Μειώνεται η όρεξη των επενδυτών στην Ευρώπη για την αγορά κυβερνητικών ομολόγων, εκτιμά η οικονομική υπηρεσία της Moody’s σε μία ανάλυσή της για την αγορά κρατικών τίτλων. Παρά την πτώση των αποδόσεων σε επίπεδα ρεκόρ για τους δεκαετείς τίτλους, η οικονομική υπηρεσία του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s εκτιμά ότι οι νέες εκδόσεις κρατικών ομολόγων δεν θα προσελκύσουν νέους επενδυτές

Μειώνεται η όρεξη των επενδυτών στην Ευρώπη για την αγορά κυβερνητικών ομολόγων, εκτιμά η οικονομική υπηρεσία της Moody’s σε μία ανάλυσή της για την αγορά κρατικών τίτλων. Παρά την πτώση των αποδόσεων σε επίπεδα ρεκόρ για τους δεκαετείς τίτλους, η οικονομική υπηρεσία του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s εκτιμά ότι οι νέες εκδόσεις κρατικών ομολόγων δεν θα προσελκύσουν νέους επενδυτές, σημειώνοντας ότι για πρώτη φορά ακυρώθηκε δημοπρασία γερμανικών ομολόγων, ενώ οι κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Βρετανίας αναγκάσθηκαν να δώσουν υψηλότερη απόδοση στις δικές τους δημοπρασίες. Η πιθανότητα μιας απότομης αύξησης των εκδόσεων κρατικών τίτλων αναμένεται να αποθαρρύνει τους επενδυτές, καθώς θα μπορούσε να πιέσει τις τιμές για τα ομόλογα που έχουν ήδη στην κατοχή τους. Επιπλέον, παρακολουθούν με προσοχή το επίπεδο του δημοσίου χρέους, καθώς μία εκτόξευσή του θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο να μην μπορούν να το εξυπηρετήσουν.

Μιλώντας στην «Κ», η συντάκτρια της έκθεσης, οικονομολόγος της Moody’s Economy.com Κριστίν Λι σημειώνει ότι ενώ στην αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης αλλά και πριν από αυτή η υποχώρηση των αποδόσεων είχε να κάνει με την αναζήτηση ασφαλέστερων καταφυγίων και την επιθυμία των επενδυτών για περιορισμό του κινδύνου, το τελευταίο διάστημα η πτώση αποδίδεται στη μείωση του πληθωρισμού και τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού. Μέσα σε ένα μόνο μήνα, τον Νοέμβριο, η απόδοση των γερμανικών δεκαετών ομολόγων αναφοράς υποχώρησε κατά 72 μονάδες βάσης. Οι οικονομικές υπηρεσίες της Moody’s προβλέπουν μάλιστα ότι οι αποδόσεις των ομολόγων θα υποχωρήσουν περαιτέρω, ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Αγγλίας.

Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προχωρούν σε πακέτα στήριξης των τραπεζών τους και τη συντονισμένη ενίσχυση της οικονομίας τους, μέτρα που όπως τονίζει η κυρία Λι υπολογίζεται ότι θα κοστίσουν περίπου 480 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η χρηματοδότησή τους πιθανώς να συναντήσει προβλήματα. Αυτό γίνεται ήδη εμφανές στη διεύρυνση του spread των περιφερειακών τίτλων, δηλαδή της διαφοράς της απόδοσής τους με τα γερμανικά ομόλογα αναφοράς, καθώς όπως τονίζει η κυρία Λι, «κάποιες χώρες θεωρούνται πιο επικίνδυνες από άλλες». Αν και υποχωρούν οι αποδόσεις όλων των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων, η ίδια σημειώνει ότι «δεν θα περιμέναμε από τα γερμανικά ομόλογα αναφοράς να υποχωρήσουν τόσο όσο εκείνα άλλων χωρών, καθώς θεωρούνται ασφαλέστερα». Αντιθέτως, θεωρεί ότι υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος για χώρες με μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και δημοσιονομικό έλλειμμα. Αυτά είναι άλλωστε τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, τα ομόλογα της οποίας διαπραγματεύονται με premium λόγω του υψηλότερου κινδύνου που αποδίδει η αγορά στην πιθανότητα αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13/12/2008)