Μπορεί η περικοπή της παραγωγής του ΟΠΕΚ που αποφασίσθηκε εχθές από το καρτέλ κατά την συνάντησή του στο Οράν της Αλγερίας, να επαναφέρει την ισορροπία και την τάξη στην αγορά; Η γενναία μείωση της παραγωγής κατά 2.2 εκατ. βαρέλια ημερησίως θα είναι ικανή να αντιστρέψει την καθοδική πορεία της αγοράς η οποία είδε τις τιμές να μειώνονται κατά $100 το βαρέλι μέσα σε μόνο 5 μήνες;
Μπορεί η περικοπή της παραγωγής του ΟΠΕΚ που αποφασίσθηκε εχθές από το καρτέλ κατά την συνάντησή του στο Οράν της Αλγερίας, να επαναφέρει την ισορροπία και την τάξη στην αγορά; Η γενναία μείωση της παραγωγής κατά 2.2 εκατ. βαρέλια ημερησίως θα είναι ικανή να αντιστρέψει την καθοδική πορεία της αγοράς η οποία είδε τις τιμές να μειώνονται κατά $100 το βαρέλι μέσα σε μόνο 5 μήνες;

Αυτά είναι τα δύο βασικά ερωτήματα που κυριαρχούν στην παγκόσμιο αγορά πετρελαίου και εμπορευμάτων καθώς οδεύουμε προς το τέλος του έτους. Μιας χρονιάς που κατά γενική ομολογία χαρακτηρίζεται από μία πρωτοφανή μεταβλητότητα στις τιμές του αργού ανάλογη της οποίας δεν έχουμε βιώσει από τότε που οι τιμές άρχισαν να καθορίζονται μέσω χρηματιστηριακών αγορών, δηλαδή από τον Μάρτιο του 1983. Μιας χρονιάς που η τιμή  του αργού εκτινάχθηκε στα υψηλά όλων των εποχών, στα $147 το βαρέλι τον περασμένο Ιούλιο για να κατακρημνισθεί μετά τρεις μήνες στα $40 το βαρέλι εν μέσω μιας πρωτοφανούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και βύθισης όλων των αγορών.

Κάτι που έδειξε ασφαλώς ότι η ξέφρενη πορεία των τιμών ως προς τα υψηλά των $150 το βαρέλι δεν οφείλετο σε μία υγιή αντίδραση ως προς τα θεμελιώδη της αγοράς και ούτε ήτο το αποτέλεσμα μιας σημαντικής αύξησης της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης. Απλούστατα οι τιμές οδηγήθηκαν στα ύψη σαν αποτέλεσμα φόβων και προσδοκιών, βασικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας των αγορών εμπορευμάτων και των χρηματαγορών εν γένει.

Οι μεν φόβοι επικεντρώνονται στο τι μπορεί να συμβεί με την παραγωγή στο Ιράν στη Νιγηρία ή την Ρωσία, οι δε προσδοκίες για το που μπορεί να οδηγηθεί η ζήτηση πετρελαίου σε Κίνα και Ινδία. Και ενώ δεν εξέλειπαν οι φόβοι – στην πραγματικότητα εντάθηκαν – εξαφανίσθηκαν παντελώς οι προσδοκίες σαν αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής λαίλαπας. Και αυτό όπως φάνηκε ήτο ικανό να αναποδογυρίσει πλήρως τα δεδομένα με τα οποία λειτουργούν οι αγορές εμπορευμάτων.

Όμως η απότομη αυτή μείωση των τιμών του αργού θέτει ένα σοβαρό ερώτημα το οποίο, βάσει της μέχρι σήμερα εμπειρίας, δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα κάνοντας χρήση των καθιερωμένων αναλυτικών εργαλείων. Είναι άραγε η αιφνιδιαστική μείωση των τιμών του αργού μία προσωρινή απόκλιση από μία κατά τα άλλα γενικότερα ανοδική τάση, με τις τιμές να επανακάμπτουν μεσοπρόθεσμα, ή η σημερινή πτώση αποτελεί το τέλος ενός κύκλου, και το σπάσιμο μιας ακόμη φούσκας των αγορών, με την επαναφορά μιας περιόδου χαμηλών τιμών; Οι απαντήσεις στο ανωτέρω ερώτημα διίστανται και χαρακτηρίζουν δύο διαφορετικές σχολές σκέψης.

Από την μία πλευρά έχουμε την άποψη των μεγάλων εταιρειών του χώρου αλλά και πολλών επενδυτικών funds οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η σημερινή καθοδική τάση είναι παροδική και απλώς μεταθέτει για λίγο αργότερα την πραγματική ανάπτυξη των αγορών (το γνωστό super cycle) αφού τα βασικά συστατικά, δηλαδή υψηλή ζήτηση στις αναπτυσσόμενες αγορές, ελλείψεις νέων επενδύσεων σε πετρελαϊκές υποδομές τα τελευταία 20 χρόνια και ο πετρελαϊκός εθνικισμός από τις μεγάλες παραγωγικές χώρες παραμένουν άθικτα. Η δε σημερινή χρηματοπιστωτική μέγγενη και η χαμηλή τιμή θα έχουν ως αποτέλεσμα μία παρατεταμένη αργία από επενδύσεις σε υποδομές, πράγμα που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μία έκρηξη της αγοράς όταν αυτή ξεφύγει από τη σημερινή της αδράνεια.

Από την άλλη πλευρά έχουμε μία πιο κλασσική και συντηρητική τοποθέτηση με κύριο εκφραστή την Διεθνή Τράπεζα (World Bank) η οποία υποστηρίζει ότι η εξαιρετικά γρήγορη πτώση των τιμών εμπορευμάτων τους τελευταίους μήνες μπορεί να εξηγηθεί ως το τέλος ενός ακόμη κύκλου στην μακρόχρονη ιστορία της κυκλικής συμπεριφοράς των τιμών των εμπορευμάτων! Επιπλέον η World Bank πιστεύει ότι ο ανοδικός κύκλος του 2003 – 2008 μπορεί να συγκριθεί με την περίοδο 1973 – 1974 και 1950 – 57. Αν και οι οπαδοί αυτής της θεωρίας αποκλείουν μία επιστροφή στα χαμηλά επίπεδα τιμών της δεκαετίας του ’90, δεν προβλέπουν επάνοδο στις τιμές φωτιά  του Ιουλίου 2008. Και αυτό γιατί ένας πιο αργά αυξανόμενος πληθυσμός και μία πλέον αναιμική αύξηση των εισοδημάτων οδηγούν σε μικρότερη παγκόσμια ζήτηση ενέργειας.

Όποιες και αν είναι οι διαφωνίες μεταξύ πεσιμιστών και οπτιμιστών αναφορικά με την μελλοντική πορεία των τιμών πετρελαίου, οι επόμενοι 12 – 24 μήνες προμηνύονται δύσκολοι για την εξέλιξη των αγορών εμπορευμάτων. Με μία προβλεπόμενη από το Δ.Ν.Τ παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη της τάξης του 2,2% για το 2009, οι ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης αντιμετωπίζουν την προοπτική μιας πραγματικής συρρίκνωσής τους, για πρώτη φορά μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, στις δε αναπτυσσόμενες οικονομίες οι ρυθμοί ανάπτυξης φαίνεται ότι θα επιβραδυνθούν σημαντικά. Τα ανωτέρω στοιχεία πάντως δεν είναι αρκούντως αρνητικά για να οδηγήσουν σε μία γενικευμένη έξοδο τους επενδυτές από τις αγορές εμπορευμάτων αφού η παρούσα κρίση δεν οδήγησε σε πλήρη παράλυση την αγορά η οποία σήμερα (Δεκέμβριος 2008) έχει ακόμη επενδεδυμένα κεφάλαια ύψους $211 δισεκ., σε σύγκριση με τα $270 δισεκ. στα τέλη Ιουνίου και τα $10 δισεκ. το 2000 (βλέπε FT, 10/12/08 – So Long Super Cycle του Javier Blass).

Μετά τη χθεσινή ανακοίνωση του OPEC για μείωση της παραγωγής του κατά 2.2 εκατ. βαρέλια, δηλαδή συνολικά 3,7 εκατ. βαρέλια, εάν λάβουμε υπόψη την μείωση που απεφασίσθη πριν από έναν μόλις μήνα, οι εκτιμήσεις στελεχών του οργανισμού ομιλούν περί αποκατάστασης ισορροπίας στη διεθνή αγορά αφού το σημερινό επίπεδο παραγωγής υπερκαλύπτει με μεγάλο περιθώριο την ζήτηση, με αποτέλεσμα ν αυξάνονται πέρα από το σύνηθες τα αποθέματα των εταιρειών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σημερινή περικοπή φέρει την σφραγίδα της Σαουδικής Αραβίας η οποία σε αντίθεση με άλλες φορές πρωτοστάτησε στην απόφαση του OPEC, έχοντας η ίδια μειώσει την παραγωγή της κατά 1,2 εκατ. βαρέλια από τα 1,7 εκατ. βαρέλια που μείωσε συνολικά την παραγωγή του το καρτέλ.

Παρ’ όλα αυτά είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν οι τελευταίες περικοπές στην παραγωγή θα οδηγήσουν άμεσα σε ανάκαμψη τις τιμές, το οποίο είναι και το σκεπτικό πίσω από αυτήν την κίνηση. Οι προσδοκίες των πετρελαιοπαραγωγικών χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας (που για πρώτη φορά εντάχθηκε επιχειρησιακά με τον OPEC) για τιμή πλαφόν στα $75 το βαρέλι για το Α΄ εξάμηνο του 2009 ίσως τελικά αποδειχθούν αβάσιμες μέσα σ’ ένα διαρκώς επιδεινούμενο διεθνώς οικονομικό κλίμα.