H Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται αντιμέτωπη με ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις από χαλυβουργίες που έχουν την έδρα τους στην Ευρώπη και επιδιώκουν τον ανασχηματισμό του μεγαλύτερου συστήματος διαπραγμάτευσης αερίων διοξειδίου του άνθρακα, ειδάλλως απειλούνται με την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας.

H Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται αντιμέτωπη με ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις από χαλυβουργίες που έχουν την έδρα τους στην Ευρώπη και επιδιώκουν τον ανασχηματισμό του μεγαλύτερου συστήματος διαπραγμάτευσης αερίων διοξειδίου του άνθρακα, ειδάλλως απειλούνται με την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας.

Η αντιπαράθεση φέρει τους περιβαλλοντικούς στόχους της Ε.Ε. απέναντι στην επιθυμία για τη διατήρηση υψηλά αμειβόμενων θέσεων εντός της Γηραιάς Ηπείρου. Η χαλυβουργία της Ευρώπης εξασφαλίζει ετησίως πωλήσεις, ύψους 140 δισ. ευρώ (178 δισ. δολάρια) και απασχολεί σε μόνιμη βάση περίπου 370.000 εργαζομένους και εάν συνυπολογισθούν προμηθευτές και εταιρείες που βασίζονται σε προϊόντα χάλυβα, όπως οι εταιρείες αυτοκινήτων, ο συγκεκριμένος αριθμός ανέρχεται στους 22 εκατ. εργαζομένους, όπως προκύπτει από στοιχεία της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Βιομηχανιών Σιδήρου και Χάλυβα (Eurofer). Ο συνολικός πληθυσμός της Ε.Ε. ανέρχεται σε 500 εκατ. κατοίκους.

Από την πλευρά τους όμως, στελέχη της ευρωπαϊκής χαλυβουργίας ισχυρίζονται ότι απειλούνται αυτές οι θέσεις εργασίας από την πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διαπραγμάτευση αδειών εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, μέσω της οποίας εφαρμόζονται πιο αυστηρά όρια εκπομπής καυσαερίων για τις παραγωγικές μονάδες και εργοστάσια ηλεκτρικής ενέργειας που αγοράζουν και πωλούν άδειες εκπομπής CO2, ώστε να αντεπεξέλθουν στις ετήσιες ποσοστώσεις εκπομπής καυσαερίων.

Οι χαλυβουργίες προβληματίζονται μήπως η ισχύουσα πρόταση υπονομεύει την ανταγωνιστικότητά τους απέναντι σε ανταγωνίστριες εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε χώρες με πιο επιεικείς περιβαλλοντικούς κανονισμούς.

Η Ε.Ε. επιδιώκει μέχρι το 2020 να έχει περιορίσει το σύνολο των καυσαερίων διοξειδίου του άνθρακα εντός της οικονομικής ζώνης κατά 20% έναντι των επιπέδων του 1990. Ο συγκεκριμένος στόχος θα αυξηθεί στο 30% σε περίπτωση που η Ε.Ε. προχωρήσει σε διεθνή συμφωνία για τη μείωση των καυσαερίων CO2.

H E.E. υιοθετεί πιο μετριοπαθή στάση απέναντι σε επιχειρήσεις που δεν εντάσσονται στο πρόγραμμα -όπως γεωργία και μεταφορές- κατά συνέπεια, ο βιομηχανικός τομέας της Ε.Ε. επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος για τη μείωση των καυσαερίων.

Η Eurofer, για παράδειγμα, προβλέπει ότι οι χαλυβουργίες θα χρειασθεί μέχρι το 2020 να μειώσουν την παραγωγή Co2 κατά 45% εν συγκρίσει με τα επίπεδα του 1990 και περισσότερο από 55% σε περίπτωση που η Ε.Ε. επιτύχει διεθνή συμφωνία. Η Ε.Ε. δεν τηρεί στόχους για συγκεκριμένους τομείς, αλλά τα στελέχη της Eurofer έχει υπολογίσει τα συγκεκριμένα ποσοστά μείωσης καυσαερίων Co2 συνυπολογίζοντας όλα τα μέτρα που περιλαμβάνει η πρόταση της Ε.Ε.

(Από την εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 10/12/2008)