Οταν το ξαφνικό τέλος ενός πιστωτικού «πάρτι» συνέπεσε, πέρυσι, με ένα ράλι στις τιμές των εμπορευμάτων, οι πλουσιότερες χώρες του κόσμου βρέθηκαν εκτεθειμένες στις χειρότερες προοπτικές που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Και μπορεί έκτοτε το πετρέλαιο να έχει φθηνύνει, αλλά οι τράπεζες έχουν υποστεί βαρύτατο πλήγμα, ενώ η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο.

Οταν το ξαφνικό τέλος ενός πιστωτικού «πάρτι» συνέπεσε, πέρυσι, με ένα ράλι στις τιμές των εμπορευμάτων, οι πλουσιότερες χώρες του κόσμου βρέθηκαν εκτεθειμένες στις χειρότερες προοπτικές που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Και μπορεί έκτοτε το πετρέλαιο να έχει φθηνύνει, αλλά οι τράπεζες έχουν υποστεί βαρύτατο πλήγμα, ενώ η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο.

Η ανάπτυξη εξανεμίζεται

Οι οικονομολόγοι αναγκάστηκαν να αναθεωρήσουν ακόμη και τις πρόσφατες, φθινοπωρινές, προβλέψεις τους, αφού ο συνδυασμός της χρηματοπιστωτικής κρίσης και του ράλι των εμπορευμάτων κλόνισε βαθύτατα την επιχειρηματική και την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Ο φόβος της ανεργίας και η αδυναμία πρόσβασης σε πιστωτικό χρήμα ανάγκασαν τα νοικοκυριά στις πλούσιες χώρες να μειώσουν δραστικά τις δαπάνες τους.
Μάλιστα, το πλήγμα για την αυτοκινητοβιομηχανία ξεπέρασε κάθε φαντασία. Την ίδια στιγμή, οι εταιρείες δεν είναι διατεθειμένες, υπό αυτές τις συνθήκες, να ρισκάρουν πολλές νέες επενδύσεις. 

Για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ανεπτυγμένες χώρες βυθίζονται η μία μετά την άλλη σε ύφεση και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) προβλέπει πλέον και αυτός ότι οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη θα συρρικνωθούν το ερχόμενο έτος. Μεταξύ αυτών, η πιο ευάλωτη φαίνεται να είναι η Βρετανία, καθώς έχει τους πιο χρεωμένους καταναλωτές και έναν τεράστιο τομέα χρηματοοικονομικών και επιχειρηματικών υπηρεσιών.

Η οικουμενική φύση της χρηματοπιστωτικής κρίσης δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την Ευρώπη, αλλά η χώρα που θα ταλαιπωρηθεί πιθανότατα περισσότερο θα είναι οι ΗΠΑ, απ’ όπου και ξεκίνησε και η κρίση.

Οι δυναμικά αναπτυσσόμενες αναδυόμενες αγορές της Βραζιλίας, της Ινδίας και της Κίνας συνεχίζουν να αναπτύσσονται, αλλά με βραδύτερους ρυθμούς. Μάλιστα, κάποιοι εκτιμούν τώρα ότι οι αγορές αυτές, όχι μόνο δεν θα καταφέρουν να τραβήξουν από την ύφεση τον πλούσιο κόσμο, αλλά θα συμπαρασυρθούν και αυτές στη δίνη της κρίσης.

Η ώρα των κυβερνήσεων

Η θερινή ραστώνη διακόπηκε αιφνίδια στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν η Fannie Mae και η Freddie Mac, οι δύο πυλώνες της αμερικανικής αγοράς στεγαστικών δανείων, βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και, ουσιαστικά, κρατικοποιήθηκαν.
Πολύ σύντομα, τα προβλήματα επεκτάθηκαν και στη Wall Street, όπου μεγάλες επενδυτικές τράπεζες κατέρρευσαν, εξαγοράστηκαν ή μετατράπηκαν σε τράπεζες λιανικής.

Η κατάρρευση της Leh­man Brothers, στις 15 Σεπτεμβρίου, πυροδότησε μια παγκόσμια τραπεζική κρίση που κλιμακώθηκε μέσα σε λίγες ημέρες, αναγκάζοντας πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ζητήσουν τη βοήθεια του κράτους και πολλές κυβερνήσεις να δώσουν μάχη για να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη των πιστωτών τους. Η Ισλανδία, η οποία όφειλε πολλά από τη φαινομενική, όπως αποδείχτηκε, οικονομική ακμή που γνώρισε τα τελευταία χρόνια στην ανάπτυξη του τραπεζικού κλάδου, είδε την οικονομία της να καταρρέει.

Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη προσπάθησαν να αναχαιτίσουν την κρίση, προχωρώντας συντονισμένα σε μείωση των επιτοκίων στις 8 Οκτωβρίου. Την ίδια περίοδο, όμως, οι κυβερνήσεις είχαν αρχίσει να δίνουν τη δική τους μάχη για την αντιμετώπιση της κρίσης. Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Μπους προσπάθησε και κέρδισε τελικά την έγκριση του Κογκρέσου για ένα σχέδιο διάσωσης του τραπεζικού κλάδου, ύψους 700 δισ. δολαρίων, που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την εξαγορά «τοξικών» ομολόγων και την κεφαλαιακή αναδιάρθρωση των τραπεζών της χώρας.

Στη Βρετανία, υπήρξαν τράπεζες που διασώθηκαν χάρη στις εγγυήσεις της κυβέρνησης, ενώ σχέδια θωράκισης του τραπεζικού κλάδου κατήρτισαν και άλλες χώρες της Ευρώπης. Μάλιστα, η Ιρλανδία εγγυήθηκε για την κάλυψη των υποχρεώσεων όλων των τραπεζών της προκειμένου να σταματήσει ένα δυνητικά ολέθριο κύμα μαζικών αναλήψεων.
Η αναταραχή εξαπλώθηκε και στις αναδυόμενες αγορές, οδηγώντας στην υποτίμηση πολλών νομισμάτων και ρίχνοντας κατακόρυφα την αξία των ομολόγων των αναδυόμενων οικονομιών.

Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, έδωσε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο νέα πνοή, αφού ο Οργανισμός βάλθηκε να καταστρώνει μεγάλα προγράμματα δανεισμού, για πρώτη φορά ύστερα από περίπου έξι χρόνια.
 
Πολυμερής δράση

Η ταχύτητα και η κλίμακα της κρίσης ανάγκασε τους ηγέτες του κόσμου να αλλάξουν πρόγραμμα. Ωστόσο, η πρώτη συνάντηση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο Παρίσι έληξε χωρίς να επιτευχθεί ουσιαστική πρόοδος, γεγονός που ενέτεινε την ανησυχία ότι οι Αρχές δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την κρίση.
Οι επόμενες συναντήσεις -η σύνοδος των υπουργών Οικονομικών και των κεντρικών τραπεζών της Ομάδας των 7 πλουσιότερων κρατών του πλανήτη στα μέσα του Οκτωβρίου και η δεύτερη σύνοδος κορυφής της Ε.Ε.- αποδείχτηκαν πιο επιτυχείς. Τα «φλύαρα» ανακοινωθέντα έδωσαν τη θέση τους σε ουσιώδεις εκκλήσεις για την ανάληψη δράσης που οδήγησαν σε νέες πρωτοβουλίες σε εθνικό επίπεδο.

Πλέον, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η ανάληψη συντονισμένης δράσης για να περιοριστεί η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης παγκοσμίως και η εφαρμογή μέτρων για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να επαναληφθεί η ίδια κατάσταση στο μέλλον. Το Fina­ncial Stability Forum, βραχίονας του G7, συντονίζει τις διεθνείς συνομιλίες σε ό,τι αφορά τις αναγκαίες ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παρέχει έκτακτη χρηματοδότηση στις ευάλωτες αναδυόμενες αγορές που έπεσαν θύμα μιας κατάστασης που δεν μπορούσαν να ελέγξουν και η Ομάδα των 20 προηγμένων και αναδυόμενων οικονομιών της αγοράς θα ασχοληθεί με τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις.

Επικίνδυνη κληρονομιά

Τα Credit Default Swaps (CDS) είναι, στην ουσία, συμβόλαια ασφάλισης από τον κίνδυνο μη αποπληρωμής δανείων από εταιρείες ή άλλους πιστωτές. Θεωρητικά, θα έπρεπε να κάνουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα ασφαλέστερο, επειδή δίνουν τη δυνατότητα στους επενδυτές να αντισταθμίζουν το ρίσκο που ενέχει η κατοχή εταιρικών ομολόγων ή άλλων τίτλων σταθερού εισοδήματος. Ομως, οι εκδόσεις τέτοιων συμβολαίων ακολούθησαν εκρηκτικούς ρυθμούς τα προηγούμενα χρόνια, υποστηριζόμενες από τη ραγδαία πιστωτική επέκταση, και το πεδίο ασφάλισης επεκτάθηκε, πέρα από τα εταιρικά και τα κρατικά ομόλογα, και σε σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα συνδεδεμένα σε πολλές περιπτώσεις με στεγαστικά δάνεια.

Αυτό που φοβάται σήμερα η αγορά είναι ότι, με τόσες τράπεζες να αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, οι εκδότες των CDS μπορεί να μην είναι σε θέση να καλύψουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις σε περίπτωση πτώχευσης. Δεδομένου ότι ο όγκος των συμβολαίων αυτού του είδους που βρίσκονται σε κυκλοφορία είναι τεράστιος (το πρώτο εξάμηνο του 2008 η αξία τους άγγιξε τα 54,611 τρισ. δολάρια), υπάρχει κίνδυνος η πιστωτική κρίση να πάρει νέα τροπή προς το χειρότερο.

(Από την εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 22-23/11/2008)