμος.
  5. Διευκόλυνση επενδύσεων σε μεγάλες μονάδες ηλεκτρισμού στην ευρύτερη ΝΑ Ευρώπη.

Δυστυχώς, στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα τα ζητήματα του βέλτιστου μείγματος καυσίμου, της τοπολογίας του δικτύου αλλά και της συνολικής αποδοτικότητας του συστήματος ηλεκτρισμού (και ιδιαίτερα της ΔΕΗ) ωχριούν μπροστά στο κυρίαρχο πρόβλημα του ελλείμματος ισχύος. Μόνον όταν αντιμετωπιστεί αυτό με επιτυχία θα επανέλθει η δυνατότητα ουσιώδους αντιμετώπισης των υπολοίπων.

Είναι φανερό ότι όλη μας η αντίληψη γύρω από τη λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος και της αντίστοιχης αγοράς επαναπροσδιορίζεται κάτω από την πίεση γεγονότων, η οποία θα μεγαλώσει εκθετικά μέσα στην επόμενη πενταετία. Η νέα μας προσέγγιση δεν μπορεί παρά να εστιάσει ουσιαστικά στην ανάγκη προσθήκης ισχύος και στην ανάγκη διεύρυνσης της συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών. Πέρα από την οικολογική ευαισθησία, η ισχυρή παρουσία του φωτός, του ανέμου και της γεωθερμίας επιτρέπει πολύ πιο φιλόδοξους σχεδιασμούς και πολύ μεγαλύτερης κλίμακας από τη σημερινή.

Ο μονόδρομος του μέλλοντος

Η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι αποφάσεων και επιλογών. Βρίσκεται σε έναν μονόδρομο και ο χρόνος τρέχει γρηγορότερα από μας προς το παρόν. Χρειαζόμαστε μια νέα στρατηγική αντίληψη για όλο τον χώρο, που με μεγάλη ταχύτητα θα επιτρέψει τον χειρισμό των δύο μεγάλων ενεργειακών ζητημάτων: της έλλειψης ισχύος στο ηλεκτρικό σύστημα και της έλλειψης γεωπολιτικής βαρύτητας στο φυσικό αέριο. Αν σκεφτούμε και δράσουμε με ταχύτητα και δύναμη απέναντι σ΄ αυτές τις προκλήσεις θα αποκτήσουμε ένα αξιοζήλευτο πλεονέκτημα στην περιοχή μας, αλλά και ένα βαρύ ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

 Ο Dr Κ.Σ.Μητρόπουλος είναι Πρόεδρος της Eurobank Efgtelesis Finance)

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ/Βήμα Ιδεών, 05/12/2008)